Η βροχή που έπεφτε με μανία πάνω στο τσίγκινο υπόστεγο θύμιζε άγρια ροκ μουσική και οι εκκωφαντικές βροντές έμοιαζαν με τα ξεσπάσματα ενός αλαφιασμένου ντράμερ. Ο κατάμαυρος ουρανός μαστίγωνε με άπειρες χοντρές σταγόνες την μοτοσυκλέτα που είχα παρατήσει δίπλα στον δρόμο, ο αέρας λυσσομανούσε και οι ανθρώπινες φιγούρες που περνούσαν βιαστικά από μπροστά μου χάνονταν σαν αερικά μες στην αντάρα και την βροχή.
Μια ώρα τώρα παρέμενα κάτω από το υπόστεγο ενός μικρού μαγαζιού για να γλιτώσω από την υγρή οργή της φύσης. Εδώ είχα σταματήσει εσπευσμένα, αναζητώντας ένα στεγνό καταφύγιο, αφού η διάθεση του καιρού είχε αλλάξει πολύ απότομα – ούτε τα αδιάβροχα δεν είχα προλάβει να φορέσω. Τόση ήταν δε η μανία και ο όγκος της καταιγίδας, που αρκετά αυτοκίνητα διέκοπταν προσωρινά την πορεία τους και στάθμευαν στις άκρες του δρόμου.
Άλλη μια μέρα στους δρόμους της Ταϊλάνδης προοιωνιζόταν δύσκολη – και βρισκόμουν μόλις στην αρχή της. Η παρουσία μου στην «Χώρα των Χαμογελαστών Ανθρώπων» είχε συμπέσει χρονικά με την περίοδο των μουσώνων, την πιο ακατάλληλη χρονική περίοδο για να ταξιδέψει κανείς στη Νοτιοανατολική Ασία – και ειδικά με μοτοσυκλέτα. Στη διάρκεια των μουσώνων (Ιούνιος–Οκτώβριος), μπορεί να μην βρέχει όλη μέρα, αλλά σίγουρα βρέχει κάθε μέρα.
Ως γνωστόν, οι μουσώνες δεν φέρνουν μόνο ζωή στην περιοχή αλλά πολλές φορές και τον θάνατο. Κάθε χρόνο, αυτήν την εποχή, τα τηλεοπτικά δελτία σε όλο τον κόσμο προβάλουν εικόνες με απέραντες πλημμυρισμένες εκτάσεις, ενώ χιλιάδες είναι οι άνθρωποι που πνίγονται ή μένουν άστεγοι. Με τίποτα δεν μπορούσα να με φανταστώ να κολυμπώ μέσα στα λασπόνερα και την πορτοκαλί ΚΤΜ να εκτελεί χρέη …υποβρύχιου σκάφους!
Ο ΑΠΟΜΟΝΩΜΕΝΟΣ ΒΟΡΡΑΣ
Κάποια στιγμή, η μουσική της βροχής έγινε μια απαλή μελωδία, μέχρι που τελικά τελείωσε. Ήταν καιρός να συνεχίσω το δρόμο μου για την πόλη Chiang Mai, την επίσημη πρωτεύουσα του ταϊλανδέζικου Βορρά. Έχοντας αφήσει πίσω μου τους κουραστικούς ρυθμούς της πολύβουης Μπανγκόκ, οδηγούσα με προορισμό το «Βασίλειο του ενός εκατομμυρίου ορυζώνων», του πρώτου ανεξάρτητου Βασιλείου της Ταϊλάνδης (La Na Thai), που απλώνεται στον γεωγραφικό Βορρά της χώρας.
Ο δρόμος, μια καλοσυντηρημένη ασφάλτινη λωρίδα, διασχίζοντας μια σχεδόν αδιαπέραστη τροπική φύση, ένωνε πολλά χωριά και κωμοπόλεις, ενώ η κίνηση καθοδόν ήταν σχετικά νωχελική. Και να σκεφτεί κανείς ότι μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Chiang Mai συνδέθηκε οδικώς με τον Νότο της χώρας. Μέχρι τότε, η μετάβαση στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα πρωτεύουσα του Βορρά ήταν ένα πολυήμερο, επίπονο ταξίδι στην πλάτη ενός με ελέφαντα μέσα στα καταπράσινα ομιχλώδη βουνά της περιοχής ή με βάρκα μέσω των ορμητικών ποταμών.
