Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ταξίδευα – είτε νοερά, είτε πραγματικά. Μικρός, με όχημα την φαντασία, αναζητούσα την φυγή σ’ έναν δικό μου κόσμο, όπου μπορούσα να περιπλανιέμαι ελεύθερος, πλουτίζοντας με εικόνες ονειρικές το μυαλό και την ψυχή μου. Αργότερα, μεγάλος πλέον, άρχισα να αναζητώ –ταξιδεύοντας με όχημα μια μοτοσυκλέτα– την περιπέτεια στο όνειρο, στο απρόβλεπτο, στην ζωή. Μαγεμένος από τις Σειρήνες κάποιων μυθικών προορισμών, τα δίτροχα βήματά μου σύντομα με οδήγησαν σε απόμακρες γειτονιές του κόσμου, εκεί όπου, με καθάριο βλέμμα και ανοιχτή καρδιά, αντίκρισα ομορφιές μοναδικές, φιλόξενους ανθρώπους αλλά και ακραίες αντιφάσεις.
Και κάθε φορά που επέστρεφα στη βάση μου, ασφυκτικά γεμάτος εμπειρίες και αναμνήσεις, έλεγα επίμονα στον εαυτό μου ότι: «το επόμενο ταξίδι θα είναι το πιο συναρπαστικό που έχεις κάνει ποτέ…». Έχοντας επανέλθει στην μίζερη πραγματικότητα, μακριά πια από τον κόσμο των ονείρων, αυτή η σκέψη ήταν παραδόξως ο μοναδικός τρόπος να προσδώσω ένα καινούριο νόημα στην επίπεδη ζωή μου και να προετοιμαστώ καρτερικά για το επόμενο ταξίδι.
Έτσι, οπλισμένος με ιώβεια υπομονή και αφήνοντας τον χρόνο να αργοκυλά μέχρι την επόμενη αναχώρηση, καλλιεργούσα συνεχώς την ετοιμότητα της ανυπόμονης ψυχής μου, που ταλανιζόταν από την βασανιστική επιθυμία της φυγής. Ενώ μέχρι να (ξανά) φύγω με προορισμό κάποιες άλλες μυθικές γειτονιές του κόσμου, «τρεφόμουν» αποκλειστικά από τον ρομαντισμό και την λαχτάρα της επικείμενης απόδρασης.
Κι όταν τελικά έφτανε το πλήρωμα του χρόνου και στεκόμουν στην εκκίνηση ενός ακόμα δίτροχου οδοιπορικού, ολόκληρο το κορμί μου «μυρμήγκιαζε» από την αγωνία της περιπλάνησης και η καρδιά μου φλεγόταν από τον πόθο της ανακάλυψης. Ξεκινούσα κοιτώντας κατευθείαν μέσα στην ρότα του ταξιδιού, με τις αποσκευές μου να ξεχειλίζουν από αμέτρητες προσδοκίες και βαθιές επιθυμίες:
“Να γυρίζεις τη γης και να βλέπεις
–να βλέπεις και να μη χορταίνεις–
καινούρια χρώματα και θάλασσες
κι ανθρώπους κι ιδέες,
και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά.
