Εδώ και πολύ καιρό ήθελα να περάσω –για ακόμα μια φορά– το γαλάζιο Αιγαίο και να σεργιανίσω στην αντίπερα όχθη της εθνικής μας μνήμης και νοσταλγίας – ήταν χρέος και μεγάλη μου επιθυμία ένα προσκύνημα στ’ αγιασμένα χώματα της Μικρασίας. Μήνες τώρα προετοιμαζόμουν γι’ αυτό το ιδιότυπο ταξίδι, που όλοι οι Έλληνες (ή τουλάχιστον οι περισσότεροι) οφείλουμε να κάνουμε μια φορά στη ζωή μας.
Ήθελα, εγώ, ο σεβάσμιος προσκυνητής της μικρασιατικής γης, μόλις βρεθώ απέναντι, να κλείσω τα βλέφαρά μου και να θωπεύσω με τα μάτια της ψυχής τον χώρο, το τοπίο, τα μνημεία… Ποθούσα, τούτος ο ευλογημένος τόπος να με αγκαλιάσει –όχι με την σημερινή «λογική» του, αλλά με την αρχαία Ιστορία του– και να γίνω έναν μ’ αυτόν…
Οδοιπορώντας στις αλησμόνητες πατρίδες του Αιγαίου, εγώ, ο συνειδητοποιημένος Έλληνας ταξιδευτής του 21ου αιώνα, ήθελα να πάω αρκετά πίσω στον χρόνο και να αναζητήσω τις αδιάσειστες μαρτυρίες και αποδείξεις της τρισχιλιετούς παρουσίας του προγονικού μας πολιτισμού στις απέναντι δαντελωτές ακτές του Αιγαίου, τις σμιλευμένες από τον χρόνο και την Ιστορία. Ήθελα να πραγματοποιήσω ένα σεργιάνι στην αρχαία Ιστορία μας, επισκεπτόμενος έναν μεγάλο αριθμό αρχαίων πόλεων της Μικράς Ασίας, οι οποίες μεγαλούργησαν και έγραψαν με λαμπρά γράμματα το όνομά τους στην παγκόσμια Ιστορία.
Ήθελα διακαώς να επισκεφθώ πόλεις μυθικές, ελληνικές, αθάνατες, όπου το κάλλος του αρχαιοελληνικού πολιτισμού παραμένει αιώνιο και άφθαρτο. Να καθίσω σε κερκίδες αρχαίων σταδίων και θεάτρων, να βαδίσω στους λιθόστρωτους δρόμους γνωστών ιωνικών πόλεων και να αγγίξω ολόλευκα μάρμαρα «φορτωμένα» με πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες και ευανάγνωστες αρχαιοελληνικές επιγραφές. Ναι, ανυπομονούσα να περπατήσω στα βήματα του Κροίσου, του Αναξαγόρα, του Θαλή, του Μεγαλέξανδρου, του Ιωάννου του Ευαγγελιστή, του Απόστολου Παύλου και να βιώσω ένα νοερό ταξίδι πίσω στο χρόνο, που ειλικρινά θα ήθελα να ήταν ρεαλιστικό.
Με σφιγμένη την καρδία
Ήξερα όμως ότι η αναζήτηση και η συνάντησή μου με την Μικρασία του Αιγαίου, που από την χαραυγή της ιστορίας της υπήρξε ένα πολυσύχναστο εθνολογικό σταυροδρόμι, θα ήταν μια αρκετά δύσκολη και επίπονη ψυχολογικά διαδικασία. Θα έπρεπε να οδοιπορήσω σε μια γη ποτισμένη με μόχθο και ιδρώτα ελληνικό, που η αναφορά της και μόνο «πονά» ακόμα τους παλιότερους. Θα διέτρεχα περιοχές χιλιοτραγουδισμένες, των οποίων, οι εικόνες και οι μνήμες, για κάποιους ομοεθνείς μου, συμπυκνώνονται στα πέτρινα πρόσωπα των ξεριζωμένων προσφύγων, στην πυρπολημένη Σμύρνη, στην αγωνία του διωγμού και στο φάσμα του θανάτου.