Χάρη όμως στην γεωγραφική της απομόνωση, η Chiang Mai (απέχει 710 χλμ. βόρεια της Μπανγκόκ) κατάφερε να διατηρήσει ζωντανές τις πανάρχαιες παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα και «άφθαρτη» την αυθεντικότητα και την γοητεία της. Πραγματική όαση γαλήνης, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ταϊλάνδης με φιλοξένησε για τέσσερεις μέρες, με χαλάρωσε η ήρεμη ατμόσφαιρά της, ενώ οι ευγενικοί ντόπιοι κέρδισαν αμέσως την συμπάθειά μου. Τι περίμενα όμως να αντικρίσω εδώ στον μακρινό Βορρά της Ταϊλάνδης; Βουδιστικά μοναστήρια και παγόδες με λαμπρή αρχιτεκτονική, φυλές ξεχασμένες στο παρελθόν, προστατευμένα εθνικά πάρκα, καταπράσινες κοιλάδες και βαθμιδωτούς ορυζώνες, παραδοσιακούς τεχνίτες, απέραντες εκτάσεις με ορχιδέες και πανέμορφα τροπικά φυτά, χωριά κρυμμένα μέσα στη πυκνή ζούγκλα και πόλεις με αξιόλογα ιστορικά μνημεία και αυθεντικό πολιτιστικό περιβάλλον…
Το ένδοξο ιστορικό παρελθόν της Chiang Mai, που ιδρύθηκε το 1296 από τον Ταϊλανδό βασιλιά Mengrai, μου αποκαλύφθηκε μέσα από τους δεκάδες περίλαμπρους βουδιστικούς ναούς που ξεφύτρωναν παντού, σ’ όλη την έκτασή της (Wat Chiang Man, Wat Ku Tao, Wat Chedi Luang, Wat Phra Sing, Wat Suan Dok, κ.ά) – γνωστότερος όλων, ο ναός Wat PhraThat, που βρισκόταν στην κορυφή του λόφου Ντόι Σατέπ, περίπου 15 χλμ. δυτικά της πόλης.
Ωστόσο, σημείο αναφοράς της Chiang Mai αποτελούσε η υπαίθρια νυχτερινή αγορά της. Ως αργά το βράδυ, ο εμπορικός δρόμος Chang Khlan μεταμορφωνόταν σ’ ένα πολύχρωμο γραφικό παζάρι, με εκατοντάδες μικροπωλητές να διαθέτουν στους πάγκους τους μια τεράστια γκάμα εμπορευμάτων και μια πρωτόγνωρη ποικιλία εδεσμάτων της τοπικής κουζίνας. Κι εγώ, με την φωτογραφική μηχανή στα χέρια, «κλικάριζα» αχόρταγα πάνω στο αεικίνητο πλήθος της αγοράς, αποτυπώνοντας με μια πιο διεισδυτική ματιά την καθημερινή ζωή των ντόπιων που εκτυλισσόταν μπροστά μου.
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΤΡΙΓΩΝΟ
Με επίκεντρο την Chiang Mai, οι ξεχωριστές ταξιδιωτικές εμπειρίες που βίωσα, ήρθαν να επιβεβαιώσουν –με τον πλέον άμεσο τρόπο– πως ένα οδοιπορικό στην Ταϊλάνδη δεν θεωρείται ποτέ ολοκληρωμένο χωρίς μια επίσκεψη στην ενδοχώρα του Βορρά. Η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα με οδήγησε αρχικά στην μικρή πολιτεία Mae Hong Son (125 χλμ. δυτικά της Chiang Mai), που απλώνεται δίπλα στις όχθες της λίμνης Jong Kham – η Mae Hong Son είναι φημισμένη για τους αξιόλογους βουδιστικούς ναούς Jong Khum και Jong Klang.
Και φυσικά, δεν θα έχανα με τίποτα την ευκαιρία να οδηγήσω ακόμα πιο βόρεια, στα σύνορα της Ταϊλάνδης με την Μιανμάρ (Βιρμανία) και το Λάος – εκεί εκτείνεται το περιβόητο «Χρυσό Τρίγωνο» (Golden Triangle), μια περιοχή που έκτισε τη φήμη της από το εμπόριο ναρκωτικών που ανθούσε εδώ. Μεγάλος πρωταγωνιστής του «Χρυσού Τριγώνου» ο καφεκίτρινος ποταμός Μεκόνγκ, που οριοθετεί τα σύνορα των τριών χωρών.