και να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά
με μακρόσερτη ματιά…
-Νίκος Καζαντζάκης-
Ταξιδεύοντας ολομόναχος στον κόσμο…
Εκείνο το ζεστό καλοκαιρινό πρωινό, έχοντας σπάσει τις σκουριασμένες αλυσίδες που με κρατούσαν δέσμιο της ράθυμης καθημερινότητας, ρολάριζα στους δρόμους της Μικρασίας κρατώντας το τιμόνι μιας λευκής Honda Africa Twin CRF 1000. Με συνεπιβάτη την μοναξιά και την πυξίδα στραμμένη στην σαγηνευτική Ανατολή, ήμουν έτοιμος να βιώσω και πάλι μια ταξιδιωτική εμπειρία στην πληρότητά της. Με οκτώ οικοδέσποινες – χώρες (Τουρκία, Ιράν, Πακιστάν, Ινδία, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Ινδονησία) και τελικό προορισμό την Τζακάρτα, την πρωτεύουσα της εξωτικής Ινδονησίας, είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι: «το επόμενο ταξίδι θα είναι το πιο συναρπαστικό που έχεις κάνει ποτέ…». Μήπως άραγε θα ήταν αυτό που μόλις τώρα ξεκινούσε;
Καθώς το καινούριο ταξιδιωτικό όνειρό μου «TRANS ASIAN 2017» είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται –αρχικά– στους δρόμους της Τουρκίας, κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να ανατρέχει στα λόγια του Jack Kerouac: «Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να σπαταλήσει τη ζωή του χωρίς να βιώσει τουλάχιστον µια υγιή εμπειρία, ταξιδεύοντας ολομόναχος στον κόσμο, µε μοναδικό στήριγµα τον εαυτό του, ώστε να βρει την αληθινή και κρυμμένη δύναμή του».
Προσωπικά δεν είχα κανένα λόγο αμφισβητήσω τα λεγόμενα του Αμερικανού λογοτέχνη, αφού κι εγώ, οδοιπορώντας για χρόνια στον κόσμο με μια μοτοσυκλέτα, είχα καταφέρει να ανακαλύψω όλη την δύναμη που έκρυβα μέσα μου. Γιατί η κάθε μικρή ή μεγάλη απόδραση δεν ήταν μόνο μια περιπλάνηση σε διαφορετικούς τόπους και προορισμούς ή μια συναρπαστική δίτροχη περιπέτεια εξερεύνησης.
Ήταν παράλληλα κι ένα ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης και αυτοπραγμάτωσης. Έμαθα να ακούω περισσότερο την φωνή της καρδιάς κι όχι της λογικής, έσπασα για πάντα τα δεσμά της ελευθερίας και της φαντασίας, συνέχισα να ονειρεύομαι, εκτίμησα την προσφορά του απροσδόκητου, αντιπάλεψα με τον συμβιβασμό και ξεπέρασα σε αρκετές περιπτώσεις τις ψυχικές και σωματικές μου αντοχές.
Σε ποιο άλλο επίσης σημείο συμφωνούσα με τον Jack Kerouac; Χρόνια τώρα, «ταξιδεύοντας ολομόναχος στον κόσμο…», γνώριζα πολύ καλά πως θα πρέπει να στηρίζομαι αποκλειστικά και μόνο στον εαυτό μου προκειμένου να δίνω λύσεις στα όποια προβλήματα προκύπτουν καθοδόν – αυτό ίσχυε και για το «TRANS ASIAN 2017».
Έχοντας ταξιδέψει δυο φορές στο παρελθόν με μοτοσυκλέτα από την Αθήνα στην Σιγκαπούρη (1995, 2009), ήξερα πως η διαδρομή ως την Τζακάρτα αντιπροσωπεύει ένα αρκετά δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα, με πολλές πιθανότητες για απρόοπτα. Με όπλο λοιπόν την γνώση και την εμπειρία, οι (κυριότερες) αντιξοότητες που είχα να αντιμετωπίσω καθοδόν προς την ινδονησιακή πρωτεύουσα ήταν οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, οι συνοριακές διαδικασίες, οι πολεμικές συνθήκες στο Πακιστάν και οι κυκλοφοριακά κορεσμένοι δρόμοι της Ινδίας και της Ινδονησίας. Όπως μπορεί να καταλάβει κανείς, ένα τέτοιο ταξίδι απαιτεί σχολαστική και ιδιαίτερα σοβαρή προετοιμασία, υπολογισμό όλων των παραμέτρων και άριστη γνώση της γεωπολιτικής κατάστασης των περιοχών, κάτι που όπως αποδείχθηκε από τα γεγονότα που βίωσα στην πορεία, επιβεβαίωσε πλήρως τους προβληματισμούς μου….
