Επιχειρώντας την απ’ άκρη σε άκρη διάσχιση του Νέου Κόσμου, θα προσπαθούσα να ενώσω οδικά με την μαύρη ΚΤΜ τις δύο λαμπρές μητροπόλεις της αμερικανικής ηπείρου, το Μπουένος Άιρες με την Νέα Υόρκη.
Κάθε φορά που ξεκινώ ένα μικρό ή μεγάλο δίτροχο ταξίδι στους δρόμους του κόσμου έχω πάντα άγχος. Για τα χιλιόμετρα μπροστά μου, για τις δυσκολίες και τα απρόοπτα που θα συναντήσω καθοδόν, τις όμορφες εικόνες που θα πρέπει να απαθανατίσω φωτογραφικά, για τα τυχόν καπρίτσια της μοτοσυκλέτας…. και για πολλά ακόμα.
Όταν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό αποχαιρετούσα το Μπουένος Άιρες και ξεκινούσα την παναμερικανική διαδρομή μου, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά και πως με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε να αφήσω το άγχος να καταστρέψει την ομορφιά του ταξιδιού. Εδώ που τα λέμε, όταν έχεις να διασχίσεις όλη την αμερικανική ήπειρο, είναι να μην έχεις και λίγο άγχος; Ήξερα πάντως πως το καλύτερο αγχολυτικό φάρμακο είναι ο χρόνος και τα χιλιόμετρα. Όσο θα περνούσαν οι μέρες και θα έμπαινα πιο βαθειά μέσα στο ταξίδι, τόσο λιγότερη θα ένιωθα την πίεση του άγχους.
Ενάμιση περίπου μήνα αφότου είχα επιστρέψει στην Ελλάδα από την Ινδία –είχα φτάσει εκεί μ’ ένα παπί YAMAHA CRYPTON 135– ξεκινούσα άλλο ένα δυνατό ταξίδι, οδηγώντας όμως τώρα μια πανύψηλη ΚΤΜ 1190 R ADV. Αντιθέσεις που έχει η ζωή, από τα πολύ χαμηλά βρέθηκα στα τέρμα ψηλά! Αυτή την φορά αποβιβάστηκα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού με σκοπό να πραγματοποιήσω το διηπειρωτικό όνειρο «PANAMERICAN CROSSING». Επιχειρώντας την απ’ άκρη σε άκρη διάσχιση του Νέου Κόσμου, θα προσπαθούσα να ενώσω οδικά με την μαύρη ΚΤΜ τις δύο λαμπρές μητροπόλεις της αμερικανικής ηπείρου, το Μπουένος Άιρες με την Νέα Υόρκη.
Τρεις υποήπειροι (Νότια, Κεντρική και Βόρεια Αμερική) και συνολικά 14 χώρες (Αργεντινή, Βολιβία, Περού, Ισημερινός, Κολομβία, Παναμάς, Κόστα Ρίκα, Νικαράγουα, Ονδούρα, Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Μεξικό, Η.Π.Α και Καναδάς) θα άνοιγαν τα σύνορά τους για να περάσει ο Έλληνας αναβάτης, που στο τέλος του «PANAMERICAN CROSSING» υπολόγιζε να δει καταγεγραμμένα στο κοντέρ της μοτοσυκλέτας του περί τα 20.000 χλμ.
Παρόμοιο ταξιδιωτικό «παραλήρημα» στην αμερικανική ήπειρο είχα βιώσει το 2000, όταν με την Όλγα στην πίσω σέλα μιας BMW F-650, ξεκινήσαμε από την Γη του Πυρός και φτάσαμε στην Αλάσκα. Τότε, πριν από 15 χρόνια… Με πολύτιμες λοιπόν εμπειρίες, αλλά ξεθωριασμένες αναμνήσεις από εκείνο το ονειρικό οδοιπορικό, βρέθηκα για μια φορά ακόμα στο νότιο ημισφαίριο της αμερικανικής ηπείρου, έτοιμος να περπατήσω μονός μου σε γνωστά –αλλά και άγνωστα– μονοπάτια αυτού του μακρινού, αλλά τόσο σαγηνευτικού τόπου.
