Για μένα που κατάγομαι από τις Χαμένες Πατρίδες (τρεις γενιές πίσω) και μεγάλωσα με τις αφηγήσεις, τις αναμνήσεις και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της αείμνηστης γιαγιάς μου από το Αϊβαλί, το ταξίδι με μια Ducati Hyperstrada στα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου ήταν μια ομολογουμένως δύσκολη απόφαση. Γιατί πριν ανέβω στη σέλα του λευκού Hyperstrada και αρχίσω να «ντύνω» με ζωή και χρώματα τις μακρινές εικόνες της εφηβικής μου ηλικίας (που τόσο απλόχερα μου είχε χαρίσει η γιαγιά-Ειρήνη), είχα να «πολεμήσω» ενάντια στην προκατάληψη και στη λησμονιά του ιστορικού μας παρελθόντος. Ήξερα ότι στην ευλογημένη μικρασιατική γη, που αποτελούσε κάποτε μια από τις πολλές ελληνικές πατρίδες, θα έπρεπε να οδοιπορήσω με συντεταγμένες –αποκλειστικά και μόνο– την ιστορική γνώση και μνήμη.
Αλλά πολύ περισσότερο, αναζητώντας τις αδιάσειστες αποδείξεις της μακραίωνης παρουσίας του προγονικού μας πολιτισμού στην αντίπερα όχθη, θα έπρεπε να αντιπαλέψω με συναισθήματα δυνατά και ανάμεικτα. Πώς θα ένιωθα άραγε ταξιδεύοντας στα μικρασιατικά χώματα, σ’ έναν τόπο που μας τιμά αλλά και μας πονά ταυτόχρονα ως Έλληνες; Τι θα μπορούσα να συζητήσω μ’ αυτούς που διαφεντεύουν σήμερα έναν τόπο ο οποίος πρωτοκατοικήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες περίπου την 2η χιλιετία π. Χ. και αναδείχτηκε στο πέρασμα των αιώνων σ’ ένα από τα σημαντικότερα διαχρονικά σταυροδρόμια θρησκείας και πολιτισμού της Μεσογείου; Τι έχει απομείνει από την Πέργαμο του Ασκληπιού, την Τροία του Πριάμου και την Άσσο του Αριστοτέλη; Ενδόμυχα είχα συνειδητοποιήσει πως το δίτροχο σεργιάνι μου στις γειτονιές της Μικράς Ασίας θα ήταν μια πολύ δύσκολη, ψυχολογικά, δοκιμασία. Αλλά τελικά το τόλμησα…
ΣΕΡΓΙΑΝΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δικαιολογημένα λοιπόν μια ασυνήθιστη αναστάτωση και προσμονή μ’ είχε κυριεύσει εκείνο το πρωινό, όταν το μικρό πλοιάριο –που είχε ξεκινήσει από την κοντινή Μυτιλήνη– έδενε κάβους στο λιμάνι του Αϊβαλί (Κυδωνιές). Να λοιπόν που είχε επιτέλους φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και «έβαζα» ρόδα σ’ αυτόν τον χιλιοτραγουδισμένο τόπο, που τόσο πολύ είχε αγαπηθεί από Έλληνες και Τούρκους. Όλοι τους κάποτε ζούσαν εδώ αρμονικά, καλλιεργούσαν την ίδια γη, μοιράζοντας μαζί όνειρα και αγαθά. Σε μια στιγμή της Ιστορίας όμως οι Έλληνες εκδιώχθηκαν, αλλά τα σημάδια τους στην μικρασιατική γη έμειναν για πάντα. Στους αρχαίους ιωνικούς ναούς, στα παλιά αρχοντικά, στις μισοκαταστραμμένες χριστιανικές εκκλησίες, στις αφηγήσεις της γιαγιάς…
Έχοντας ξεμπερδέψει γρήγορα με τις απαραίτητες συνοριακές διαδικασίες, φόρεσα το κράνος, πάτησα τη μίζα της ανυπόμονης Hyperstrada και ξεκίνησα το νοσταλγικό ταξίδι μου πίσω στο χρόνο, έχοντας ωστόσο ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά και μια γεύση γλυκιά -και συνάμα πικρή-στα χείλη. Κάπου βαθιά μέσα μου διατηρούσα μια μικρή επιφύλαξη για το αν αυτά που έμελλε να αντικρίσω θα ταυτίζονταν με την Μικρασία που είχα κτίσει τόσα χρόνια με τη φαντασία μου. Ναι, σίγουρα φοβόμουνα τη σύγκριση….