Απρόβλεπτη συνοριακή τρικλοποδιά
Το ταξίδι στην Τουρκία ξεκίνησε από το λιμάνι του κοσμοπολίτικου Cesme, στις αιγαιοπελαγίτικες ακτές της Μικρασίας. Από το σημείο όπου αποβιβάστηκα, μέχρι που αντίκρισα τους πρόποδες του χιονισμένου Αραράτ στα σύνορα με το Ιράν, η Africa Twin κατέγραψε στο κοντέρ της περί τα 1.900 χλμ. Καθοδόν, οι πόλεις Afyon, Ankara, Sivas, Erzerum και Agri είδαν την λευκή Honda να περνά από τις γειτονιές τους, ενώ η άφιξή μου στη παραμεθόρια πόλη Dogubayazıt (30 χλμ. από τα ιρανο–τουρκικά σύνορα) σηματοδότησε το τέλος της οδικής αποστολής στα γεωγραφικά όρια της πρώτης χώρας του «TRANS ASIAN 2017».
Στις τέσσερεις μέρες που «μιλούσα» τουρκικά, η βαρυφορτωμένη –με όνειρα και προσδοκίες– μοτοσυκλέτα κατάπινε ακούραστα τα χιλιόμετρα της διαδρομής και τα κύτταρα της μνήμης μου συγκρατούσαν τις πιο δυνατές φυσικές εικόνες. Τίποτα το ανησυχητικό ή απρόβλεπτο δεν συνέβη στα πρώτα 1.900 χλμ. του ταξιδιού. Αποχαιρέτησα την Τουρκία αρκετά ήρεμος, ευδιάθετος και χαλαρός. Φτάνοντας όμως μπροστά στους Ιρανούς τελωνιακούς, ήρθε το πρώτο εγκεφαλικό…
Διαπιστώνοντας μια σοβαρή παρατυπία στο Carnet Ata (το πολύπτυχο της ΕΛΠΑ) της μοτοσυκλέτας, οι ιρανικές τελωνειακές αρχές αρνήθηκαν κατηγορηματικά την είσοδό μου στην χώρα. Παρά τις επίμονες αιτιάσεις μου, μου πέταξαν το πολύπτυχο στα μούτρα και με υποχρέωσαν να επιστρέψω κακήν κακώς πίσω στην Τουρκία. Στην συνοριακή πόλη Dogubayazıt όπου στρατοπέδευσα, ξεκίνησα αμέσως έναν μαραθώνιο επικοινωνιών και διαβουλεύσεων με Ελλάδα για να βρεθεί λύση στο πρόβλημα, εξαιτίας του οποίου κινδύνευε να ματαιωθεί όλο το ταξίδι. Μετά από πέντε ολόκληρες μέρες βασανιστικής αγωνίας και προσμονής στην σκιά του Αραράτ, πήρα τελικά το πράσινο φως να περάσω τα σύνορα του Ιράν. Πως έγινε αυτό το ανέλπιστο θαύμα; Μεσολάβησε η ιρανική πρεσβεία της Αθήνας, με απευθείας τηλεφώνημα στον διευθυντή των συνόρων…
Πέντε μέρες παρέμεινα στην Dogubayazıt. Η πόλη, εμφανώς παραμελημένη, ήταν με βεβαιότητα μια από τις χειρότερες που είχα γνωρίσει στην Τουρκία. Όμως, με μια δεύτερη, πιο υπομονετική ματιά, δεν είναι τελικά και τόσο άσχημη! Γι’ αυτό έχει φροντίσει η ίδια η φύση, αφού το φορτωμένο με βιβλικές μνήμες και χιόνια Αραράτ δέσποζε πάνω από τον ορίζοντα της πόλης. Κάτω από το δυνατό φως της πανσέληνου, το νυχτερινό θέαμα του επιβλητικού βουνού με το επτασφράγιστο μυστικό, ανέσυρε κάθε βράδυ από τη ταραγμένη μου ψυχή βαθιά θαμμένα συναισθήματα και σκόρπιες αισιόδοξες σκέψεις…
Η Dogubayazıt, όμως, δεν ήταν μόνο Αραράτ. Το μεταξένιο παρελθόν της πόλης αναβίωνε στο κοντινό παλάτι Ιshak Pasa Seray (1768). Αμάλγαμα σελτζούκικης, οθωμανικής, περσικής και αρμενικής αρχιτεκτονικής, το παλάτι–φρούριο των 366 αιθουσών δέσποζε σαν αετοφωλιά πάνω από την πόλη και κτίστηκε για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων Ανατολής–Δύσης. Διαβαίνοντας τις βαριές πόρτες του μνημειακού οικοδομήματος, «αντίκρισα» στη μεγαλοπρεπή αίθουσα των ακροάσεων τους αρχηγούς των εμπορικών καραβανιών να καταβάλουν φόρο υποτελείας και διόδια στον άπληστο πασά Ιshak Pasa.