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΜΑΝΑ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
Όσο περνούσε η ώρα και το κοντέρ της ΚΤΜ φόρτωνε χιλιόμετρα, τα αυτοκίνητα γύρω μου λιγόστευαν και η πρωινή ομίχλη αραίωνε, διευκολύνοντας την ορατότητα. Χειμώνας στο νότιο ημισφαίριο, κρύο και παγωνιά στην Αργεντινή. Πίσω μου μόλις είχε χαθεί το Μπουένος Άιρες, μπροστά μου –αρκετά μακριά– με καρτερούσε η Νέα Υόρκη. Το ταξίδι είχε επιτέλους αρχίσει…
Οδηγούσα και προσπαθούσα ταυτόχρονα να αρχειοθετήσω στο πίσω μέρος του μυαλού τις πρόσφατες αναμνήσεις από την αργεντίνικη πρωτεύουσα. Δεν το κρύβω, έχω πάθει «ζημιά» με το Μπουένος Άιρες. Κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, παριζιάνικη κουλτούρα, έντονος αισθησιασμός, λατινοαμερικάνικο ταμπεραμέντο… Το Μπουένος Άιρες δεν είναι μια πόλη που απλώς επισκέπτεσαι. Ζεις μέσα σ’ αυτήν, ακόμα κι όταν έχεις φύγεις μακριά της!
Γιατί, εκτός από ξεχωριστές εικόνες και καταστάσεις, η μητρόπολη της Αργεντινής προσφέρει δυνατά συναισθήματα που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά. Στο Μπουένος Άιρες, όπου οι αθεράπευτα ρομαντικοί αναζητούν τον σκανδαλώδη ερωτισμό του ταγκό σε πεζόδρομους και πλατείες, είναι αδύνατον να μην ερωτευθείς την ζωή και τις χαρές της…
Το τέλος της πρώτης μέρας on the road με βρήκε κοντά στην πόλη Cordoba, περίπου 700 χλμ. βόρεια του Μπουένος Άιρες. Εύκολη σχετικά διαδρομή, οδήγησα μέσα σ’ επίπεδες εκτάσεις (τις γνωστές πάμπες) και σε αρκετά αραιοκατοικημένες περιοχές. Στην Αργεντινή είχα να διασχίσω συνολικά 1.940 χλμ. με κατεύθυνση τα σύνορα της Βολιβίας, στον γεωγραφικό βορά της χώρας. Ξεκινώντας από το επίπεδο της θάλασσας θα έφτανα σταδιακά σε υψόμετρο 3.650 μ. – μιλάμε για μια πορεία «ανηφορική», που ένωνε τις πόλεις Cordoba, San Miguel de Tucuman, Salta και San Sebastian de Jujuy. Και μετά το πέρασμα των συνόρων, θα ανέβαινα κι άλλο…
Το θέμα των ημερών στην Αργεντινή (αλλά και σ’ όλο τον κόσμο) ήταν φυσικά το Μουντιάλ. Μπορεί η Ελληνική Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου να αποκλείστηκε από τους «8» του Μουντιάλ από την Κόστα Ρίκα, τα λόγια συμπάθειας που άκουσα εδώ στην “ποδοσφαιρομάνα” Αργεντινή με εξέπληξαν. Η ελληνική σημαία που κοσμούσε το κράνος «φώναζε» από μακριά την εθνική καταγωγή μου, με αποτέλεσμα, όπου καθόμουν για καφέ ή φαγητό, όλοι οι ποδοσφαιρόφιλοι μαζεύονται γύρω μου και στήναμε ένα μικρό αθλητικό πηγαδάκι.
Ποιο ήταν το αποκορύφωμα της συμπαράστασης και της αλληλεγγύης των ντόπιων απέναντι στον Έλληνα μοτο-ταξιδιώτη; Ένας νεαρός πρατηριούχος στην πόλη Salta με «κέρασε» την βενζίνη, ως παρηγοριά για τον άδικο αποκλεισμό της ελληνικής ομάδας. Σύμφωνα πάντως με τα στατιστικά μου, η συντριπτική πλειοψηφία των Αργεντινών δεν πίστευε πως η ομάδα τους θα έπαιρνε το παγκόσμιο κύπελλο. «Ένας κούκος (ο λόγος για τον Μέσι) δεν φέρνει την άνοιξη», έλεγαν χαριτολογώντας. Τελικά, η δεύτερη θέση στο Μουντιάλ μάλλον θα πρέπει να τους χαροποίησε ιδιαίτερα.