Με ορμητήριο το Αϊβαλί, τις δυο πρώτες μέρες σκόπευα να εξερευνήσω την ευρύτερη περιοχή και τα σημαντικότερα αξιοθέατά της. Το κεραμόσκεπο Αϊβαλί, το ειδυλλιακό Μοσχονήσι και ο αρχαιολογικός χώρος της Περγάμου θα αποτελούσαν τους πρώτους μικρασιατικούς προορισμούς που θα επισκεπτόμουν με την άσπρη μοτοσυκλέτα. Στη συνέχεια, οδηγώντας βόρεια του Αϊβαλί, θα επισκεπτόμουν τον αρχαιολογικό χώρο της Άσσου, την μυθική Τροία και τα Δαρδανέλια (Canakkale).
ΜΙΚΡΑΣΙΑ, ΧΑΙΡΕ
Από τα σημαντικότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία (το δεύτερο μετά τη Σμύρνη), το Αϊβαλί του Φώτη Κόντογλου, του Στρατή Δούκα και του Ηλία Βενέζη ουσιαστικά δημιουργήθηκε τον 16ο αιώνα, όταν οι Μυτιληνιοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Λέσβο προκειμένου να γλιτώσουν από τις συχνές επιδρομές των πειρατών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, χάρη κυρίως στο εμπόριο του ελαιολάδου και την σαπωνοποιία, ο μικρός οικισμός του Αϊβαλί άρχισε να επεκτείνεται κυρίως κατά μήκος της παραλίας και να ακμάζει οικονομικά, προσφέροντας στους κατοίκους του ένα ζηλευτό επίπεδο ζωής.
Στις 6 Σεπτ 1922 τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού ήλθαν από τη Σμύρνη για να καταλάβουν το Αίβαλή. Το ίδιο βράδυ κηρύχτηκε ό στρατιωτικός νόμος…
Η πόλη που γέννησε λαμπρά ονόματα στις τέχνες και τις επιστήμες, πλήρωσε όμως (όπως και η κοντινή Σμύρνη) με το βαρύτερο τίμημα την καταστροφή του 1922. Χαρακτηριστική, όσο και ανατριχιαστική, είναι άλλωστε η αφήγηση-μαρτυρία του Ηλία Βενέζη στο βιβλίο του «Μικρασία, Χαίρε»: «Στις 6 Σεπτ 1922 τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού ήλθαν από τη Σμύρνη για να καταλάβουν το Αίβαλή. Το ίδιο βράδυ κηρύχτηκε ό στρατιωτικός νόμος. Ύστερα βγήκε ή φοβερή διαταγή: “Να παρουσιασθούν όλοι οι άνδρες από 18-45χρονών”. Τους μάζεψαν, τους δέσαν, τους μεταφέρανε έξω από την πόλη και τους σκότωσαν στα μεταλλεία του Φρένελι και στις χαράδρες. Από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή είχαν εξαιρέσει τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Αυτούς τους πήγαν σ’ ένα λόφο λεγόμενο “Μπογιά” και τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας μόνο γλύτωσε και είπε το τι έγινε. Τέλος πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων πού οι Τούρκοι οδηγούσανε στο εσωτερικό της Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φθάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα άνοιξε ή πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων»…(εκδ. Εστία).
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το Αϊβαλί εποικήθηκε με μουσουλμάνους από την Λέσβο, την Μακεδονία και την Κρήτη, σηματοδοτώντας έτσι το οριστικό τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας σε τούτη την παραθαλάσσια μικρασιατική πολιτεία. Δυστυχώς, άλλη μια μαύρη σελίδα προστέθηκε στην εθνική Ιστορία μας…
ΔΥΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ, ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΟΥ ΜΠΑΛΗ
Έχοντας ξεμπερδέψει με το τελωνείο, και αφού στρατοπέδευσα σ’ ένα ταπεινό κατάλυμα, τα δίτροχα βήματά μου με οδήγησαν κατευθείαν στην καρδιά της πόλης. Προορισμός μου ο πολυσύχναστος παραλιακός δρόμος (όπου δέσποζε η μεγάλη ξύλινη αποβάθρα με το ονομαστό καφενείο του Κανέλλου και το κτήριο του παλιού Δημαρχείου), όπως και η περιοχή της εμπορικής αγοράς, με τα αναρίθμητα μικρομάγαζα, τα παραδοσιακά καφενεδάκια, τις μικρές βιοτεχνίες, τα γραφικά σοκάκια και τους λαλίστατους μικροπωλητές.