Το Ιράν της καρδιάς μου
Κάθε φορά που επισκέπτομαι το Ιράν, ο λογισμός μου ανατρέχει πίσω στο 1994, χρονιά που έβαλα –για πρώτη φορά– ρόδα στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν (πρώην Περσία). Εκείνο το ταξίδι ήταν μια αποκάλυψη που ποτέ δεν περίμενα και ποτέ δεν θα ξεχάσω… Αν και είχα έρθει εδώ –μαζί με την Όλγα– για να πλησιάσω αυτά που δεν γνώριζα, η προοπτική ενός ταξιδιού στους δρόμους του άγνωστου Ιράν παραδόξως δεν με τρόμαζε.
Η λαχτάρα να ταξιδέψουμε με την μοτοσυκλέτα μας πάνω σε πανάρχαιους εμπορικούς δρόμους, να ψηλαφίσουμε τα αρχαία ιστορικά λείψανα της περσικής γης, να γνωρίσουμε το εθνολογικό και πολιτιστικό μωσαϊκό της χώρας και να εμβαθύνουμε στην αέναη καθημερινότητα των κατοίκων της ήταν πιο μεγάλη από τον φόβο και την ανησυχία για το θεοκρατικό καθεστώς του Αγιατολαχ Χομεϊνί, με τα μαύρα τσαντόρ και τους τρομερούς Φρουρούς της Επανάστασης.
Μετά από 24 χρόνια και 14 δίτροχα ταξίδια στη γη του Ιράν, έχω δει (σχεδόν) τα πάντα στην Περσία. Κι αυτό χάρη στην μοτοσυκλέτα μου, η οποία, αγόγγυστα προσαρμοζόταν πάντα στις ιδιαιτερότητες και στις απαιτήσεις του κάθε ταξιδιού. Άλλοτε επωμιζόταν το ρόλο της βακτριανής καμήλας των εμπορικών καραβανιών του μεταξένιου δρόμου και άλλοτε μεταμορφωνόταν σ’ ένα δυναμικό Βουκεφάλα, οδηγώντας τους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε λαμπρές νίκες κι εμένα σε μακρινές, μυθικές Αλεξάνδρειες.
