Εκείνο το παγωμένο πρωινό, με την πλάτη γυρισμένη στην συνοριακή μπάρα της Τουρκίας, ατένιζα με ανάμεικτα συναισθήματα τον επόμενο προορισμό που απλωνόταν μπροστά μου: Ιράκ! Τόπος μυθικός, βαρυφορτωμένος με Ιστορία, αλλά και θανάσιμα επικίνδυνος, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στα γεωγραφικά του όρια τα τελευταία χρόνια.
Ειδικότερα μετά το 2014, όταν εξαπλώθηκε και εδραιώθηκε ο ISIS στις βόρειες και κεντρικές περιοχές της χώρας, το Ιράκ έγινε συνώνυμο ενός άκρως απαγορευμένου προορισμού. Ανακηρύσσοντας την Μοσούλη για πρωτεύουσα του Ισλαμικού Χαλιφάτου (στην ιρακινή επικράτεια), οι τζιχαντιστές προέβησαν σε απάνθρωπες θηριωδίες και φρικαλεότητες εις βάρους του τοπικού πληθυσμού, τις οποίες παρακολουθούσαμε σοκαρισμένοι στα Μ.Μ.Ε.
Τον Οκτώβριο του 2016, ένας μεγάλος στρατιωτικός συνασπισμός Ιρακινών και άλλων συμμαχικών δυνάμεων ξεκίνησε να μάχεται και να αποδεκατίζει τους τζιχαντιστές του Ιράκ. Όσοι από αυτούς επέζησαν, είτε κατέφυγαν στην γειτονική Συρία και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους τζιχαντιστές, είτε διασκορπίστηκαν στο Ιράκ και προέβησαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας, είτε ταμπουρώθηκαν στα δυτικά προάστια της Μοσούλης (στην παλαιά πόλη) και ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2017 έναν ανελέητο ανταρτοπόλεμο ενάντια των Ιρακινών δυνάμεων, που τους βομβάρδιζαν νύχτα –μέρα προκειμένου να τους εκδιώξουν από το τελευταίο μεγάλο αστικό προπύργιό τους στο Ιράκ.
Εκείνη την χρονική στιγμή, βρέθηκα κι εγώ μπροστά στην πόρτα του Ιράκ – χωρίς δεύτερη σκέψη, την άνοιξα και μπήκα μέσα… Δεν ήταν, ωστόσο, η πρώτη φορά που διάβαινα το κατώφλι του Ιράκ. Την μυθική Μεσοποταμία είχα επισκεφθεί άλλες δυο φορές στο παρελθόν με μοτοσυκλέτα (2000, 2001). Τότε, στην σέλα μιας BMW F-650 παρέα με την Όλγα, είχαμε περιπλανηθεί σε όλο σχεδόν το Ιράκ (Βαγδάτη, Ναζάφ, Σαμάρα, Καρμπάλα, Μοσούλη, Βαβυλώνα, Νινευί, Χάτρα). Ήταν η χρονική περίοδος που ο ιρακινός λαός βίωνε τα δεινά ενός μακροχρόνιου εξοντωτικού εμπάργκο από τους Αμερικανούς και τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους τους και ο χρόνος είχε αρχίσει να μετρά πλέον αντίστροφα για την ανατροπή του ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν …
Φύγε μακριά από εδώ…
Επιστροφή λοιπόν στο Ιράκ μετά από 16 χρόνια, οδηγώντας αυτήν την φορά μια μαύρη ΚΤΜ 1050 ADV. Στα σύνορα, οι διαδικασίες ήταν πολύπλοκες (ειδικά για την μοτοσυκλέτα), οι ερωτήσεις πολλές, οι περιορισμοί αρκετοί. Μόλις 14 μέρες παραμονής μού δόθηκαν, ενώ το διαβατήριό μου κρατήθηκε στα σύνορα (με εφοδίασαν με κάποια αντίστοιχα έγγραφα), έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως η έξοδός μου από την χώρα θα γινόταν μέσα σε 2 βδομάδες, και μόνο από την ίδια συνοριακή πύλη.
Αυτό ήταν ένα μέτρο που εφαρμοζόταν τα τελευταία δυο χρόνια για τους μεμονωμένους ταξιδιώτες, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που περνούσαν τα συγκεκριμένα σύνορα και εντάσσονταν στις τάξεις του ISIS για να πολεμήσουν. Όταν αργότερα εγκατέλειπαν για διάφορους λόγους το Ιράκ, επέστρεφαν νόμιμα –και χωρίς κυρώσεις– στις πατρίδες τους.