Και κάπου ανάμεσα στα εμπορικά μαγαζάκια, τους υπαίθριους καφενέδες και τις νεοκλασικές κατοικίες, αντίκρισα τις τρεις ιστορικές εκκλησίες της πόλης, που παραδόξως διατηρούνταν σε αρκετά καλή κατάσταση: ο Άγιος Γεώργιος (Τσιναρλί Τζαμί), ο Άγιος Γιάννης (Σαατλί Τζαμί) και η εκκλησία του Ταξιάρχη. Όλες όμως είχαν μετατραπεί σε τζαμιά –με την προσθήκη ενός εξωτερικού μιναρέ– και φιλοξενούσαν πλέον τους πιστούς του Μωάμεθ.
Ανηφορίζοντας από τον πολυσύχναστο παραλιακό δρόμο, άρχισε το ξεδίπλωμα της παλιάς πόλης, που διατηρούσε σχεδόν ακέραιη την παραδοσιακή της φυσιογνωμία. Λαϊκές φτωχογειτονιές με δαιδαλώδη τρόπο δόμησης και κακοφτιαγμένοι δρόμοι με καλωσόρισαν σ’ ένα μικρόκοσμο που αγνοούσε παντελώς τις λέξεις «χλιδή» και «κοσμικότητα». Τα περισσότερα σπίτια ήταν κτισμένα αποκλειστικά με ξύλο και πέτρα και βαμμένα με όμορφα λαϊκά χρώματα (καφέ, απαλό γαλάζιο, ώχρα, λευκό, κόκκινο). Άλλες ανακαινισμένες και άλλες εγκαταλελειμμένες στη φθορά του χρόνου, οι γερασμένες κατοικίες της παλιάς πόλης ήταν διακοσμημένες εξωτερικά με κορινθιακού ρυθμού κολόνες και περίτεχνα ρόπτρα που με εντυπωσίασαν με τη νεοκλασική αρχοντιά τους. Κι όσον αφορά την πατρογονική εστία της γιαγιάς-Ειρήνης, δεν μπήκα καν στον κόπο να την ψάξω. Ήξερα πως πριν από περίπου τέσσερεις δεκαετίες το σπίτι είχε κατεδαφιστεί και στην θέση του είχε κτιστεί ένα άλλο…
Κάποια στιγμή, αποκαμωμένος από την μεσημβρινή ζέστη, κάθισα στο πλατύσκαλο ενός σπιτιού για να ξαποστάσω. Αφού χαλάρωσα, άρχισα να παρακολουθώ με ενδιαφέρον την καθημερινότητα γύρω μου. Ο χρόνος στο παλιό Αϊβαλί κυλούσε αργά και οι εικόνες που αντίκριζα με γύριζαν αρκετά πίσω, κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα το παιχνίδι τους στα στενά λιθόστρωτα σοκάκια, οι νοικοκυρές σκούπιζαν τις ασβεστωμένες αυλές, οι μαντηλοφορεμένες γριούλες πότιζαν τις γλάστρες στα πεζούλια των σπιτιών και οι ηλικιωμένοι κάπνιζαν ναργιλέ κάτω από την παχιά σκιά των δέντρων.