Ο δριμύς χειμώνας του νοτίου ημισφαιρίου με υποδέχτηκε στην Βόρεια Αργεντινή μ’ ένα διαβολεμένο κρύο που είχε καθηλώσει τον υδράργυρο σε μονοψήφια νούμερα κοντά στο μηδέν. Ήδη από την San Miguel de Tucuman είχα επιστρατεύσει γάντια, κουκούλα και ισοθερμικά, όλα τα όπλα που διέθετα στην φαρέτρα για ν’ αντιμετωπίσω το τσουχτερό κρύο. Κι όσο σκεφτόμουν ότι την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, η Όλγα και ο Γιωργάκης απολάμβαναν τον ήλιο και την θάλασσα…
Μετά την San Miguel de Tucuman, οι πάμπες παραχώρησαν την σκυτάλη σ’ ένα χαμηλό λοφώδες τοπίο, που με συνόδευσε μέχρι την San Sebastian de Jujuy. Αδιάφορη η φύση, μονότονα τα χιλιόμετρα, ελάχιστοι οι συνοδοιπόροι του δρόμου, παρακαλούσα να φτάσω στην επόμενη πόλη για να μην με πάρει ο ύπνος καθοδόν. Ήταν μια μικρή ωστόσο εισαγωγή για τα χιλιόμετρα μοναξιάς που θα βίωνα τις επόμενες μέρες στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Μια πρώτη γεύση από το άγονο και απόκοσμο τοπίο των υψιπέδων της Βολιβίας άρχισα να παίρνω αμέσως μετά την πόλη San Sebastian de Jujuy. Ο δρόμος ξεκίνησε σταδιακά να σκαρφαλώνει πάνω σε γυμνές βουνοπλαγιές, το υψομετρικό όργανο έπιασε «δουλειά» δείχνοντας συνεχώς πάνω από τα 3.000 μ. και η κάρτα της φωτογραφικής μηχανής «γέμιζε» αποκλειστικά πλέον με ορεινά στιγμιότυπα. Η διαφοροποίηση της τοπικής φύσης ήταν καθολική και εντυπωσιακή. Επιτέλους, ήταν καιρός να ξυπνήσω…
ΑΛΜΥΡΗ ΛΙΜΝΗ
Τέσερεις μέρες αφότου είπα «bye, bye» στην αργεντίνικη πρωτεύουσα, στο διαβατήριό μου έμπαινε η σφραγίδα εισόδου της Βολιβίας. Άλλος κόσμος εδώ, αυθεντικός, πολύχρωμος, διαφορετικός. Ινδιάνικες οι φυσιογνωμίες των ντόπιων, ταπεινά και εξαθλιωμένα τα χωριά, άγονη και άνυδρη η γη, δεν είχε δυστυχώς τίποτα να προσφέρει για να θρέψει τους ανθρώπους της.
Άρδην η αλλαγή του σκηνικού, σε σχέση φυσικά με την Αργεντινή. Και δεν αναφέρομαι μόνο για το φυσικό περιβάλλον, αλλά για τις υλικοτεχνικές υποδομές, την οικονομική κατάσταση και τις δραματικές συνθήκες διαβίωσης των ντόπιων. Η φτώχεια ήταν παραπάνω από ορατή, την έβλεπες παντού – «περπατούσε» όμως χέρι χέρι με την αξιοπρέπεια και την καρτερικότητα. Το στοιχείο αυτό ήταν που με εντυπωσίασε περισσότερο σε τούτη την χώρα: οι πάμπτωχοι άνθρωποι με τα ηλιοκαμένα και ρυτιδιασμένα πρόσωπα που με καλωσόρισαν στον τόπο τους με καλοσύνη, ανιδιοτέλεια και χαμόγελα καρδιάς.
Οι σύντομες συνοριακές διατυπώσεις άνοιξαν διάπλατα την πόρτα της δεύτερης χώρας του διηπειρωτικού οδοιπορικού. Αφού άλλαξα συνάλλαγμα και μάζεψα τις πληροφορίες που ήθελα για το οδικό δίκτυο και τα καύσιμα (υπήρχαν προβλήματα στην παροχή βενζίνης σε ξένους ταξιδιώτες), μια γρήγορη ματιά στον χάρτη ήταν απαραίτητη για να ξαναθυμηθώ την πορεία μου μέσα στην Βολιβία. Από την συνοριακή πόλη Villazon όπου βρισκόμουν και θα διανυκτέρευα, η πρωτεύουσα La Paz απείχε περίπου 970 χλμ., ενώ στην διαδρομή του κεντρικού οδικού άξονα παρεμβάλλονταν οι πόλεις Potosi, Challapata και Oruro. Όλη η πορεία μου στο βολιβιανό έδαφος «έτρεχε» πάνω στην οροσειρά των Άνδεων (υψομετρικά θα οδηγούσα συνεχώς πάνω από τα 3.700 μ.), με το ψηλότερο σημείο της διαδρομής να εντοπίζεται στην πόλη Potosi, που βρισκόταν κτισμένη στα 4.070 μ.
Ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της Βολιβίας και ένας must προορισμός για όλους τους δίτροχους και τετράτροχους ταξιδιώτες είναι αναμφίβολα η αλμυρή λίμνη Uyuni, η ψηλότερη αλμυρή λίμνη στον κόσμο (3.850 μ.). Όπως καταλαβαίνετε, ήταν αδύνατον να μην κάνω μια παράκαμψη 240 χωμάτινων χιλιομέτρων από την προκαθορισμένη πορεία μου για να την επισκεφθώ. Το σουρεαλιστικό θέαμα της πάλλευκης λίμνης σίγουρα άξιζε την ταλαιπωρία της χωμάτινης παράκαμψης και τις δυο μέρες που θυσίασα από το χρονοδιάγραμμα της Βολιβίας.
Στο ομώνυμο χωριό Uyuni που διανυκτέρευσα, συναντήθηκα μ’ ένα γκρουπ 4 Ελλήνων τουριστών που είχαν έρθει οδικώς από την La Paz για να δουν την αλμυρή λίμνη. Φανταστείτε την έκπληξή τους όταν συνειδητοποίησαν ότι η μαύρη μοτοσυκλέτα μπροστά τους ήταν εκείνη για την οποία μέρες νωρίτερα διάβαζαν στην Ελλάδα (στο διαδίκτυο) το επικείμενο ταξίδι της στην αμερικανική ήπειρο. Το ίδιο βράδυ, το ελληνικό γλέντι που οργανώσαμε στο μικρό ξενοδοχείο θα το θυμούνται για χρόνια οι ντόπιοι, σίγουρα…
ΣΤΗΝ ΨΗΛΟΤΕΡΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Όλες τις ημέρες που βρισκόμουν στην Βολιβία, η μερική έλλειψη οξυγόνου –λόγω του υψομέτρου– ήταν η αιτία για την αναπνευστική δυσφορία, την μυϊκή ατονία και τους πονοκεφάλους που με ταλαιπωρούσαν. Η μοτοσυκλέτα, αντίθετα, δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα στην λειτουργία της – ας είναι καλά το injection. Παρόμοια συμπτώματα είχα νιώσει πριν από 9 χρόνια στο Βορειοδυτικό Πακιστάν, όταν σκαρφάλωνα στην οροσειρά Καρακορούμ των Δυτικών Ιμαλάιων, σε υψόμετρο 4.700 μ. Τότε όμως, μαζί με μένα, «υπέφερε» και η μοτοσυκλέτα, αφού τα καρμπυρατέρ της δεν μπορούσαν να δουλέψουν ομαλά εξαιτίας του λιγοστού οξυγόνου.
Στην πρωτεύουσα Λα Παζ μπήκα την 8η μέρα του ταξιδιού, έχοντας καταγράψει στο κοντέρ της ΚΤΜ τα πρώτα 3.450 χλμ. Αντιμετωπίζοντας πρόβλημα προσανατολισμού λόγω δυσλειτουργίας του GPS (μάλλον ευθύνονταν οι «σπασμένοι» χάρτες που είχα κατεβάσει από το internet), ταλαιπωρήθηκα αρκετά μέχρι να φτάσω στο τελικό μου προορισμό, κάπου στο κέντρο της πόλης. Και μόλις σταμάτησα μπροστά στο ξενοδοχείο, δεν πρόλαβα να κρατήσω την πανύψηλη ΚΤΜ και βρέθηκα στο έδαφος μαζί της – ήταν η τρίτη φορά από την αρχή του ταξιδιού. Και είχαμε πολύ δρόμο ακόμα ως τη Νέα Υόρκη…
Κτισμένη σε μεσοσταθμικό υψόμετρο 3.632 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η Λα Παζ είναι η υψηλότερη πρωτεύουσα στον κόσμο. Δικαίως λοιπόν η μαύρη ΚΤΜ και ο αναβάτης της καμάρωναν για την επιτυχία τους να «βάλουν ρόδα» στην πρωτεύουσα η οποία είναι πιο κοντά στον ουρανό από κάθε άλλη πρωτεύουσα στον κόσμο…
Για δυο μέρες η Λα Παζ με κράτησε κοντά της και φρόντισε να μου αποκαλύψει τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία της: το Κυβερνητικό Παλάτι και τον Καθεδρικό ναό στην κεντρική πλατεία Murillo, την παλιά πόλη με τα αποικιακά κτίσματα, τις πολύχρωμες παραδοσιακές αγορές και την μπαρόκ εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου. Όμως, το κερασάκι στην τούρτα ήταν αναμφίβολα η βόλτα με το τελεφερίκ πάνω από την μισή πόλη. Ήταν το θεαματικότερο, ίσως, αστικό πανόραμα που έχω δει ποτέ…
Ο επίλογος του βολιβιανού οδοιπορικού γράφτηκε στον αρχαιολογικό χώρο της μυστηριακής πόλης Tiwanaku (Τιχουανάκου), μόλις 72 χλμ. βορειοδυτικά της Λα Παζ. Μέσα στη στείρα απεραντοσύνη του βολιβιανού οροπεδίου, σε ύψος 3.860 μ., αξιώθηκα να γνωρίσω ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά και λατρευτικά κέντρα της προκολομβιανής περιόδου. Μνημεία με τεράστιους λαξευμένους ογκόλιθους, πελώριοι γρανιτένιοι μονόλιθοι και τελετουργικά σύμβολα δήλωναν εδώ παρών στο ραντεβού ενός αρχαίου πολιτισμού με την τοπική Ιστορία. Μπορεί η προέλευση και οι αρχιτέκτονες που δημιούργησαν την Tiwanaku να έχουν δυστυχώς χαθεί στην ομίχλη του παρελθόντος, για την πλειονότητα όμως των ντόπιων τα μεγαλιθικά ερείπια της Tiwanaku αντιπροσωπεύουν ένα διαχρονικό κέντρο λατρείας για τους Θεούς των Άνδεων.