Αν μπορούσα πάντως να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ήθελα να γνωρίσω την Μικρά Ασία όπως ήταν κάποτε, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα ήμουν μουσαφίρης σ’ έναν τόπο που, κατά παράδοξο τρόπο, θα με γέμιζε αναμνήσεις τις οποίες εγώ ποτέ δεν είχα, αλλά τις έμαθα από αυτούς που κάποτε ζούσαν εκεί και εκδιώχθηκαν για πάντα. Τους ξεριζωμένους Έλληνες Μικρασιάτες, που άρχισαν από το μηδέν μια άλλη, δύσκολη ζωή, σε μια Ελλάδα φτωχή και αφιλόξενη, η οποία ποτέ δεν τους αποδέχτηκε.
Πολλά τα ερωτήματα, μεγάλη η αγωνία μου. Θα μπορούσα άραγε ως Έλληνας να γίνω ένας αντικειμενικός ταξιδιώτης κι ένας αποστασιοποιημένος παρατηρητής-καταγραφέας της σύγχρονης μικρασιατικής πραγματικότητας; Πώς θα διαχειριζόμουν την αναμενόμενη «πλημμυρίδα» των συναισθημάτων, όταν παντού θα έβλεπα την μικρασιατική Ελλάδα να περνάει από μπροστά μου; Πώς θα αντιδρούσα όταν τα βήματά μου θα με οδηγούσαν, είτε σε ερειπωμένες εκκλησίες και ρωμαίικα αρχοντικά με σφαλισμένες πόρτες, είτε σε παραλιακές γειτονιές που αντηχούσαν κάποτε από δυνατές ελληνικές φωνές;
Κι επιπλέον, τι θα συζητούσα μ’ όλους εκείνους που οικειοποιήθηκαν προκλητικά την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας, φρόντισαν να εξαφανίσουν –όσο ήταν δυνατό– κάθε ενθύμημα της παρελθοντικής παρουσίας του Ελληνισμού και καλλιεργούν σήμερα τα εύφορα «ματωμένα χώματα», απ’ όπου οι Έλληνες ξεριζώθηκε βίαια λίγες γενιές πίσω;
Αν μπορούσα πάντως να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ήθελα να γνωρίσω την Μικρά Ασία όπως ήταν κάποτε, στα τέλη του 19ου αιώνα. Να ζήσω σ’ ένα κοντινό ρομαντικό παρελθόν που μύριζε γιασεμί και κανέλα, να γνωρίσω πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα που είχαν μεταλαμπαδευτεί από γενιά σε γενιά και να περιπλανηθώ με ανείπωτη προσδοκία σ’ έναν τόπο πλούσιο και δημιουργικό, που υπάρχει πλέον μονάχα σε σκονισμένα βιβλία, σε ασπρόμαυρες ξεθωριασμένες φωτογραφίες και στις αφηγήσεις της αιωνόβιας γιαγιάς από την Σμύρνη…
Σεργιάνι στην αρχαία Ιστορία μας
Τις τελευταίες μέρες ενός καυτού Αυγούστου, το γνωστό –από το ταξίδι του Εύξεινου Πόντου– μαύρο παπί Honda Supra-Χ 125, με βασικές συντεταγμένες την ιστορική γνώση και μνήμη, ανέλαβε την πολυπόθητη περιήγησή μου στην μικρασιατική γη. Μέσα από ένα ασφυκτικά γεμάτο –σε εικόνες, συναισθήματα και ιστορικό φορτίο– οδοιπορικό 2.300 χλμ, θα αναζητούσα τα αποτυπώματα αρχαίων πόλεων της Ιωνίας και της Λυκίας, όσα φυσικά δεν έσβησαν ο χρόνος και η οθωμανική μισαλλοδοξία.
Γιατί όμως η επιλογή κάποιων συγκεκριμένων πόλεων φάνταζε ως μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία; Απλά, γιατί σύμφωνα με τους ιστορικούς, περισσότερες από πεντακόσιες αρχαίες ελληνικές πόλεις είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών του Αιγαίου. Επρόκειτο για μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα, που μέσα στους αιώνες λειτούργησαν ως μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση, αναδεικνύοντας έτσι τον χώρο της Μικράς Ασίας σ’ έναν τόπο αδιάλειπτης επαφής λαών, θρησκειών και πολιτισμών.