Αν και ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν εδώ, κατά παράδοξο τρόπο το σκηνικό μού ήταν εξαιρετικά οικείο – σαν να ζούσα εδώ χρόνια. Μου άρεσε πολύ αυτή η γαλήνια ατμόσφαιρα. Θα μπορούσα να μείνω εδώ όλη μέρα, απλά και μόνο για να ταξινομήσω τα τόσα συναισθήματά μου. Όσο κι αν δεν ήθελα όμως να το παραδεχτώ, βαθιά μέσα μου ήξερα ότι μάλλον λύπη και πόνο θα με πλημμύριζαν τελικά, για μια ιστορία αιώνων που χάθηκε τόσο τραγικά…
Στο Μοσχονήσι (Τζούντα) έφτασα μετά από σύντομη διαδρομή 5 χλμ., περνώντας την γέφυρα που ενώνει σήμερα το νησί με το Αϊβαλί. Το Μοσχονήσι (ή Μοσχόλησος) είναι το μόνο κατοικημένο νησί από μια συστάδα 22 νησιών και βραχονησίδων που βρίσκονται απέναντι από το Αϊβαλί.
Τα διατηρητέα νεοκλασικά αρχοντικά των Ελλήνων κατοίκων του νησιού, το ξωκλήσι του Άι-Γιάννη, η μητρόπολη του Αγίου Ταξιάρχη, τα παραθαλάσσια ταβερνάκια με το ολόφρεσκο ψάρι, οι φορτωμένοι με τα διάφορα ζαρζαβατικά αραμπάδες, τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, η μικρή υπαίθρια αγορά, οι παραδοσιακοί ανεμόμυλοι… Σε τούτο το γαλήνιο τόπο, όπου το παρελθόν και το παρόν έσμιγαν αρμονικά και ο χρόνος κυλούσε αργά, εύκολα θα έριχνα άγκυρα για να γίνω ναυαγός στο όνειρο.
Αν και γνώριζα ότι η ιστορία του λιλιπούτειου νησιού ήταν άρρηκτα δεμένη μ’ εκείνη του Αϊβαλί (και κατά συνέπεια με την παρουσία του ελληνικού στοιχείου), ποτέ δεν πίστευα πως θα με υποδέχονταν στο πανέμορφο Μοσχονήσι με κρητικές μαντινάδες! Ο Αλί, ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου που βρισκόταν στην προκυμαία με τις αραγμένες ψαρόβαρκες, αφού με ξάφνιασε με τα άψογα ελληνικά που μιλούσε, με καλωσόρισε στο μαγαζί του τραγουδώντας μια κρητική μαντινάδα. «Κρητικός είμαι κι εγώ. Ο πατέρας μου ήρθε στο Μοσχονήσι από την Κρήτη το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών και άνοιξε αυτήν την ψαροταβέρνα… Στην Κρήτη έχω πάει τρεις φορές. Έψαξα να βρω το σπίτι του πατέρα μου, δεν υπάρχει πια…».
Αρκετά διαχυτικός και παρορμητικός, ο ευγενέστατος Μοσχονησιώτης δεν δίστασε να μου ανοίξει την ψυχή του, πράγμα που με έκανε να αισθανθώ αρκετά οικεία μαζί του -λες και βρήκα έναν φίλο από τα παλιά. Και φυσικά θα ήμουνα χαζός αν έλεγα όχι στην πρόσκληση του Αλί να επισκεφτώ ξανά το νησί και να απολαύσω την φιλοξενία του.
Αλλά δεν ήταν μόνο ο Αλί που μου μίλησε με λαχτάρα για την ελληνική του καταγωγή. Περπατώντας στα δρομάκια του νησιού, αρκετοί ήταν οι ντόπιοι που προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί μου με σπαστά ελληνικά. Η ιστορία τους μεγάλη! Οι περισσότεροι ήταν απόγονοι Τουρκοκρητικών προσφύγων που είχαν ήρθαν από το Ρέθυμνο με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κρυφός τους πόθος; Να επισκεφθούν κάποτε την Κρήτη, τον τόπο που γνώριζαν μόνο από τις ιστορίες των παππούδων τους.
ΣΤΗΝ ΠΕΡΓΑΜΟ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ
Με σπαραγμό καρδιάς σταμάτησα να ανεφοδιαστώ σε καύσιμα, προκειμένου να μεταβώ από το Αϊβαλί στον αρχαιολογικό χώρο της Περγάμου (περίπου 60 χλμ. νοτιοανατολικά του Αϊβαλί). Η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης στην Τουρκία άγγιζε τα 2,2 ευρώ/λίτρο, ανάγοντας το κόστος των καυσίμων σε μια αρκετά δαπανηρή υπόθεση.