Μόλις ξεμπέρδεψα με το μάθημα Ιστορίας στη Tiwanaku, συνέχισα την πορεία μου προς τα κοντινά σύνορα του Περού (απείχαν μόλις 20 χλμ. βόρεια της Tiwanaku). Στο σημείο αυτό απλωνόταν η υδάτινη σιλουέτα της Τιτικάκα, της ψηλότερης πλεύσιμης λίμνης του κόσμου (3.812 μ.), που την μοιράζονται το Περού και η Βολιβία. Γαλάζια νερά και απάνεμα ήρεμα τοπία συνιστούσαν έναν φυσικό καμβά ασυναγώνιστης ομορφιάς, που με υποχρέωσε σε δεκάδες φωτογραφικά κλικ.
Ποιά ήταν όμως η συνέχεια στο πρόγραμμα του «PANAMERICAN CROSSING»; Από τα σύνορα Βολιβίας – Περού όπου βρισκόμουν, έπρεπε να φτάσω στην πρωτεύουσα του Περού, την Λίμα, στις ακτές του Ειρηνικού, περίπου 1.500 χλμ. βορειοανατολικά. Μεγάλο μέρος της διαδρομής (Πούνο – Κούσκω – Αμπανσάι – Νάσκα – Λίμα) θα ακολουθούσε το καταπράσινο ανάγλυφο των Άνδεων σε υψόμετρο πάνω από τα 3.600 μ., ενώ οι ιστορικές μαρτυρίες των προκολομβιανών πολιτισμών της περιοχής (Μάτσου Πίτσου, Νάσκα) ήταν οι δυο βασικές στάσεις πάνω στην συγκεκριμένη διαδρομή.
Στην παραλίμνια πόλη Πούνο πέρασα την πρώτη μου νύχτα στο Περού. Ήταν όμως μια δύσκολη βραδιά, αφού ταλαιπωρήθηκα αρκετά από μια ελαφριά γαστρεντερίτιδα. Παρόλο αυτά, την επομένη βρήκα την δύναμη και το κουράγιο να ανέβω στη σέλα της μοτοσυκλέτας και να οδηγήσω μέχρι το Κούσκο (390 χλμ. δυτικά), την άλλοτε πρωτεύουσα των Ίνκας.
Κτισμένο σε υψόμετρο 3.850 μ., στην κοιλάδα του ποταμού Yanatal, το Κούσκο, η αρχαιότερη πρωτεύουσα όλης της αμερικανικής ηπείρου, τα «είχε όλα»: πολιτισμό, χρώμα, Ιστορία. Γι’ αυτό άλλωστε, το Κούσκο, η Μέκκα του πολιτισμού των Ίνκας, ταυτίστηκε στη ψυχή μου μ’ ένα συμπυκνωμένο Περού, μια αντιπροσωπευτική μικρογραφία όλης της χώρας.