MYRA
Έπρεπε ωστόσο να αποφασίσω – ποιές πόλεις και γιατί. Κι ύστερα από πολλές σκέψεις και αμφιταλαντεύσεις, ο κύβος ερρίφθη: Έφεσος, Μίλητος, Πριήνη και Δίδυμα για το κομμάτι της Ιωνίας (Δυτική Μικρασία) και Πάταρα, Ξάνθος, Τελμεσσός, Πίναρα και Μύρα οι προορισμούς της Λυκίας (Νοτιοδυτική Μικρασία). Θα οδοιπορούσα σε εννιά ισχυρές και ξακουστές πόλεις της αρχαιότητας, όπου καλλιεργήθηκαν τα γράμματα και οι τέχνες, άνθισε το εμπόριο, δίδαξαν διάσημοι φιλόσοφοι και αναγέρθηκαν μεγαλόπρεποι ναοί και μνημεία, για Θεούς και θνητούς.
Με πόρτα εισόδου στην Μικρά Ασία το λιμάνι Cesme (απέναντι από την Χίο) και ορμητήριο την παραθαλάσσια κοσμοπολίτικη πόλη Kusadasi, ο γεωγραφικός χώρος της αρχαίας Ιωνίας υπήρξε το αρχικό πεδίο δράσης του μαύρου Honda Supra και ο τόπος δημιουργικής αναζήτησης του δίτροχου ιχνηλάτη της μικρασιατικής γης.
Από το πρώτο κιόλας χιλιόμετρο, συνειδητοποίησα ότι δεν μου ήταν διόλου δύσκολο να αποδράσω από το «τώρα» και να ταξιδέψω βαθειά πίσω στον χρόνο, κατευθείαν στο μακρινό παρελθόν της αρχαίας Ιωνίας και Λυκίας. Ενώ παράλληλα, ανακαλύπτοντας σταδιακά τον ανεκτίμητο αρχαιολογικό θησαυρό των μικρασιατικών ακτών, ξεκίνησα να βιώνω έναν ανελέητο βομβαρδισμό συναισθημάτων, που μέρα με τη μέρα κορυφωνόταν. Με τίποτα δεν μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος όταν, περπατώντας στα υπαίθρια αρχαιολογικά μουσεία της Ιωνίας και της Λυκίας, «διάβαζα» πάνω στα μνημεία του χώρου, την ιστορική και πολιτισμική διαδρομή της Μικράς Ασίας διαμέσου των αιώνων.
Οι όμορες πόλεις Πριήνη και Μίλητος
Ο κύκλος του παρελθόντος άνοιξε στην Πριήνη. Αναπνέοντας το οξυγόνο του πεύκου, σκαρφάλωσα και στα τέσσερα επίπεδα (άνδηρα) που ήταν χωρισμένη η Πριήνη, μια από τις δώδεκα ιωνικές πόλεις που συμμετείχε στο Πανιώνιο. Κτισμένη κλιμακωτά στην πλαγιά ενός βραχώδη λόφου, η Πριήνη, ρυμοτομημένη σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, ήταν μια από τις πιο επικλινείς πόλεις της αρχαιότητας.
Η ιωνική πολιτεία διακρίθηκε και άγγιξε την μέγιστη ακμή της τον 6ο αιώνα μ. Χ., όταν τις τύχες της ανέλαβε ο Βίας ο Πριηνεύς, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Από τις πιο ένδοξες στιγμές της Πριήνης υπήρξε η απελευθέρωσή της το 334 π. Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος κι ανέλαβε τα έξοδα αποπεράτωσης του ναού της Αθηνάς Πολιάδος, προστάτιδας θεάς της πόλης.
Κάποιοι λίγοι ογκώδεις κίονες που στήριζαν το ναό (ήταν από τους λαμπρότερους στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής και θεωρείτο ισάξιος του Παρθενώνα), με καρτερούσαν στο τρίτο επίπεδο της πόλης – ήταν ό, τι έχει απομείνει σήμερα από το εξαίσιο λατρευτικό οικοδόμημα της αρχαίας Πριήνης.

ANTALYA
Άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ιωνικής πολιτείας, όπως το Στάδιο, το Γυμνάσιο, η Αγορά, το Εκκλησιαστήριο, το Βουλευτήριο, το Ασκληπιείο, η Ιερή Στοά, το Πρυτανείο, το Θέατρο και ο ναός της Δήμητρας, υπήρχαν διάσπαρτα και στα τέσσερα επίπεδα της πόλης, η οποία διέσωζε σχεδόν ακέραιο το ελληνιστικό της πρόσωπο.