Ο εθνικός άξονας Ayvalik-Bergama ήταν μια καλοσχεδιασμένη οδική αρτηρία με δυο λωρίδες ανά κατεύθυνση και προστατευτικό ανάχωμα στην μέση. Μ’ έναν αγέρα να λυσσομανά και ταχύτητες ταξιδιού γύρω στα 120 χλμ. (πάντα υπήρχε ο φόβος του ραντάρ), η λευκή Hyperstrada ακολούθησε πιστά τις προσταγές της ηλεκτρονικής πυξίδας (βλέπε GPS) και φρενάρισε νωρίς εκείνο το μεσημέρι μπροστά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Περγάμου.
Με την επίσκεψή μου στην αρχαία Πέργαμο, θα είχα την ευκαιρία να γνωρίσω την ελληνική δημιουργική παρουσία στο δυτικότερο άκρο της ασιατικής ηπείρου. Γεμάτος περηφάνια θα ανακάλυπτα τα διάσπαρτα χνάρια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που επέζησαν στο πέρασμα του χρόνου, μάρτυρες της υπερτρισχιλιετούς εκπολιτιστικής πορείας του ελληνισμού στην αντίπερα αιγαιοπελαγίτικη ακτή.
Από την αρχαία Πέργαμο, που την εποχή της μέγιστης ακμής της αριθμούσε περίπου 160.000 κατοίκους, είχε διασωθεί μόνο το περίφημο Ασκληπιείο (ήταν ένα από τα πιο φημισμένα θεραπευτικά ιερά της αρχαιότητας, όπου έδρασε και ο διάσημος γιατρός της αρχαιότητας Γαληνός) και η Ακρόπολη. Το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων από τις ανασκαφές που έχουν γίνει στην περιοχή φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Περγάμου στο Βερολίνο.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης, που περιελάμβανε ερείπια ναών, κατοικίες και πάμπολλα ταφικά μνημεία, απλωνόταν πάνω σ’ έναν λόφο, ο οποίος βίγλιζε την σύγχρονη πόλη (Bergama). Από τα δεκάδες υποβλητικά μνημεία της αρχαίας Περγάμου, δυο ήταν εκείνα που πραγματικά με καθήλωσαν: ο μεγαλόπρεπος ναός του Τραϊανού και το αρχαίο θέατρο της πόλης (χωρητικότητας 10.000 ατόμων), που ήταν κτισμένο σε μια εξαιρετικά ιδιότυπη θέση – στην απότομη πλαγιά του λόφου.
Έχοντας αποτυπώσει με τον φωτογραφικό φακό όλη την δόξα της παλιάς πόλης και το εκπληκτικό πανόραμα της περιοχής, κατηφόρισα κατόπιν στη νέα πόλη, την Bergama (είναι διάσημη για τα χαλιά της), για να πιώ μια ρακί και να απολαύσω νόστιμους μεζέδες. Κι αφού ήπια πρώτα λίγο σαλέπι για τη χώνεψη, βαρυστομαχιασμένος αποχαιρέτησα την Πέργαμου του Ασκληπιού και ζήτησα από την λευκή Ducati να με οδηγήσει πίσω πάλι στο Αϊβαλί…
Αποχαιρετώντας το επόμενο πρωινό τις νοσταλγικές Κυδωνιές, ξεκινούσα γεμάτος λαχτάρα για μια τριήμερη περιπλάνηση στην βορειοδυτική γωνιά της Μικρασίας. Απώτερος προορισμός μου η πόλη Canakkale (180 χλμ. βόρεια του Αϊβαλί), τα περίφημα Δαρδανέλια των αρχαίων. Καθοδόν για την πόλη Canakkale, είχα προγραμματίσει δυο στάσεις σε αντίστοιχους αρχαιολογικούς χώρους της διαδρομής. Ο λόγος για την Άσσο (75 χλμ. βορειοδυτικά του Αϊβαλί) και την Τροία, δυο αρχαίες πόλεις της περιοχής, που η φήμη και η αίγλη τους είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τα στενά όρια της Μικράς Ασίας.