Τα πρώτα δειλά, «ανιχνεύσιμα» χιλιόμετρα με την μαύρη μοτοσυκλέτα μ’ έφεραν από τα σύνορα στην πόλη Duhok – προηγουμένως είχα διασχίσει και την μεθοριακή πόλη Zahko. Κατόπιν ακολούθησα τον οδικό άξονα που οδηγούσε στην Μοσούλη (Mosoul) – η περιέργεια, βλέπετε, να βρεθώ αμέσως στην καρδιά των γεγονότων! Όσο όμως πλησίαζα στην Μοσούλη, τόσο πύκνωνε η στρατιωτική παρουσία καθ οδόν: πάμπολλα στρατιωτικά οχήματα σε περιπολία, πάνοπλοι στρατιώτες στην άκρη του δρόμου με το χέρι στην σκανδάλη, πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών σε χαμηλό ύψος…
Εντέλει, περίπου 20 km πριν την Μοσούλη, η πορεία της μαύρης ΚΤΜ προς την εμπόλεμη ζώνη τερματίστηκε οριστικά, αφού ο εξαγριωμένος αξιωματικός στο στρατιωτικό μπλόκο όπου σταμάτησα ήταν κατηγορηματικός: «Μεγάλε, φεύγεις όπως ήρθες, όλη η περιοχή είναι αποκλεισμένη. Στην πόλη διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις. Κανείς δεν μπαίνει στην Μοσούλη, μόνο στρατεύματα». Στο βάθος του ορίζοντα, οι μαύροι καπνοί που υψώνονταν κατακόρυφα στον ουρανό, απλά επιβεβαίωναν τα λεγόμενα του Ιρακινού βαθμοφόρου. Αμέσως κατάλαβα ότι δεν μ’ έπαιρνε για πολλά – πολλά και λούφαξα.
Έτσι, χωρίς να προβάλω καμία αντίρρηση, έκανα γρήγορα μεταβολή και την κοπάνισα. Ο τουρισμός στην εμπόλεμη ζώνη τελείωσε πριν καλά – καλά ξεκινήσει. Με την συνοδεία ενός στρατιωτικού οχήματος (για να είναι σίγουροι πως δεν θα επιχειρούσα να μπω στην Μοσούλη από άλλον δρόμο), οδηγήθηκα ανατολικά της πόλης, στον οδικό άξονα με κατεύθυνση την πόλη Erbil (Ερμπίλ) – εκεί όπου τελικά στρατοπέδευσα για τις επόμενες τρεις μέρες.
Με τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης να χρονολογούνται από το 6.000 π. Χ., η Erbil (τα αρχαία Άρβηλα) είναι μια από τις πόλεις με την πιο μακροχρόνια συνεχή διαμονή ανθρώπων στον κόσμο. Σήμερα, με 2.000.000 κατοίκους, είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη στο Ιράκ μετά την Βαγδάτη, τη Βασόρα και την Μοσούλη. Η Erbil ήταν ένα από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας που δεν είχα επισκεφθεί στο παρελθόν κι αυτό ήταν το στοιχείο που με ενθουσίαζε ιδιαίτερα.
Όμως, ο βροχερός καιρός χάλασε τα σχέδια μου την πρώτη μέρα και με υποχρέωσε να θωπεύω την Erbil πίσω από το παράθυρο του δωματίου μου. Αν και στην πόλη δεν είχε σημειωθεί κάποιο τρομοκρατικό κτύπημα το τελευταίο διάστημα, έπιασα τον εαυτό μου αρκετά αγχωμένο και ανήσυχο καθώς τριγυρνούσα την επόμενη μέρα μέσα στον λαβύρινθο της υπαίθριας αγοράς, στο κέντρο της πόλης. Βλέπετε, είναι αυτά τα μέρη όπου συνήθως πραγματοποιούνται οι περισσότερες βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας.