Λίγα μόλις χιλιόμετρα νότια της Πριήνης, μού αποκαλύφθηκε η Μίλητος των φιλοσόφων Θαλή, Αναξαγόρα και Αναξίμανδρου. Από τα σημαντικότατα κέντρα επιστήμης και φιλοσοφίας στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου και «μητέρα» δεκάδων αποικιών στην διάρκεια του Β΄ ελληνικού αποικισμού (ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο), η Μίλητος δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες συστάσεις – είναι μια πόλη-μύθος που γέμισε τα μάτια μου με εικόνες… αρχαίας Ελλάδας!
Στον απέραντο αρχαιολογικό χώρο περπάτησα αρκετές ώρες. Άγγιξα τα μαρμάρινα ίχνη της τοπικής Ιστορίας, θαύμασα το μεγαλείο και την σοφία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, αποκωδικοποίησα τις επιστρώσεις του χρόνου, έκανα συγκρίσεις για το τι χάθηκε, τι έμεινε… Όμως, παρά το εκτεταμένο μέγεθος της αρχαίας Μιλήτου, λίγα μόλις μνημεία διασώζονταν σε καλή κατάσταση. Ανάμεσά τους ξεχώρισα την Ιωνική στοά, την Δυτική Αγορά, το ναό του Σέραπη, τις Θέρμες της Φαυστίνας, το Νυμφαίο και το Στάδιο.
Εντυπωσιακότερο όλων ήταν το αρχαίο θέατρο (χωρητικότητας 15.000 θεατών), από τα πιο καλοδιατηρημένα της Μικρασίας. Λίγο πριν το δειλινό, καθισμένος ψηλά στο πάνω διάζωμα, έκλεισα τα μάτια και παρακολούθησα –νοερά– μια αρχαία ελληνική τραγωδία. Αξέχαστη εμπειρία ζωής…
Από το μαντείο του Διδυμαίου Απόλλωνα, στο ναό της Αρτέμιδος της Εφεσίας
Επόμενη ψηφίδα στο πολυσχιδές αρχαιολογικό μωσαϊκό της Ιωνίας, η πόλη των Διδύμων (80 χλμ. νότια της Kusadasi). Διασχίζοντας κάτω από την ομπρέλα ενός καυτού ήλιου ένα οικείο μεσογειακό τοπίο, το μαύρο Honda Supra με οδήγησε στα βόρεια προάστια της τουρκικής κωμόπολης Didym και φρενάρισε μπροστά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου των Διδύμων.
Ήταν η κατάπληξη και ο θαυμασμός που με κυρίευσαν όταν αντίκρισα τον γιγαντιαίων διαστάσεων ναό-μαντείο του Διδυμαίου Απόλλωνα. Ευρύτερα γνωστό ως Διδυμαίο, ήταν ένα από τα πιο φημισμένα μαντεία του αρχαίου κόσμου –ανάλογης σπουδαιότητας με το μαντείο των Δελφών και της Δωδώνης– και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ιωνικούς ναούς των αρχαϊκών χρόνων.
Πλημμυρισμένος από ιερό δέος, δεν σταμάτησα λεπτό να παρατηρώ με διεισδυτική ματιά το μνημειώδες κτίσμα του θεού Απόλλωνα. Οι ανάγλυφες διακοσμήσεις-παραστάσεις που κοσμούσαν, τόσο τους κατώτερους σφόνδυλους των κιόνων του πρόναου, όσο και το επιστύλιο του ναού, παρουσίαζαν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ενώ σε περίοπτη θέση εντόπισα την μαρμάρινη αναπαράσταση της Γοργούς (της γνωστής Μέδουσας), που αποτελούσε τμήμα της ζωφόρου του ναού.