Σύντομα, η μικρασιατική γη απλωνόταν πλέον μπροστά μου, και εγώ, πάνω στην σέλα της Hyperstrada, ξεκινούσα ένα ιδιόμορφο όσο και συναρπαστικό ιστορικό οδοιπορικό, με πρωταγωνιστικά στοιχεία την αστείρευτη και πολυδιάστατη παρουσία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Άλλωστε, τα αξεπέραστα αρχαιοελληνικά μνημεία που συναντά κανείς σε κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας αποτελούν τα «λάφυρα» που αποκομίζει ο συνειδητός Έλληνας οδοιπόρος στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου.
Με την γνώριμη μεσογειακή χλωρίδα να αποτελεί το πρωταγωνιστικό φυσικό σκηνικό αυτών των χιλιομέτρων, άλλοτε ακολουθούσα την καταγάλανη δαντελωτή ακτογραμμή και άλλοτε χανόμουν μέσα στις κατάφυτες βουνοπλαγιές της ενδοχώρας. Από την πρώτη άλλωστε στιγμή που βρέθηκα στη Μικρασία, έγινα θιασώτες της φύσης της. Αλλά πολύ περισσότερο έγινα «δέσμιος» της ιστορίας ενός τόπου, όπου η εθνική μας καταγωγή και το ιστορικό μας παρελθόν αποτελούν για μας τους Έλληνες ένα πολύτιμο, διαχρονικό διαβατήριο.
Η Άσσος (Behramkale), από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας, απλωνόταν πάνω σ’ ένα κωνικό λόφο και τους πρόποδές του, σε μικρή απόσταση από την αιγαιοπελαγίτικη ακτογραμμή. Η περίοδος της μέγιστης ακμής της Άσσου σημειώθηκε τον 4ο π. Χ αιώνα (όταν και αναδείχτηκε σ’ ένα από τα σπουδαιότερα πολιτικά και πνευματικά κέντρα της Μικράς Ασίας), ενώ η παρουσία του Αριστοτέλη, ο οποίος έζησε και δίδαξε εδώ για τρία ολόκληρα χρόνια, λογίζεται στις σημαντικότερες στιγμές της πόλης.
Στον μακροσκελή κατάλογο των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου της Άσσου που κρατούσα στα χέρια περιλαμβάνονταν τα οχυρωματικά τείχη και οι πύργοι, ο εξαίσιος ναός της Αθηνάς, η Αγορά, το Γυμνάσιο, το Βουλευτήριο και το Θέατρο – μετά από 3 ώρες περπάτημα κατάφερα να δω τα περισσότερα. Έχοντας όμως κουραστεί, θέλησα να ξαποστάσω για λίγο, πριν συνεχίσω την αρχαιολογική μου εξερεύνηση. Έτσι, άφησα τα αργόσυρτα βήματά μου να με οδηγήσουν στο επιβλητικότερο ίσως μνημείο της Άσσου, το αρχαίο θέατρο της πόλης, ένα κτίσμα του 2ου π. Χ. αιώνα, χωρητικότητας 5.000 θεατών.
Αφού περιπλανήθηκα στο χώρο της ορχήστρας και της σκηνής, στη συνέχεια ανέβηκα στα ψηλότερα σκαλοπάτια των κερκίδων και παρέμεινα εκεί για αρκετή ώρα, παρατηρώντας με δέος αυτό το σπάνιο αρχαιολογικό θησαυρό. Καθισμένος στα πέτρινα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου, βρέθηκα να ατενίζω εκστατικός το απέραντο γαλάζιο σεντόνι του Αιγαίου και τις απέναντι κοντινές ακτές της Μυτιλήνης, ενώ η θαλασσινή αύρα με χάιδευε απαλά στο πρόσωπο. Κι όταν για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια, ένιωσα εκείνο το υπέροχο συναίσθημα που χαρίζει η πραγμάτωση ενός ακόμα ταξιδιωτικού ονείρου…
Η ΕΝΔΟΞΗ ΤΡΟΙΑ
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειονότητα των ιστορικών-αρχαιολόγων τοποθετούσαν την ύπαρξη της Τροίας στη σφαίρα της φαντασίας και του μύθου. Ωστόσο, ο Ερρίκος Σλήμαν με μια σειρά ανασκαφών (1873-1890) που πραγματοποίησε στη συγκεκριμένη μικρασιατική περιοχή (στον λόφο Χισαρλίκ, κοντά στη συμβολή του ποταμού Σκαμάνδρου με τον Σιμόεντα) ανέτρεψε όλα τα δεδομένα, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η Ιλιάδα του Ομήρου δεν ήταν μύθος αλλά πραγματική ιστορία. Τις ανασκαφές του Σλήμαν προχώρησαν αργότερα ο Γερμανός Νταίρπφελντ (1894) και ο Αμερικανός Μπλέγκεν (1932-38).