Μπορεί λοιπόν να πέρασα –για ακόμα μια φορά– τις γραφειοκρατικές «Συμπληγάδες» των ιρανικών συνόρων, όμως, οι πέντε μέρες που έχασα επιστρέφοντας στην Τουρκία μού περιόρισαν δραματικά τον χρόνο παραμονής μου στο Ιράν. Η ιρανική βίζα στο διαβατήριό μου έληγε σε 5 μέρες (η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε από την στιγμή που μπήκα στην χώρα) και δεν υπήρχε περίπτωση παράτασής της. Έχοντας να διανύσω 2.450 ιρανικά χιλιόμετρα, δεν διέθετα άλλη επιλογή παρά να κινηθώ τάχιστα, προκειμένου να φτάσω έγκαιρα στα πακιστανικά σύνορα. Τέρμα τα γκάζια…
Για πολλοστή φορά το Ιράν αποτελούσε έναν διάδρομο στην πορεία μου προς την μακρινή Ανατολή. Την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το Ιράν ήταν το 2016, όταν ταξίδευα με μια ΚΤΜ 1050 για το Ντουμπάι. Να λοιπόν που βρέθηκα –μόλις έναν χρόνο μετά– να διατρέχω ξανά την χώρα του Δαρείου, με την ρότα του «TRANS ASIAN 2017» να περνά από τις πόλεις Tabris, Takestan, Esfahan, Yazd, Kerman, Bam και Zahedan. Αν και ο χρόνος ήταν αμείλικτος αντίπαλός μου, δεν δίστασα να ξοδέψω κάποιους πολύτιμους κόκκους άμμου από την κλεψύδρα μου, προκειμένου να αφιερωθώ στην Esfahan, την οποία θεωρώ ως την γοητευτικότερη πόλη του Ιράν. Πρόκειται για την απόλυτη πόλη–μνημείο, που μοιάζει να ξεπηδά μέσα από το φανταστικό κόσμο ενός ανατολίτικου παραμυθιού. Η ονειρική Esfahan, χάρη στα αξεπέραστα αριστουργήματα της ιρανο–ισλαμικής αρχιτεκτονικής που την κοσμούν, καταφέρνει να καθηλώσει και τον πιο κοσμογυρισμένο ταξιδευτή. Για άλλη μια φορά παραδόθηκα στην σαγήνη της…
Δεν ήταν όμως τα θρησκευτικά κομψοτεχνήματα και οι λαμπρές ιστορικές μνήμες τα μοναδικά στοιχεία που με άγγιξαν στην Esfahan, και κατ’ επέκταση στο Ιράν. Οι άνθρωποι αυτού του τόπου στάθηκαν απέναντί μου αυθόρμητα ειλικρινείς, φιλόξενοι, ευγενικοί και καλοσυνάτοι. Σε πολλές περιπτώσεις μού πρόσφεραν ανιδιοτελώς τα πάντα, ποτέ δεν μου αρνήθηκαν την βοήθειά τους, ενώ ένα και μόνο φωτογραφικό κλικ έφτανε για μου χαρίσουν, όχι μόνο το χαμόγελο αλλά και την καρδιά τους…
Στην έρημο του Μεγαλέξανδρου
«…Η έρημος! Πόσες φορές την είχα συναντήσει στα μακρινά ταξίδια μου σ’ όλη τη μονοτονία αλλά και την πολυμορφία της! Διέσχισα τεράστιες εκτάσεις καλπάζοντας με τον Βουκεφάλα μου στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Σινά και στην Περσία! Δε με φόβισαν! Αντίθετα, ήταν δυνατή συγκίνηση αυτό το πέρασμα με το στρατό μου στην έρημο. Αλλά τούτη η έρημος της Γεδρωσίας ήταν το κάτι άλλο, η πιο πικρή, η πιο δύσκολη, η πιο εφιαλτική έρημος που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Δε δυσκολεύομαι να ομολογήσω στον εαυτό μου πως ήταν σφάλμα η επιμονή μου να τη διασχίσουμε….
…Οι Μακεδόνες μου είχαν μαζέψει λίγες σταγόνες νερού και μου τις έφεραν σ’ ένα κράνος. Κρατούσα το κράνος στα χέρια μου και τα ‘νιωθα να τρέμουν απ’ τη λαχτάρα να το φέρω στα ξεραμένα χείλη μου. Αλλά δε ζύγωσα το κράνος στο στόμα. Το σήκωσα ψηλά, για να μπορούν να το βλέπουν όσο περισσότεροι γινόταν. Έπειτα, με μια γρήγορη κίνηση, το αναποδογύρισα, ώστε να χυθεί το νερό ίσαμε την τελευταία σταγόνα. Έτσι έπρεπε να γίνει! Και ήταν ξαφνικά σαν από τούτο το νερό που χύθηκε στην καυτή άμμο της Γεδρωσίας να είχαν πιει όλοι οι στρατιώτες μου και να είχαν ξεδιψάσει..».