Την ίδια αναπαράσταση της Μέδουσας έφερε έντεχνα σκαλισμένη στο μπροστινό μέρος του θώρακά του ο Μέγας Αλέξανδρος – σύμφωνα με τη μυθολογία, όποιος θνητός αντίκριζε το βλέμμα της Μέδουσας απολιθωνόταν. Κατά την επίσκεψή του εδώ, στο μαντείο του Διδυμαίου Απόλλωνα, ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε λάβει από τους ιερείς τον χρησμό για την μελλοντική επικυριαρχία του στην Ασία…
Χωρίς όμως «Ιθάκη», το ταξίδι στην Ιωνία δεν θ’ άξιζε… Πλώρη λοιπόν για την πατρίδα του Ηράκλειτου, την λαμπρότερη όλων των μικρασιατικών πόλεων. Κι αναφέρομαι φυσικά στην Έφεσο, που έγινε πασίγνωστη χάρη στον περίλαμπρο ναό της Αρτέμιδος της Εφεσίας (ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου) και αναδείχθηκε σ’ ένα από τα σπουδαιότερα πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου, διαγράφοντας μια ένδοξη ιστορική διαδρομή 2.000 ετών. Εδώ, στο κέντρο του Πανιωνίου, τέθηκαν τα θεμέλια της Λογικής και των Μαθηματικών, αναφέρθηκαν για πρώτη φορά οι έννοιες της Δημοκρατίας και του κοινωνικού ατόμου, εδώ γεννήθηκε η Διαλεκτική και η Φυσική Φιλοσοφία…
Στην Έφεσο πήγα «σπρωγμένος» από μια ανεξήγητη εσωτερική παρόρμηση. Ήθελα, σαν ένας οδοιπόρος αλλοτινών εποχών, να περπατήσω μόνος στην λιθόστρωτη Λεωφόρο των Κουρητών και να ψηλαφίσω τον διαχρονικό παλμό της πόλης. Και εντέλει, την μεγάλη μου προσμονή διαδέχτηκαν ο άκρατος ενθουσιασμός και η συγκίνηση. Ολόκληρη η πόλη αποδείχτηκε ένα ζωντανό μουσείο Ιστορίας, προσφέροντάς μου μια αντιπροσωπευτική εικόνα για το μέγεθος και την μεγαλοπρέπεια μιας πόλης 250.000 κατοίκων του 2ου αιώνα π. Χ. Η Βιβλιοθήκη του Κέλσου, η Αγορά, η κρήνη του Τραϊανού, το Ωδείο, το Πρυτανείο, τα Θερμά Λουτρά, ο ναός του Αδριανού, το Θέατρο. Συναρπαστικά ίχνη Ιστορίας…
Στην γη της αρχαίας Λυκίας
«…Μετά την κατάληψη της Αλικαρνασσού το 334 π. Χ, ακολούθησε η υποταγή της Λυκίας, της Παμφυλίας και της Πισιδίας. Στη Λυκία όλες οι πόλεις (Τελμησσός, Πίναρα, Ξάνθος, Πάταρα και άλλες τριάντα) παραδόθηκαν στον Μέγα Αλέξανδρο χωρίς καμία αντίσταση –τέτοιος ήταν ο φόβος που είχαν προκαλέσει οι επιτυχίες του Έλληνα στρατηλάτη… Έχοντας υποτάξει το σύνολο της Λυκίας, την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος κινήθηκε από τις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας προς το εσωτερικό της, και συγκεκριμένα προς το οροπέδιο της Ανατολίας…». (Επαμ. Βρανόπουλος «Στα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου», εκδ. TSALLIS)
Αφού αποχαιρέτησα τα τιμημένα χώματα της αρχαίας Ιωνίας, συνέχισα να ιχνηλατώ την μικρασιατική γη ακολουθώντας πιστά την ιστορική διαδρομή του Μεγάλου Αλέξανδρου. Με πλοηγό το μαύρο Honda Supra, βρέθηκα να οδοιπορώ κατά μήκος της νοτιοδυτικής μικρασιατικής ακτογραμμής, στην περιοχή της αρχαίας Λυκίας.
Η Τελμησσός, τα Πίναρα, η Ξάνθος, τα Πάταρα και τα Μύρα –μόλις πέντε αρχαίες πόλεις, από τις τριάντα επτά που υπέταξε ο Μέγας Αλέξανδρος στη Λυκία– θα αποτελούσαν τις ενδιάμεσες αρχαιολογικές στάσεις μου. Τέλος διαδρομής στο κοσμοπολίτικο θέρετρο της Antalya, ενώ φιλοξενία και ξεκούραση προθυμοποιήθηκαν να μου προσφέρουν καθοδόν οι παραθαλάσσιες τουριστικές λουτροπόλεις Fethiye και Kas.
Η γνώριμη μεσογειακή χλωρίδα υπήρξε το φυσικό σκηνικό που πρωταγωνίστησε σ’ όλη την διάρκεια της δίτροχης περιήγησής μου στα νοτιοδυτικά της Μικρασίας. Ένας φιδίσιος οδικός άξονας συντρόφευε την δίτροχη περπατησιά μου και «κερνούσε» συνεχώς τον αμφιβληστροειδή μου με συναρπαστικές εναλλαγές τοπίων και εικόνων. Άλλοτε ακολουθούσα την καταγάλανη δαντελωτή ακτογραμμή του Αιγαίου και η θαλασσινή αύρα χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου και άλλοτε χανόμουν μέσα στις κατάφυτες βουνοπλαγιές της ενδοχώρας ή διέσχιζα κοιλάδες κλεισμένες από χαμηλά βουνά, γεμάτες χωράφια, ξερολιθιές και οικισμούς με σπίτια σχεδόν ελληνικά.