Ένα ταξίδι στο Περού δεν θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί ολοκληρωμένο αν δεν περιελάμβανε μια επίσκεψη στο κοντινό Μάτσου Πίτσου, το θρυλικό σύμβολο της χώρας –ήταν κάτι που το γνώριζα πολύ καλά. Έτσι, άφηνα για λίγο το κράνος μου και παρέα μ’ ένα γκρουπ τουριστών επισκέφθηκα και ξεναγήθηκα για μια ολόκληρη μέρα στην πόλη-οχυρό των Ίνκας. Τυλιγμένη μ’ ένα πυκνό πέπλο μυστηρίου, η ινκαϊκή πολιτεία των Άνδεων με συγκλόνισε με το σκηνικό της εκπληκτικής ορεινής φύσης, αλλά κυρίως με την ιστορικότητα του χώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ντόπιοι πιστεύουν πως το Μάτσου Πίτσου, που ποτέ δεν πατήθηκε από την μπότα του Ισπανού κονκισταδόρ, αποτελεί έργο Θεών και όχι ανθρώπων…
ΟΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ
Καλές οι Άνδεις και το μυστηριακό Μάτσου Πίτσου, έπρεπε όμως να κατέβω παραλία. Περίπου 650 χλμ. χώριζαν το Κούσκο από την πόλη Νάσκα, που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από τις ακτές του Ειρηνικού. Με την άφιξή μου στην Νάσκα θα περνούσα πλέον στις δυτικές ακτές της νοτιοαμερικανικής υποηπείρου, πραγματοποιώντας ένα ιδιότυπο νοτιοαμερικανικό coast to coast. Θα είχα δηλαδή διασχίσει την Νότια Αμερική οριζόντια, από τις ακτές του Ατλαντικού στις ακτές του Ειρηνικού.
Και η κατάβαση ξεκίνησε… Η διαδρομή Κούσκο – Αμπανσάι – Νάσκα ήταν πανέμορφη, με άπειρες ανοικτές και κλειστές στροφές. Για 12 ώρες, η λέξη «ευθεία» ήταν μια άγνωστη έννοια, τα ρουλεμάν του τιμονιού δούλευαν ασταμάτητα και εγώ έδινα συνεχώς κουράγιο στο ταλαιπωρημένο μου κορμί. Το εγχείρημα να φτάσω αυθημερόν στις ακτές του Ειρηνικού αποδείχθηκε αρκετά κουραστικό, αλλά ειλικρινά δεν το μετάνιωσα. Ήταν από τις συναρπαστικότερες ορεινές διαδρομές που έχω ποτέ κάνει, και όχι τυχαία θα κατέχει μια ξεχωριστή θέση στις νοτιοαμερικανικές αναμνήσεις μου.
Ο αείμνηστος συγγραφέας Έρικ Φον Ντένικεν, μέσα στις σελίδες των βιβλίων του «Άρματα των Θεών» και «Επιστροφή στα άστρα» υποστήριζε ότι οι μυστηριώδεις διάδρομοι που είναι χαραγμένοι πάνω στην άγονη πεδιάδα της Νάσκα (έργο του 900 – 600 π. Χ.) είναι κοσμοδρόμια που κατασκεύασαν στο παρελθόν άγνωστοι επισκέπτες από το διάστημα. Αν και μέχρι σήμερα οι επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια πειστική απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος κατασκεύασε και για ποιο λόγο τους διαδρόμους αυτούς;», άλλες θεωρίες μιλούν επίσης για την χρησιμότητα των διαδρομών σε περιόδους λειψυδρίας ή σε αστρολογικές μελέτες.
Η διήμερη παραμονή μου στην πόλη Νάσκα ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να σχηματίσω κι εγώ μια σαφέστερη εικόνα και γνώμη για τους περίφημους διαδρόμους. Πληρώνοντας 120$, επιβιβάστηκα σ’ ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο Τσέσνα και πέταξα πάνω από τις επίμαχες περιοχές της Νάσκα. Εκτός από τους συγκεκριμένους διαδρόμους, υπήρχαν επίσης διάσπαρτες γιγάντιες μορφές ζώων (πιθήκου, φάλαινας, κόνδορα, κλπ) μήκους πολλών δεκάδων μέτρων, που εντυπωσίαζαν για την τελειότητα του σχεδιασμού τους. Ποιο ήταν τελικά το δικό μου συμπέρασμα; Ακόμα το σκέφτομαι…
Διατρέχοντας τις βόρειες παρυφές της ερήμου Ατακάμα, και κάτω από έναν βαρυφορτωμένο γκριζωπό ουρανό, η Λίμα (445 χλμ. βόρεια της Νάσκα) με υποδέχτηκε το απομεσήμερο της 17ης ημέρας του ταξιδιού. Για να προσεγγίσω την περουβιανή πρωτεύουσα, οδήγησα πάνω στον γνωστό οδικό άξονα «Panamericana Route», ο οποίος ξεκινά από το Μπουένος Άιρες και τελειώνει (ή αντιστρόφως αρχίζει) στο Λος Άντζελες των Η.Π.Α. Ο «Panamericana Route», όπως δηλώνει και η ονομασία του, διατρέχει την αμερικανική ήπειρο ενώνοντας την Βόρειο με τη Νότια Αμερική και θα αποτελούσε το ασφάλτινο χαλί πάνω στο οποίο θα κυλούσαν οι τροχοί της μαύρης ΚΤΜ, μέχρι τουλάχιστον τα σύνορα του Μεξικού.
ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΑΚΡΑΙΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που έτρεχα στους δρόμους μιας τριτοκοσμικής πόλης κυνηγημένος από επίδοξους κλέφτες που εποφθαλμιούσαν την φωτογραφική μου μηχανή. Έφταιγα όμως κι εγώ, ήταν μεγάλη πρόκληση και απερισκεψία να κυκλοφορώ στους δρόμους της Λίμα με μια πανάκριβη φωτογραφική μηχανή. Οι δύο ελαφροχέρηδες, αφού δεν κατάφεραν να μου την αποσπάσουν από τα χέρια με τη πρώτη προσπάθεια, άρχισαν να με κυνηγούν στην περιοχή του κέντρου για να με ακινητοποιήσουν και να πάρουν το πολύτιμο λάφυρο.
Με τα πόδια να κτυπούν κυριολεκτικά στην πλάτη, έτρεχα με επιδόσεις που θα ζήλευε ένας πρωταθλητής μικρών αποστάσεων. Πώς την γλίτωσα τελικά; Μπούκαρα στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκα μπροστά μου και ζήτησα… άσυλο από τον σαστισμένο ξενοδόχο, ο οποίος με φυγάδευσε από την πίσω πόρτα του κτιρίου, από την έξοδο κινδύνου. Ειρωνεία της τύχης: παρόμοια απόπειρα ληστείας μού είχε γίνει ξανά στην Λίμα το 2000. Τότε, στόχος ήταν και πάλι η φωτογραφική μηχανή! Κωστάκη, ξέχασες τι έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; “Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού”…
Τέλος η χαλαρότητα και η ανεμελιά στα μεγάλα αστικά κέντρα της νοτιοαμερικανικής διαδρομής μου. Το πάθημα μάθημα! Τι πρόλαβα να δω στην Λίμα; Μετά απ’ αυτό το περιστατικό, τα μνημειακά αξιοθέατα της πόλης πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αφού η προσοχή μου εστιάστηκε σε άλλες καταστάσεις και γεγονότα.
Η περουβιανή πρωτεύουσα αντιπροσώπευε μια κλασική λατινοαμερικανική πόλη ακραίων αντιθέσεων, στην οποία η πλήρης εξαθλίωση και ανέχεια των πολλών συνυπήρχε με τον πλούτο και την ευημερία των λίγων. Οι ανισότητες του επιπέδου ζωής που υπήρχαν στη Λίμα –αλλά και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της Λατινικής Αμερικής– εκδηλώνονταν με τις δραματικές αντιθέσεις που διέκρινα ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές συνοικίες της πόλης, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζούσε κάτω από απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης και έσχατης ένδειας.
Με τις χειρότερες λοιπόν αναμνήσεις εγκατέλειπα τα ξημερώματα της 20ης μέρας του «PANAMERICAN CROSSING» την Λίμα με κατεύθυνση τον βορά της χώρας, οδηγώντας την μαύρη ΚΤΜ πάνω στον οδικό άξονα «Panamericana Route -Norte». Το υπόλοιπο πρόγραμμα στο Περού περιελάμβανε ακόμα 1.450 χλμ. μέχρι τα σύνορα του Ισημερινού (Εκουαδόρ) και πέρασμα από τις πόλεις Trujillo, Punte και Tumbe.
Οι ίδιες γεωμορφολογικές συνθήκες μ’ εκείνες που επικρατούσαν στο Νότιο Περού (από την Νάσκα ως την Λίμα), συνόδευσαν –στο μεγαλύτερο μέρος της– την πορεία μου στο Βόρειο Περού. Το άγονο τοπίο της ερήμου συνέχισε να με συντροφεύει σχεδόν έως τα σύνορα του Ισημερινού, ενώ σε πολλά σημεία της διαδρομής ο Ειρηνικός Ωκεανός έκανε διακριτική την παρουσία του, δίνοντας λίγο γαλάζιο χρώμα στο μουντό μοτίβο της ερήμου. Η διαδρομή από την Λίμα ως τα σύνορα του Ισημερινού ήταν ομολογουμένως τα πιο ανιαρά και αδιάφορα χιλιόμετρα, όχι μόνο στο Περού, αλλά κι όλου του νοτιοαμερικανικού ταξιδιού.