Σήμα κατατεθέν της Erbil (που τελεί πρωτεύουσα της ημιαυτόνομης περιοχής του Ιρακινού Κουρδιστάν) ήταν το κάστρο που δέσποζε στο κέντρο της πόλης το οποίο και ανυπομονούσα να επισκεφθώ. Αυτό όμως που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η διαπίστωση ότι βρισκόμουν συνεχώς περικυκλωμένος από ανθρώπους ευγενικούς και φιλόξενους, οι οποίοι με υποδέχονταν παντού μ’ ένα ζεστό χαμόγελο. Και παρά το γεγονός ότι η «Μητέρα όλων των Μαχών» για την απελευθέρωση του Ιράκ από τους τζιχαντιστές διεξαγόταν μόλις 75 χλμ. δυτικότερα, η ζωή στην Erbil κυλούσε σε κανονικούς, καθημερινούς ρυθμούς…
Ο Σάαντι που συνάντησα στο ξενοδοχείο την τελευταία βραδιά ήταν ένας Ιρανός δημοσιογράφος που μόλις είχε έρθει από την εμπόλεμη ζώνη της δυτικής Μοσούλης – είχε μεταβεί εκεί για ένα ρεπορτάζ. Αρκετά συγκλονισμένος, μου μετέφερε όλα όσα είχε δει και ζήσει στην κόλαση της Μοσούλης: «Περίπου 100.000 άμαχοι κρατούνται σαν «ανθρώπινες ασπίδες» από τους τζιχαντιστές στην περιοχή της παλαιάς πόλης, εκεί όπου οι μαχητές του ΙSIS έχουν οχυρωθεί για την ύστατη μάχη. Οι άμαχοι ζουν σε κατάσταση «αυξανόμενου τρόμου», δίχως τρόφιμα, νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές των τζιχαντιστών σκοτώνουν όσους κατοίκους επιχειρούν να εγκαταλείψουν την περιοχή που τελεί υπό τον έλεγχο τους. Οι κάτοικοι της Μοσούλης δυστυχώς βιώνουν μια χωρίς προηγούμενο ανθρωπιστική τραγωδία και καταστροφή…
Η μάχη για την ανακατάληψη της παλαιάς πόλης είναι η τελευταία –αλλά και πιο δύσκολη– επιχείρηση των Ιρακινών δυνάμεων. Οι τζιχαντιστές έχουν κλείσει με οδοφράγματα όλες τις εισόδους της παλαιάς πόλης, έχουν παγιδεύσει με εκρηκτικούς μηχανισμούς εκατοντάδες σπίτια και αυτοκίνητα, ενώ οι δρόμοι μέσα στην παλαιά πόλη είναι αρκετά στενοί (ακατάλληλοι για την χρήση αρμάτων μάχης), αναγκάζοντας τις ιρακινές δυνάμεις να προχωρούν πόρτα-πόρτα, με πολλές απώλειες και καθυστερήσεις…»
Ο Χασάν από την Σουλεϊμανίγια
Μετά την Erbil, η πόλη Sulaymaniyah (Σουλεϊμανίγια) θα αποτελούσε τον επόμενο προορισμό μου στο βορειοανατολικό Ιράκ. Επέλεξα να οδηγήσω την μαύρη ΚΤΜ στην διαδρομή Erbil-Shaqlawa-Dokan-Sulaymaniyah (180 km), που σύμφωνα με τις πληροφορίες των ντόπιων ήταν μια αρκετά ασφαλής –όσο και πανέμορφη– ορεινή διαδρομή. Και τελικά, κάτω από άστατες καιρικές συνθήκες, πάτησα για ακόμα ένα πρωινό την μίζα και ξεκίνησα να οδοιπορώ στην τραχιά ιρακινή γη.
Επιβλητικές οι γρανιτένιες βουνοκορφές, πολλά τα μπλόκα καθοδόν, επίμονες οι ερωτήσεις των στρατιωτών και αυστηρός ο έλεγχος των αποσκευών, οι οποίες ανοίχτηκαν σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις. Είχα πια βαρεθεί να ξεδένω και να κατεβάζω στο έδαφος τον μαύρο σάκο, προκειμένου να ελέγχουν το περιεχόμενό του.
Η γαλάζια λίμνη Dokan ήταν μια υπέροχη καρτ-ποστάλ, που αποθανάτισα με πολλά φωτογραφικά κλικ. Αυτή όμως η ενέργειά μου, οδήγησε στην σύλληψη και στην προσαγωγή μου στο κτίριο της κεντρικής στρατιωτικής διοίκησης της πόλης Dokan. Με την βοήθεια ενός ντόπιου που ήξερε αγγλικά –κι ο οποίος, σημειωτέον, είχε ζήσει για έναν χρόνο στην Ελλάδα– εξήγησα στον υψηλόβαθμο διοικητή τον λόγο της παρουσίας μου στην περιοχή της λίμνης (…όχι κύριε διοικητά, δεν είμαι κατάσκοπος, τουρίστας είμαι!). Αφού εξέτασε ο ίδιος προσεκτικά όλες τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει στην επίμαχη περιοχή (για καλή μου τύχη δεν είχα φωτογραφίσει το κοντινό υδροηλεκτρικό φράγμα), μου επέστρεψε το διαβατήριο και με άφησε να συνεχίσω τον δρόμο μου…
Στην περίκλειστη από βουνά Sulaymaniyah φιλοξενήθηκα από τον Χασάν, που ανταμωθήκαμε σ’ ένα βενζινάδικο, στην είσοδο της πόλης. Με την αναφορά της καταγωγής μου, η πρόσκληση ήρθε αμέσως: «Εσείς οι Έλληνες είστε φίλοι μας, θα κοιμηθείς σπίτι μου…». Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δεν λέω ποτέ όχι… Έτσι, με τον Χασάν οικοδεσπότη και ξεναγό, μέσα στις επόμενες δυο μέρες γνώρισα την πόλη της Sulaymaniyah, που ιδρύθηκε το 1784 από τον Ιμπραήμ Πασά Μπαμπάν και προσφέρει σήμερα στέγη σε περίπου 790.000 κατοίκους.