Η αρχαιολογική σκαπάνη του Σλήμαν έφερε στο φως τα ερείπια εννιά επίπεδων συνοικισμών που αντιστοιχούν σε διαδοχικές ιστορικές περιόδους της Τροίας (3.200 π. Χ.- 400 μ. Χ.), συμπεριλαμβανομένης και της Τροίας του Πριάμου, η οποία είναι η έβδομη κατά σειρά. Αυτό δικαιολογείται από τα ίχνη εμπρησμού που φέρει, τα οποία χρονολογούνται στο 1.200 π. Χ., εποχή που αντιστοιχεί με τη συμβατική χρονολογία (1.185 π. Χ.) της καταστροφής της Τροίας από τους Έλληνες. Παρεμπιπτόντως, η μυθική Τροία ήταν κτισμένη αρχικά πολύ κοντά στη θάλασσα, αλλά οι συνεχείς προσχώσεις των ποταμών Σκαμάνδρου και Σιμόεντος απομάκρυναν σταδιακά την πόλη από την ακτογραμμή (η Τροία απέχει σήμερα περίπου 15 χλμ. από την θάλασσα).
Σύμφωνα με τα δεδομένα του χάρτη, η Τροία βρισκόταν 30 χλμ. νότια του Canakkale – σε απόσταση μόλις 5 χλμ. δυτικά της εθνικής οδού Canakkale-Izmir. Στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, μια ξύλινη αναπαράσταση του Δούρειου Ίππου, που μάλλον κιτς και αταίριαστη μου φάνηκε σε σχέση με την ιστορικότητα του χώρου, με καλωσόρισε στην πόλη του Πριάμου. Ανάμεσα στα λιγοστά ερείπια που απλώνονταν στον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο, ξεχώρισα το Βουλευτήριο, την Νότια Πύλη, ένα ρωμαϊκό ωδείο, την Ανατολική Πύλη, τα προπύλαια, καθώς και απομεινάρια τειχών που αναφέρονται σε διάφορες ιστορικές περιόδους της πόλης. Οι ανασκαφικές εργασίες του επίμονου Σλήμαν έφεραν επίσης στην επιφάνεια χάλκινα όπλα, πήλινα αγγεία, αγαλματίδια θεών και ολόχρυσα γυναικεία κοσμήματα (σκουλαρίκια, καρφίτσες για τα μαλλιά και βραχιόλια).
Η περιπλάνησή μου στον αρχαιολογικό χώρο της Τροίας έγινε κάτω από έναν καυτό ήλιο που φλερτάριζε τους 38ο C. Σε καμία πάντως περίπτωση τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν κατάφεραν να μου δώσουν μια υποτυπώδη έστω εικόνα της ένδοξης Τροίας, την οποία ο ραψωδός Όμηρος έκανε αθάνατη μέσα στις σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας. Πάντως, με την επίσκεψή μου στην Τροία, ένα παιδικό μου όνειρο είχε επιτέλους γίνει πραγματικότητα…
ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΩΝ ΔΑΡΔΑΝΑΛΙΩΝ
Η πόλη Canakkale (στα τούρκικα σημαίνει «Φρούριο των Τσανακιών») είναι κτισμένη στο στενότερο σημείο των Δαρδανελίων –στο μέσο περίπου του πορθμού. Το προγενέστερο όνομά της (Δαρδανέλια) είχε δοθεί από τους Έλληνες λόγω της γειτνίασής της με την αρχαία πόλη Δάρδανο (ή Δαρδανία), την πόλη του Δάρδανου, την οποία οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει σε απόσταση 8 χλμ. νοτιοδυτικά της σημερινής πόλης.
Λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, η Canakkale γρήγορα οχυρώθηκε από τους Τούρκους, προκειμένου να ελέγχεται η ναυσιπλοΐα στα Στενά. Η μεγάλη στρατιωτική σημασία της πόλης διαφαίνεται από το γεγονός ότι ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής την οχύρωσε με δυο αντικριστά φρούρια, ένα στην ευρωπαϊκή (Kilitbahir Kalesi / Kilid al-bahr) και ένα στην ασιατική πλευρά (Cimenlik Kalesi / Kale-i Sultaniye), στην κωμόπολη Eceabat.
Καθώς παρκάριζα την Ducati στο κέντρο του Canakkale, μπροστά ακριβώς στο Clock Tower (το σήμα κατατεθέν της πόλης), δυο Τούρκοι συνάδελφοι-μοτοσυκλετιστές με πλησίασαν και χάζευαν από κοντά την Hyperstrada. Στην Τουρκία, η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν είχε καλά-καλά κυκλοφορήσει στους δρόμους. Η λευκή μοτοσυκλέτα, όμως, ήταν η αφορμή για να γνωριστώ με τον Αχμέτ και τον Μουράτ, που γρήγορα προθυμοποιήθηκαν να μου δείξουν τα αξιοθέατα της πόλης τους – ποτέ δεν λέω όχι σε τέτοιες προτάσεις.
H βόλτα στα Δαρδανέλια ξεκίνησε από το καλοδιατηρημένο κάστρο Cimenlik Kalesi (1452). Δίπλα ακριβώς στο κάστρο, μέσα στο ομώνυμο πάρκο, βρισκόταν το Ναυτικό Μουσείο της πόλης (Canakkale Naval Museum). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τόσο τα μουσειακά εκθέματα, όσο και το πολεμικό υλικό που υπήρχε στον προαύλιο χώρο (νάρκες θαλάσσης, αντιαεροπορικά κανόνια, τμήματα κατεστραμμένων υποβρυχίων, τορπίλες κ. α) – μέρος του εξοπλισμού είχε χρησιμοποιηθεί από τον τουρκικό στρατό στην μάχη της Καλλίπολης (1915).
Η γνωριμία με την Canakkale περιελάμβανε επίσης ένα γρήγορο πέρασμα από την παραδοσιακή αγορά Mirrored Bazaar και το ιστορικό χαμάμ Yah Hamam, ενώ οι αναμνηστικές φωτογραφίες μας τραβήχτηκαν στο χώρο της προκυμαίας, μπροστά στον τεράστιο ξύλινο Δούρειο Ίππο. Όχι, δεν ήταν ο ίδιος μ’ εκείνον που είχα αντικρίσει στην κοντινή Τροία. Ο Δούρειος Ίππος που δέσποζε στην παραλιακή ζώνη της Canakkale είχε χρησιμοποιηθεί το 2004 για τις ανάγκες της κινηματογραφικής υπερπαραγωγής «Τροία». Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, η εταιρία παραγωγής δώρισε τον κινηματογραφικό Δούρειο Ίππο στην πόλη των Δαρδανελίων.
Έχοντας σταματήσει μπροστά στην μικρή προβλήτα της Canakkale, το δίλλημα που αντιμετώπιζα ήταν μεγάλο: «να περάσω απέναντι στην ευρωπαϊκή ακτή της Τουρκίας και να επιστρέψω στην Ελλάδα οδικώς μέσω Κήπων, ή να γυρίσω ξανά πίσω στο Αϊβαλί και να περάσω ατμοπλοϊκώς στην Μυτιλήνη;»
Κι ενώ η λογική με οδηγούσε μπροστά, η καρδιά μου, αντίθετα, με έσπρωχνε πίσω στα μικρασιατικά χώματα. Κοντοστάθηκα για λίγο και κοίταξα μέσα μου βαθιά. Όσο κι αν προσπαθούσα όμως, δεν μπορούσα να παραβλέψω τα έντονα μηνύματα της καρδιάς. Το φέρυ-μποτ σφύριζε για τρίτη και τελευταία φορά. Οι κάβοι λύνονταν, έπρεπε να βιαστώ. Πάτησα την μίζα, έβαλα πρώτη στο κιβώτιο και ξεκίνησα …για πίσω! Αλί, βάλε τα ψάρια στα κάρβουνα και γέμισε τα ποτήρια με ρακί…