(Απόσπασμα από το «Χειρόγραφο της Βαβυλώνας»)
Αυτή είναι η δύναμη και το μεγαλείο της αλεξανδρινής ψυχής όπως περίτρανα αναδείχθηκε μέσα στην πυρωμένη γη της Γεδρωσίας και αποτυπώθηκε στο περίφημο «Χειρόγραφο της Βαβυλώνας». Κυριολεκτικά καυτές εμπειρίες, οι οποίες αναπόφευκτα τριγυρνούσαν στο μυαλό μου όταν, είκοσι τρεις αιώνες μετά την καταγραφή τους, διέσχιζα κι εγώ την εφιαλτική έρημο της Γεδρωσίας (νυν Βελουχιστάν), η οποία απλώνεται στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του Ιράν, στο νοτιοδυτικό Αφγανιστάν και στο νότιο Πακιστάν.
Για δεύτερη συνεχόμενη μέρα (αφότου αποχαιρέτησα την Εσφαχάν) αρμένιζα μέσα σε μια αχανή θάλασσα άμμου. Kerman–Bam–Zahedan: η ματιά ταξίδευε ανεμπόδιστα χιλιάδες μέτρα μπροστά, ο ξηρός αέρας στέγνωνε διαρκώς το λαιμό μου, τα ιδρωμένα ρούχα ήταν κολλημένα πάνω μου και μια εκκωφαντική σιωπή τρυπούσε τα αυτιά μου. Εδώ και δύο μέρες οι αποστάσεις είχαν χάσει το νόημά τους, ο χρόνος είχε παγώσει και η καυτή ατμόσφαιρα των 52ο C παραμόρφωνε το τοπίο. Ένα τοπίο στεγνό, αφυδατωμένο, που περικύκλωνε επικίνδυνα τις αισθήσεις μου.
Όχι φόβο, μόνο προσμονή αισθανόμουν ταξιδεύοντας ολομόναχος μέσα στην απεραντοσύνη της Γεδρωσίας. Σε σχέση με την πρώτη φορά (1994) που βρέθηκα αντιμέτωπος με την αδυσώπητη αλεξανδρινή έρημο, τώρα ήμουν πιο ώριμος, πιο ανεκτικός με τον εαυτό μου και την έρημο. Σε πείσμα των συνθηκών, συνέχιζα καρτερικά την πορεία μου μέσα στο καυτό βασίλειο της άμμου, με προορισμό τα πακιστανικά σύνορα. Κουράγιο, η λύτρωση είναι κοντά…
Επικίνδυνες αποστολές
Από την άλλη πλευρά των συνόρων με καρτερούσε το Πακιστάν, ένας τόπος δύσκολος, επικίνδυνος, θανάσιμος. Εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, οι έκρυθμες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις που επικρατούν στην «Χώρα των Αγνών», δεν είναι οι ασφαλέστερες για τον ξένο ταξιδιώτη. Στο Βορειοδυτικό Πακιστάν μαίνονται οι μάχες του πακιστανικού στρατού με τους Ταλιμπάν, οι τυφλές βομβιστικές επιθέσεις στα αστικά κέντρα είναι σχεδόν καθημερινότητα, ενώ το τελευταίο διάστημα έχουν αυξηθεί οι απαγωγές και οι δολοφονίες ξένων υπηκόων από μαχητές του ISIS (καινούριο φρούτο αυτό). Το πιο πρόσφατο συμβάν ήταν η απαγωγή και η εκτέλεση δυο Κινέζων από τζιχαντιστές του ISIS (Μάιος 2017), οι οποίοι εργάζονταν σε μια κινέζικη κατασκευαστική εταιρία στην περιοχή του Βελουχιστάν.