«…μέχρι πρόσφατα, οι περισσότεροι συμπατριώτες μου συντηρούνταν από την καλλιέργεια οπίου. Τα τελευταία όμως χρόνια, η παραγωγή και το εμπόριο ναρκωτικών έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό. Οι προσπάθειες των αστυνομικών και στρατιωτικών Αρχών, σε συνδυασμό με το «Βασιλικό Πρόγραμμα Εξυγίανσης» (Royal Project) που εφάρμοσε η ταϊλανδέζικη κυβέρνηση, έπεισαν όλο και περισσότερους χωρικούς να στραφούν σε παραδοσιακές καλλιέργειες (λουλούδια, τσάι, φαρμακευτικά βότανα, ρύζι) και πατροπαράδοτες ασχολίες (αγγειοπλαστική, υφαντουργία), εγκαταλείποντας έτσι οριστικά την καλλιέργεια οπίου».
Ο αγγλόφωνος ξεναγός μου –τον είχα μαζί για να μου δείξει τα μικρά μυστικά του «Χρυσού Τριγώνου»– ήταν αρκετά αποκαλυπτικός, τόσο για την κατάσταση που επικρατούσε στο τριεθνές συνοριακό πέρασμα, όσο και για την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής: «…παρά τις όποιες προσπάθειες των κρατούντων, ακόμη και σήμερα αρκετές φυλές ακολουθούν τους κανόνες που επιβάλλει η ζωή της ζούγκλας και εξακολουθούν να μετακινούνται από τη μια χώρα στην άλλη, αδιαφορώντας για την ύπαρξη συνόρων…»
Από τις πιο σημαντικές όμως στιγμές της παρουσίας μου στη Βόρεια Ταϊλάνδη ήταν αναμφίβολα η γνωριμία με τις ντόπιες ορεινές φυλές. Με ρίζες στην Μιανμάρ, την Κίνα και το Λάος (απ’ όπου ήρθαν πρόσφυγες πριν 200 χρόνια περίπου), αριθμούν περίπου 550.000 άτομα και σύμφωνα με την έρευνα του «Φυλετικού Ινστιτούτο Ταϊλάνδης» εντάσσονται σε 6 διαφορετικές φυλετικές ομάδες (Karen, Lisu, Meo, Yao, Akha, Lawa).
Κάθε φυλή είχε ιδιαίτερη διάλεκτο, ξεχωριστά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, διαφορετικό ενδυματολογικό κώδικα και δικούς της χορούς – παρά την πολιτιστική τους ανομοιογένεια, όλες οι εξωτικές φυλές του Βορρά συνυπάρχουν αρμονικά στην περιοχή. Έμεναν σε απομονωμένους οικισμούς κυριολεκτικά «αόρατους» μέσα στο καταιγιστικό πράσινο της φύσης και τα σπίτια τους –κατασκευασμένα από μπαμπού– στηρίζονταν πάνω σε χοντρούς πασσάλους.
Οι πιο συγκλονιστικές φιγούρες που αντίκρισα στα ορεινά χωριά του Βορρά ήταν αναμφισβήτητα οι «γυναίκες–καμηλοπαρδάλεις» της φυλής Karen, που ξεχώριζαν για τους εντυπωσιακούς χάλκινους (ή χρυσούς) κρίκους που φορούσαν γύρω από το λαιμό τους – η αρχική σκοπιμότητα των κρίκων ήταν να προφυλάσσονται οι γυναίκες της φυλής από επιθέσεις τίγρεων, αλλά και να μη τις κλέβουν οι αντίπαλες φυλές.
Πρόκειται για μια μακρόχρονη παράδοση, την οποία οι γυναίκες της φυλής υιοθετούν από μικρή ηλικία (5–6 ετών). Μεγαλώνοντας, οι γυναίκες προσθέτουν επιπλέον κρίκους στο λαιμό τους, ο οποίος όμως μακραίνει δυσανάλογα, οι μύες δεν αναπτύσσονται, με αποτέλεσμα, οι κρίκοι να γίνονται απαραίτητοι για την στήριξη του κεφαλιού. Γι’ αυτό, σε περίπτωση αφαίρεσης των κρίκων, η «γυναίκα-καμηλοπάρδαλη» πεθαίνει αμέσως από ασφυξία.
Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Με την επιστροφή μου στη Μπανγκόκ, είχα μπει στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση του διηπειρωτικού μου οδοιπορικού. Με αφετηρία το μητροπολιτικό κέντρο της Ταϊλάνδης, η προσέγγιση της Σιγκαπούρης, που αντιπροσώπευε τον απώτατο προορισμό του δίτροχου ταξιδιού μου στην Ασία, ήταν υπόθεση λίγων μόνο ημερών. Μόλις 2.000 χλμ. χωρίζουν την Μπανγκόκ από την Σιγκαπούρη, ενώ η στενόμακρη Μαλαϊκή χερσόνησος, την οποία μοιράζεται η Ταϊλάνδη και η Μαλαισία, ήταν έτοιμη να υποδεχτεί την πορτοκαλί ΚΤΜ και τον ανυπόμονο αναβάτη της.
Πολιτικό, καλλιτεχνικό και οικονομικό κέντρο, όχι μόνο της Ταϊλάνδης, αλλά και όλης της Νοτιοανατολικής Ασίας, η Μπανγκόκ τα τελευταία τριάντα χρόνια γνώρισε μια ραγδαία οικιστική ανάπτυξη, που συνοδεύτηκε παράλληλα και από μια αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, προσφέροντας σήμερα στέγη σε πάνω από 12.000.000 κατοίκους. Αν και αντιπαθώ τις μεγαλουπόλεις, δεν κατάφερα τελικά να γυρίσω την πλάτη μου και να αγνοήσω την εξόχως σαγηνευτική, εκκεντρική, «αμαρτωλή», αλλά συνεχώς εξελισσόμενη Μπανγκόκ. Με παραδοσιακές αγορές, έντονη νυχτερινή ζωή, πολιτιστικά αξιοθέατα και λαμπρούς βουδιστικούς ναούς, η παλλόμενη από ζωή πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης ήταν μια εξωτική πόλη που «φόρτισε» τις μπαταρίες μου και απογείωσε τη διάθεσή μου στο limit-up. Κώστα, καλώς ήρθες σε άλλη μια high-tech μεγαλούπολη του κόσμου…
Διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και την πολιτιστική της παράδοση, η Μπανγκόκ (στα ταϊλανδέζικα σημαίνει «Πόλη των Αγγέλων») με εξιτάρισε με τις δυνατές αντιθέσεις της. Το σύγχρονο και το παραδοσιακό, ο απόλυτος πλούτος και η φτώχεια, έδιναν ραντεβού στους δρόμους της πόλης με τρόπο που εντυπωσίαζε και ταυτόχρονα σοκάριζε: πανύψηλοι ουρανοξύστες και πολυτελέστατες κατοικίες ανακατεύονταν με χαμόσπιτα και παράγκες, υπαίθριες αγορές με μικροπωλητές λειτουργούσαν δίπλα σε μοντέρνα εμπορικά κέντρα, τρίκυκλα μοτο-ταξί συναγωνίζονταν υπερσύγχρονα sky-trains και διαφημιστικές επιγραφές νέον φώτιζαν βουδιστικούς ναούς.
Όμως, η περιπλάνηση στην χαώδη Μπανγκόκ ήταν μια πραγματική περιπέτεια, εξαιτίας των πολλών αξιοθέατων που είχα να επισκεφθώ και του απίστευτου κυκλοφοριακού χάους που επικρατούσε τις ώρες αιχμής – επί καθημερινής βάσης, στους δρόμους της πρωτεύουσας κυκλοφορούν περίπου τέσσερα εκατομμύρια οχήματα. Χαρακτηριστικά, για μια απόσταση 6 χλμ. στο κέντρο της πόλης με τη μοτοσυκλέτα, χρειαζόμουν περίπου μιάμιση ώρα!
Σαφώς καλύτερη παρουσιαζόταν η κατάσταση στους υδάτινους δρόμους της πόλης. Ο «Ποταμός των Βασιλέων» Chao Phraya που διαρρέει την Μπανγκόκ, αποτελούσε την καλύτερη εναλλακτική λύση μετακίνησης, ώστε να αποφεύγει κανείς την κίνηση στους κυκλοφοριακά κορεσμένους δρόμους της πρωτεύουσας. Τραγική ειρωνεία: στους εναέριους αυτοκινητοδρόμους (Express Highways), εκεί που θα μπορούσα να αποφύγω το τρελό μποτιλιάρισμα της πόλης και να κινηθώ πολύ πιο γρήγορα, απαγορευόταν η κυκλοφορία όλων των δικύκλων! Τρεις φορές προσπάθησα να μπω στους εναέριους αυτοκινητοδρόμους, τρεις φορές έφαγα …μπάρα!