ΣΤΟ “ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ” ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ
Και πάνω που ήμουν έτοιμος να κόψω φλέβες από την βαριεστιμάρα, βρέθηκα μπροστά στην συνοριακή πόρτα του Ισημερινού, εκεί όπου η αλλαγή της χλωρίδας που τόσο ανυπόμονα καρτερούσα, επιτέλους συντελέστηκε. Μια υποτροπική βλάστηση άρχισε να στήνει ένα πυκνό και οπωσδήποτε θεαματικότατο πράσινο ντεκόρ εκατέρωθεν του κεντρικού οδικού άξονα, ο οποίος ανέλαβε να με οδηγήσει στην πρωτεύουσα Κίτο (540 χλμ. βόρεια των συνόρων).
Μαζί όμως με την αλλαγή του οικοσυστήματος, ήρθε δυστυχώς και η αλλαγή στις κλιματολογικές συνθήκες. Με την είσοδό μου στον Ισημερινό, στα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα, ο βαρυφορτωμένος ουρανός θεώρησε φρόνιμο ν’ αφήσει ένα μέρος του φορτίου του πάνω μου – ήταν το υγρό (τροπικό) καλωσόρισμα στην χώρα της μπανάνας! Τα αδιάβροχα και συνεχίζουμε…
Στα σύνορα του Ισημερινού, ένα νεαρό ζευγάρι, ο Αλφόνσο και η Μαργαρίτα, αφού με βοήθησαν στις γραφειοκρατικές διατυπώσεις (τα ισπανικά μου ήταν για γέλια), μού έδωσαν την διεύθυνσή τους στο Κίτο και προσφέρθηκαν να με φιλοξενήσουν. Έτσι, το άλλο απόγευμα, όταν έφτασα στο Κίτο, είχα εξασφαλισμένη στέγη, τροφή, συντροφιά και ξενάγηση για τις επόμενες δυο μέρες.
Όμως, η προσέγγιση του Κίτο με την μοτοσικλέτα αποδείχθηκε μια αρκετά κουραστική υπόθεση, όχι μόνο λόγω της αυξημένης κίνησης που παρουσίαζε ο στενός οδικός άξονας, αλλά κυρίως του ορεινού χαρακτήρα της διαδρομής στα τελευταία 100 χλμ. Κτισμένο σε ύψος 2.850 μ, μέσα σε μια στενόμακρη κοιλάδα των καταπράσινων Άνδεων, το Κίτο είναι η δεύτερη σε υψόμετρο πρωτεύουσα παγκοσμίως – μετά φυσικά την Λα Παζ της Βολιβίας.
Παντρεμένοι μ’ ένα παιδί, οι υπέροχοι οικοδεσπότες μου έκαναν τα πάντα για να ευχαριστήσουν τον φιλοξενούμενό τους. Ο Αλφόνσο και η Μαργαρίτα εργάζονταν σε μια εταιρία ως προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών, μια δουλεία που τους επέτρεπε να αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια τις αυξημένες οικονομικές ανάγκες της καθημερινότητάς τους.
Η παρουσία μου τους χαροποίησε ιδιαίτερα, αφού τους δόθηκε η ευκαιρία να μοιραστούν μαζί μου τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους για την δυσχερή οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας τους – ο Ισημερινός είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει κηρύξει χρεωκοπία δύο φορές (1999, 2008). Παιδιά, να σας πω εγώ τι κάναμε στην Ελλάδα για να γλιτώσουμε την χρεωκοπία;
Κι όσον αφορά την όμορφη πόλη τους, αυτή θεμελιώθηκε τον 10ο αιώνα από τους Ίνκας, για να περάσει όμως στα χέρια των Ισπανών το 1533. Πρόκειται για μια πόλη με πλούσιο παρελθόν και μ’ έντονα τα ίχνη της αποικιακής περιόδου, ενώ το ιστορικό της κέντρο (χάρη στους πλούσιους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς που διαθέτει) έχει ανακηρυχθεί Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Μόλις 25 χλμ. βόρεια του Κίτο περνά η νοητή γραμμή του Ισημερινού, που χωρίζει το βόρειο από το νότιο ημισφαίριο της γης. Στο γεωγραφικό αυτό σημείο (0ο – 0ο – 0ο), το τεράστιο πέτρινο μνημείο Mited Del Mundo που έχει ανεγερθεί αποτελεί πόλο έλξης για όλους τους επισκέπτες του Κίτο.
Δεν υπήρχε περίπτωση φυσικά να μην πάει και η αφεντιά μου στο «Σημείο 0» του πλανήτη. Την ημέρα που επισκέφθηκα το μνημειώδη Mited Del Mundo ήταν η τελευταία μου στο νότιο ημισφαίριο. Όταν την επομένη θα συνέχιζα το ταξίδι μου για την Κολομβία, θα οδηγούσα πλέον στο βόρειο ημισφαίριο της γης…