Διασχίζοντας το Πακιστάν με την λευκή Africa Twin, γνώριζα πως οδηγούσα στο πιο επικίνδυνο κομμάτι του «TRANS ASIAN 2017»! Η ψυχολογία μου; Συγκρατημένος φόβος, αποφασιστικότητα και θετική σκέψη, για το επόμενο χιλιόμετρο, την επόμενη μέρα. Όταν έχεις φτάνει ως εδώ, δεν το σκέφτεσαι πολύ: ανοίγεις με τσαμπουκά την (συνοριακή) πόρτα και ορμάς για μια περιπέτεια ζωής και θανάτου…
Στο συνοριακό φυλάκιο Taftan, μόλις ολοκληρώθηκαν οι απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες (οι Πακιστανοί τελωνιακοί ευτυχώς δεν παρατήρησαν την παρατυπία στο Carnet Ata), μου γνωστοποιήθηκε πως ταξίδι στο Πακιστάν δεν νοείται χωρίς την συνοδεία ενός επανδρωμένου στρατιωτικού οχήματος. Ήταν ένα μέτρο που είχαν υιοθετήσει οι πακιστανικές στρατιωτικές Αρχές προκειμένου να προστατέψουν τους ελάχιστους ξένους ταξιδιώτες που επιχειρούσαν να διασχίσουν οδικώς το Πακιστάν.
Έτσι, σε όλη την διάρκεια της πορείας μου στο Πακιστάν (1.850 χλμ. – 7 ημέρες), απολάμβανα την προστασία μιας ένοπλης στρατιωτικής συνοδείας. Από χωριό σε χωριό, από το ένα στρατιωτικό φυλάκιο στο άλλο, ένα πάνοπλο στρατιωτικό όχημα ήταν η σκιά μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, βρέθηκα να διασχίζω όλο το Πακιστάν, μέχρι τα σύνορα της Ινδίας, διατρέχοντας τις πόλεις Quetta, Sukkur, Multan και Lahore.
Με την συνοδεία ενός στρατιωτικού οχήματος αποχαιρέτησα τα σύνορα – αρχικός προορισμός η πόλη Quetta (640 χλμ. ανατολικά). Με τεταμένες τις αισθήσεις, οδηγούσα πλέον μέσα σε μια (ανεπίσημη) εμπόλεμη ζώνη. Η έρημος Βελουχιστάν, που απλώνεται ως και 1.000 χλμ. ανατολικά των ιρανο-πακιστανικών συνόρων, ανέκαθεν αποτελούσε ένα εκτεταμένο πεδίο δράσης Αφγανών και Πακιστανών λαθρεμπόρων όπλων και ναρκωτικών. Τα τελευταία χρόνια στον κατάλογο των κινδύνων της περιοχής είχαν προστεθεί οι Ταλιμπάν και ο ISIS.
Στην Quetta έφτασα μετά από δυο μέρες εξοντωτικής οδήγησης. Παρόλο που περίμενα τον ISIS και τους Ταλιμπάν να «κτυπήσουν» σε ανύποπτο χρόνο, την μεγαλύτερη ζημιά μού την έκανε η ίδια η έρημος. Δυο αμμοθύελλες στην διαδρομή Taftan – Dalbadin – Quetta συνέτριψαν την «τεχνολογική αλαζονεία» μου, ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν όλη την ημέρα μ’ έφεραν στα πρόθυρα της τρέλας.
Ένα επίσης σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν ο ανεφοδιασμός καυσίμων. Μην έχοντας άλλες επιλογές, φουλάριζα την μοτοσυκλέτα από μπιτόνια και βαρέλια στις άκρες του δρόμου, γεμίζοντας το ντεπόζιτό της λευκής Honda με βενζίνη αναμφίβολης ποιότητας, «ενισχυμένη» με λίγη… άμμο ερήμου!
Περιπλανητής στην Πενταποταμία
Στο φρενοκομείο που λεγόταν Quetta, αν και παρέμεινα δυο μέρες, δεν πρόλαβα να ξεκουράσω το ταλαίπωρο κορμί μου, καθώς είχα πολλά να κάνω. Πρωτίστως μετέβηκα στην στρατιωτική Αρχή της πόλης για να μου εκδοθεί μια ειδική άδεια μετάβασης στην επόμενη επαρχία. Επισκεύασα κατόπιν το πίσω λάστιχο της μοτοσυκλέτας, που έσκασε την στιγμή ακριβώς που έφτανα στο ξενοδοχείο, ενώ δεν λησμόνησα να επισκεφθώ και τον καλό μου φίλο Φαρχάν, που έτυχε να γνωρίσω σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι μου στην Quetta.