Θρησκευτικό ορόσημο της πόλης αποτελούσε το Μεγάλο Τζαμί που δέσποζε στην είσοδο της παλαιάς πόλης. Ωστόσο, το ενδιαφέρον μου τράβηξε το Αρχαιολογικό Μουσείο “Slemani Museum”, το πιο ενημερωμένο και πληρέστερο του Ιράκ (το Αρχαιολογικό Μουσείο της Βαγδάτης παραμένει ακόμα κλειστό, μετά τις λεηλασίες και τις καταστροφές που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια).
Ύψιστο σημείο αναφοράς της παρουσίας μου στην Sulaymaniyah αποτέλεσε πάντως η επίσκεψη στο Μουσείο «Amna Suraka», που στεγαζόταν στις κτιριακές εγκαταστάσεις του πρώην στρατιωτικού διοικητηρίου της πόλης (επί εποχής Σαντάμ Χουσεΐν). Με συγκλονιστικά εκθέματα και σπάνιο ενημερωτικό οπτικό-ακουστικό υλικό, το «Amna Suraka» ήταν αφιερωμένο στον απελευθερωτικό αγώνα των Κούρδων μαχητών και στους χιλιάδες νεκρούς που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της ελευθερίας του κουρδικού έθνους.
Με το αυτοκίνητο του Χασάν μεταβήκαμε επίσης στην κωμόπολη Halabja (80 km νότια), εκεί όπου στις 16/3/1988 ο Σαντάμ Χουσεΐν εξαπέλυσε επίθεση με χημικά εναντίον των Κούρδων της περιοχής, με αποτέλεσμα τον θάνατο 6.800 ατόμων – τα περισσότερα ήταν άμαχοι. Η επίθεση στην Halabja ήταν ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα πολέμου που διέπραξε ο Ιρακινός δικτάτορας, ενώ ιδιαίτερα υποβλητικό ήταν το μνημείο που είχε ανεγερθεί στον χώρο και ήταν αφιερωμένο στην μνήμη των θυμάτων.
Στο λαβωμένο Kirkuk
Η πόλη Kirkuk (110 km δυτικά της Sulaymaniyah) ήταν ο επόμενος –και τελευταίος– αστικός προορισμός μου. Στην κοντινή Βαγδάτη δεν σκόπευα να μεταβώ, αφού η ιρακινή πρωτεύουσα μού ήταν αρκετά γνώριμη – την είχα επισκεφθεί και τις δυο φορές που βρέθηκα στο Ιράκ.
Έχοντας ανεφοδιαστεί σε καύσιμα (0,60 ευρώ/λίτρο), αποχαιρέτησα νωρίς εκείνο το πρωινό τον Χασάν και την Sulaymaniyah και ξεκίνησα με κατεύθυνση το Kirkuk, την πόλη που είχε κτυπηθεί περισσότερο από τους τζιχαντιστές μέσα στο τελευταίο εξάμηνο. Γι’ αυτό άλλωστε ο έλεγχος στο στρατιωτικό μπλόκο στην είσοδο της πόλης ήταν αρκετά εξονυχιστικός.
Το θέαμα που αντίκρισα στο κέντρο του Kirkuk ήταν δυστυχώς αποκαρδιωτικό, αφού παντού υπήρχαν τα σημάδια των σφοδρών μαχών που είχαν διεξαχθεί πρόσφατα. Η τελευταία επίθεση των τζιχαντιστών στην πόλη είχε πραγματοποιηθεί πριν από περίπου 3 μήνες (στα μέσα Φεβρουαρίου 2017), όταν 15 μαχητές του ISIS επιτέθηκαν μ’ ένα παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο στο κτίριο της στρατιωτικής διοίκησης του Kirkuk. Για δυο μέρες το κέντρο του Kirkuk είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης, καθώς οι Ιρακινοί στρατιώτες μάχονταν κυριολεκτικά σώμα με σώμα για να εξοντώσουν τους τζιχαντιστές.