Η Τελμησσός, που σύμφωνα με την μυθολογία πήρε το όνομά της από τον Τελμισσό (γιο του Θεού Απόλλωνα), «πρωτοστάτησε» στην γνωριμία μου με τους ιστορικούς θησαυρούς της Λυκίας. Η μεγαλύτερη πόλη της αρχαίας Λυκίας υπήρξε η έδρα ενός ονομαστού μαντείου αφιερωμένου στον Θεό Απόλλωνα, απ’ όπου πήραν χρησμό, μεταξύ άλλων, ο Λύδος βασιλιάς Κροίσος και ο Μέγας Αλέξανδρος.
Ελάχιστα ήταν τα διασωθέντα μνημεία της αρχαίας Τελμησσού, αφού στην θέση της βρισκόταν κτισμένη σήμερα η πόλη Fethiye. Μοναδική αξιόλογη μαρτυρία της αρχαίας λυδικής πολιτείας ο μεγαλοπρεπής τάφος του βασιλιά Αμύντα, λαξευμένος στην κάθετη πλαγιά ενός μεγάλου λόφου.
Κτισμένος τον 4ο π. Χ. αιώνα με πρόσοψη αρχαιοελληνικού ιωνικού ναού, ο τάφος του Αμύντα ξεχώριζε ανάμεσα σε άλλους μικρότερους λαξευμένους τάφους και δέσποζε με υποβλητικότητα πάνω από τα τελευταία σπίτια της πόλης. Ορατός από μεγάλη απόσταση, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο ένδοξο παρελθόν της Τελμησσού και στο άχρωμο παρόν της Fethiye…
Στην γενέτειρα του Αγίου Νικολάου
Ξάνθος και Πάταρα. Δυο όμοροι αρχαιολογικοί χώροι που είδαν το μαύρο Supra να σταθμεύει στην είσοδό τους. Από το 1988 στην λίστα των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, η Ξάνθος μού διηγήθηκε την ενδιαφέρουσα ιστορία της, την εποχή που ήταν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της αρχαίας Λυκίας.
Το καλοδιατηρημένο Θέατρο της πόλης, τα ερείπια κατοικιών και δημοσίων κτιρίων, οι ιδιότυποι υπερυψωμένοι τάφοι (όπως ο Τάφος των Αρπυιών, του 5ου αιώνα π. Χ.) και οι τεράστιοι σαρκοφάγοι, με υποχρέωσε να «αιχμαλωτίσω» με αμέτρητα φωτογραφικά κλικ τις εναπομείναντες μνημειακές μαρτυρίες του ιστορικού χώρου της Ξάνθου, που βρισκόταν στα περίχωρα της κωμόπολης Kinik.
Μόλις 10 χλμ. μακριά από την Ξάνθο, τα Πάταρα. Κτισμένα μεταξύ των εκβολών του ποταμού Ξάνθου και του όρμου Αντιφέλλου, τα Πάταρα υπήρξαν μια από τις έξι μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Λυκίας και ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μικράς Ασίας – επρόκειτο ουσιαστικά για το επίνειο της Ξάνθου. Εδώ είχε αποβιβαστεί κατά τη διάρκεια της τρίτης περιοδείας του ο Απόστολος Παύλος, μαζί με τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Οι εργασίες ανασκαφής και αναστήλωσης των αρχαιοτήτων ξεκίνησαν στα Πάταρα πριν από λίγες δεκαετίες, αφού η αρχαία πόλη κρυβόταν μέσα στις ελώδεις εκτάσεις του δέλτα του ποταμού Ξάνθου. Το Κοινοβούλιο του Κοινού των Λυκίων, η Αγορά και το ρωμαϊκό Θέατρο ήταν πλέον επισκέψιμα και μου έδωσαν μια εικόνα της γενέτειρας του Αγίου Νικολάου.