Και στις τρεις περιπτώσεις, οι μετακινήσεις μου εντός της πόλης έγιναν με την συνοδεία τριών στρατιωτών – για λόγους ασφαλείας. Επίσης, για την προστασία μου, ένας στρατιώτης είχε εγκατασταθεί όλο το 24ωρο στο ξενοδοχείο – δεν επιτρεπόταν η έξοδός μου από το κτίριο (ούτε στα 50 μ.) χωρίς την συνοδεία του!
Στην πόλη Sukkur, αντίθετα, μου δόθηκε η άδεια να την περπατήσω μόνος. Κτισμένη στις όχθες του Ινδού ποταμού, στις δυτικές παρυφές της ερήμου Thar, η πολύχρωμη και απρόοπτη Sukkur (απείχε 410 χλμ. ανατολικά της Quetta) με κέρδισε με την καθάρια δυναμική της, γεγονός που σχετίζονταν, σε μεγάλο βαθμό, με την κυκλοφοριακή αταξία των σκονισμένων δρόμων της. Ποικιλοστολισμένα λεωφορεία, ζωήλατα κάρα, ποδήλατα και διαβολικά τρίκυκλα–ταξί, έμοιαζαν να δίνουν τη δική τους καθημερινή παράσταση, με πρωταγωνιστές–οδηγούς που διέθεταν απίστευτο θράσος και ζηλευτή επιδεξιότητα. Ζήτω η τρέλα…
Στις δυο επόμενες μέρες, οδηγώντας πάνω στο ασφάλτινο ίχνος του εθνικού οδικού άξονα Ν5, και με μια ενδιάμεση διανυκτέρευση στην κωμόπολη Khanwel (αποτέλεσε επιλογή της αστυνομίας), έβαλα τελικά ρόδα στην Lahore (800 χλμ. βόρεια της Sukkur). Αέναος περιπλανητής στην λαμπρή πολιτεία της Πενταποταμίας, τα αργόσυρτα βήματά μου με οδήγησαν στην παλαιά πόλη, εκεί όπου κτυπά η καρδιά της Lahore. Προικισμένη με εντυπωσιακά ινδομογγολικά μαυσωλεία, γεωμετρικά σχεδιασμένους κήπους, στιβαρά τείχη, επιβλητικές πύλες και μαρμάρινα αυτοκρατορικά παλάτια, η Lahore δικαίωσε στα μάτια μου τον τιμητικό τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του Πακιστάν.
Η μετάβασή μου από το Πακιστάν στην Ινδία έγινε μέσω της συνοριακής πύλης Attari (30 χλμ. ανατολικά της Lahore), την μοναδική πόρτα επικοινωνίας που διατηρούν ανοικτή οι δυο «άσπονδοι» γείτονες. Περισσότερα από 10.000.000 άτομα πέρασαν από το συγκεκριμένο συνοριακό φυλάκιο το 1947, συνιστώντας την μεγαλύτερη ίσως ανταλλαγή πληθυσμών που είχε ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα.
Ινδουιστές και μουσουλμάνοι άλλαξαν τότε γεωγραφικούς ορίζοντες και πατρίδες, αποδεχόμενοι –με τον πλέον άμεσο και ειρηνικό τρόπο– τις νέες γεωπολιτικές εξελίξεις. Εβδομήντα χρόνια αργότερα, με αφετηρία το ίδιο συνοριακό φυλάκιο, η λευκή Africa Twin –με καταγεγραμμένα τα πρώτα 7.000 χλμ. του «TRANS ASIANS 2017»– ξεκινούσε μια συναρπαστική «βύθιση» στα άδυτα της παραμυθένιας Ινδίας…