Η απρόσμενη παρουσία της μαύρης μοτοσυκλέτας στο κέντρο της πόλης και η προσπάθειά μου να αποτυπώσω με τον φωτογραφικό φακό τα σημάδια των πρόσφατων εχθροπραξιών, μοιραία προκάλεσε ολόγυρά μου μια ευχάριστη αναστάτωση. Η αναφορά της εθνικής μου καταγωγής μόνο λόγια συμπάθειας «γεννούσε» από τους ντόπιους, που με άπλετα χαμόγελα καρδιάς καλωσόριζαν τον Έλληνα ταξιδιώτη στην πόλη τους.
Στις δυο μέρες που παρέμεινα στο Kirkuk, ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν δύο πράγματα: η έντονη παρουσία της αστυνομίας και του στρατού στους κεντρικούς δρόμους της πόλης (όλοι ήταν με το δάκτυλο στη σκανδάλη), όπως και το γεγονός ότι η καθημερινότητα των κατοίκων κυλούσε σε φυσιολογικούς ρυθμούς και όλοι έδειχναν να απολαμβάνουν το ευχάριστο διάλλειμα – μέχρι την επόμενη ίσως επίθεση…
Ο Σιρουάν ήταν ένας από τους πολλούς που προσφέρθηκαν να με τιμήσουν μ’ ένα φλιτζάνι τσάι στην κεντρική αγορά της πόλης. Με προθυμία αποδέχτηκα την αυθόρμητη πρόσκλησή του (πώς να του το αρνιόμουν άλλωστε;), ενώ μέσα από τα μάτια του συνομήλικου Ιρακινού μπόρεσα να αντικρίσω και να ανακαλύψω το δικό του «λαβωμένο» Kirkuk.
Ο ίδιος, μάλιστα, δεν δίστασε να με ξεναγήσει και στην προσωπική του ζωή. Παντρεμένος με δυο παιδιά, ο Σιρουάν (Κούρδος στην καταγωγή και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα) ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τα δυο αδέλφια του, που πολεμούσαν ενάντια των τζιχαντιστών. Ο ένας μαχόταν στην Μοσούλη και ο άλλος στην Βόρεια Συρία: «Δεν θα επιτρέψουμε σ’ αυτά τα φανατισμένα σκυλιά να μας πάρουν τη γη και να μας κόψουν τον λαιμό σαν αρνιά. Είναι θέμα τιμής για μας τους Κούρδους να εξοντώσουμε όλους τους τζιχαντιστές, τόσο στο Ιράκ, όσο και στην Συρία…».
Απροσδιόριστα συναισθήματα
Τα παραπάνω λόγια του Σιρουάν στριφογύριζαν επίμονα στο μυαλό μου, όταν μετά από τρείς μέρες περίμενα στις ιρακινές συνοριακές εγκαταστάσεις να παραλάβω το διαβατήριό μου και να αποχαιρετήσω την χώρα της Μεσοποταμίας με προορισμό την Τουρκία. Βίωνα τις τελευταίες στιγμές μου στο Ιράκ, «μάζευα» τις τελευταίες αναμνήσεις μου από έναν συναρπαστικό, όσο και πολύπαθο τόπο.
Με το διαβατήριο στην τσέπη, ξεκίνησα με μικρή ταχύτητα να διασχίζω την συνοριακή γέφυρα (νεκρή ζώνη) των δυο χωρών. Όμως, στην μέση περίπου της γέφυρας, σταμάτησα για λίγο την μαύρη ΚΤΜ. Κοντοστάθηκα, κοίταξα πίσω μου και αντίκρισα μελαγχολικός το “δικό μου” Ιράκ, που εγκάρδια με αποχαιρετούσε και προσδοκούσε σύντομα να με ξαναδεί….
Μετρώντας τα σημάδια του πολέμου στον τόπο και στην καθημερινότητα των κατοίκων, αναρωτήθηκα ποιά είναι η συναισθηματική «γεύση» που σου μένει τελικά μετά από μια επίσκεψη σ’ ένα τόπο που βιώνει την ένταση του πολέμου. Φόβος, αγανάκτηση, λύπη ή ελπίδα; Όμως, όσο και αν τυραννήθηκα, δεν μπόρεσα τελικά να την προσδιορίσω. Μακάρι πάντως την επόμενη φορά που θα έρθω εδώ, να βασιλεύει μόνο η ειρήνη και η χαρά της ζωής. Όχι άλλο πόλεμο, αίμα και καταστροφή. Φτάνει πια….