Σκαρφαλωμένα σε γκρεμούς απίστευτους και πνιγμένα μέσα σε πυκνά πευκοδάση, τα Πίναρα αποτελούν έναν από τους πιο δυσπρόσιτους αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας, εξαιτίας του ανώμαλου βραχώδους εδάφους. Έχοντας ως μόνη σύνδεση με τον έξω κόσμο έναν κακοτράχαλο ορεινό χωματόδρομο, τον απομονωμένο αρχαιολογικό χώρο των Πινάρων επισκέπτονται σήμερα μόνο οι ψαγμένοι ταξιδευτές της μικρασιατικής γης.
Ξεπερνώντας με αξιοπρέπεια τις αντιξοότητες του χωματόδρομου, το μαύρο παπί κατάφερε να προσεγγίσει την τοποθεσία του ορεινού αρχαιολογικού χώρου. Πεζός κατόπιν, ακολούθησα χαραγμένα μονοπάτια που με οδήγησαν σε μια κατακόρυφη ασβεστολιθική πλαγιά με λαξευμένους τάφους, όπως και μπροστά σε διάφορα άλλα αρχαία μνημεία, τα οποία δεν είχαν όμως αναστηλωθεί από τις καταστροφικές φθορές του χρόνου και της φύσης…
Τελευταία στάση στα Μύρα της Λυκίας, την πόλη όπου έζησε και λειτούργησε ως Επίσκοπος ο Άγιος Νικόλαος. Εδώ έμαθα την ιστορία που «κουβαλάει» από τον 9ο αιώνα μ. Χ. ο ναός του Άγιου Νικόλαου και πώς τον 11ο αιώνα οι Ιταλοί έκλεψαν και μετέφεραν τα ιερά λείψανα του Αγίου Νικολάου στο Μπάρι της Ιταλίας.
Εκτός από το ναό του Αγίου Νικολάου στα περίχωρα της σημερινής κωμόπολης Demre (όπου φυλάσσεται η σαρκοφάγος του αγίου), επισκέφθηκα επίσης το καλοδιατηρημένο ρωμαϊκό αμφιθέατρο και τους παρακείμενους λαξευτούς τάφους, που συγκαταλέγονταν στα σημαντικότερα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου και μαρτυρούσαν την σπουδαιότητα των Μύρων κατά την αρχαιότητα.
Διαβατήριο ελληνικό
Προσεγγίζοντας την κοσμοπολίτικη Antalya, το ταξίδι στην Μικρασία της αρχαιότητας άγγιξε και τυπικά το τέλος του. Μετά από μια διήμερη ραστώνη στις ζεστές παραλίες της Ανατολικής Μεσογείου, το μαύρο Supra με οδήγησε και πάλι στο λιμάνι Cesme, μέσω της εσωτερικής διαδρομής Denizli-Aydin-Izmir-Cesme.
Ωστόσο, τα χιλιόμετρα του γυρισμού ως την αιγαιοπελαγίτικη ακτογραμμή ήταν αναμενόμενο να εξελιχθούν σε μια διαδικασία απολογισμού και αρχειοθέτησης των πεπραγμένων της δίτροχης περιπλάνησής μου στην αρχαία Ιωνία και Λυκία. Όλες τις προηγούμενες μέρες, οδοιπορώντας σ’ αυτήν την πανέμορφη γωνιά της Μικρασίας, διάβηκα τις πύλες μυθικών πόλεων της αρχαιότητας, ψηλάφισα εξαίσια μνημεία πολιτισμού, διάβασα αρχαιοελληνικές επιγραφές – έγινα δέσμιος της Ιστορίας αυτού του ευλογημένου τόπου. Ταυτόχρονα όμως, συνομίλησα μ’ έναν αρκετά φιλικό λαό, ο οποίος, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της πολιτισμικής προσφοράς της μικρασιατικής γης, συνεχίζει δυστυχώς να πορεύεται μέσα στον χρόνο με δανεική ιστορική ταυτότητα…
Εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα, αποχαιρετώντας μεσοπέλαγα το Cesme, μια κρυφή υπόσχεση έδωσα στον εαυτό μου. Σύντομα να επιστρέψω στα τιμημένα χώματα και να συνεχίσω το ιδιότυπο σεργιάνι μου στην αρχαία Ιστορία μας – ήταν κάτι που το ήθελα πολύ άλλωστε. Γιατί, αναζητώντας στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου όσα δεν έσβησε ο χρόνος, ένιωσα βαθιά συγκίνηση και υπερηφάνεια που στην τσέπη μου είχα διαβατήριο ελληνικό…