Ωστόσο, το τίμημα του εκσυγχρονισμού και της ραγδαίας ανάπτυξης που γνώρισε η Μπανγκόκ, είχε δυστυχώς και τις αρνητικές της επιπτώσεις. Η ατμοσφαιρική ρύπανση κυμαινόταν σε αρκετά υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα όλοι σχεδόν οι οδηγοί των μοτοποδηλάτων και των τρίκυκλων ταξί είχαν καλυμμένο το πρόσωπό τους με προστατευτικές μάσκες και μαντίλια – την ίδια λύση χρειάστηκε να υιοθετήσω κι εγώ!
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΝΑΥΤΙΚΟΣ…
Το γεγονός που έμελλε όμως να σημαδέψει την παραμονή στην Μπανγκόκ ήταν η γνωριμία μου μ’ ένα άτομο – όχι Ταϊλανδό, αλλά… Έλληνα! Μιλάω για τον Γιάννη Σαπουντζή, έναν απόμαχο ναυτικό που παραθέριζε τους τελευταίους τρεις μήνες στη Ταϊλάνδη μόνος του. Η ελληνική πινακίδα κυκλοφορίας και τα αυτοκόλλητα των χορηγών πάνω στη μοτοσυκλέτα τράβηξαν αμέσως τη προσοχή του Γιάννη, που έσπευσε να με αναζητήσει στο ξενοδοχείο μου. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη –σχεδόν δάκρυσε– όταν του συστήθηκα, αφού ευτύχησε να συναντήσει αυτόν που τόσα χρόνια τον «ταξίδευε» μέσα από τις σελίδες των μοτο-περιοδικών. Κάτοχος μιας Harley Davidson 883 Sportster, είχε κυριολεκτικά οργώσει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Αφού μετακόμισε στο ξενοδοχείο που έμενα, ο Γιάννης προσφέρθηκε τις επόμενες μέρες να μου δείξει τις χάρες της ταϊλανδέζικης πρωτεύουσας, αυτές που τον είχαν ξεμυαλίσει και τον είχαν κρατήσει μακριά από την Ελλάδα: «…η καλοσύνη των Ταϊλανδών σου παρέχει εκείνο το αίσθημα ασφάλειας που τόσο έχει ανάγκη ένας ταξιδιώτης. Τα γαλήνια και χαμογελαστά πρόσωπά τους, η έμφυτη ευγένεια και η προθυμία που τους διακρίνει, μαρτυρούν αγνές και καλοπροαίρετες ανθρώπινες φυσιογνωμίες, δίχως ίχνος προσποίησης και υστεροβουλίας…η φιλοξενία βρίσκει εδώ την κυριολεκτική της έννοια. Ότι ίσχυε στην Ελλάδα πριν από δεκαετίες. Βλέπεις, είμαι αρκετά μεγάλος ώστε να θυμάμαι πως κι η Ελλάδα ήταν κάποτε αρκετά φιλόξενη…μετά από τόσα χρόνια στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του κόσμου, πατρίδα για μένα είναι πια οι άνθρωποι του κάθε τόπου που με καλούν στην ζωή τους και με τους οποίους μοιράζομαι τις ίδιες αξίες και ιδανικά…». Γιάννη μου, κι εγώ μαζί σου είμαι…
Αφήνοντας την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα να ξεκουραστεί στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, επιστρατεύσαμε ένα τρίκυκλο μοτο-ταξί και ξεκινήσαμε μαζί την «αποκωδικοποίηση» της Μπανγκόκ…Και επειδή η ασιατική μητρόπολη έκρυβε πολλούς άσσους στο μανίκι της, δεν θυμάμαι να κοιμηθήκαμε περισσότερο από 4 ώρες την ημέρα!
Η επίσκεψη στην Μπανγκόκ δε θα σήμαινε τίποτα αν δεν περπατούσα στον χώρο του «Μεγάλου Παλατιού» (Grand Palace). Ο επίσημος τόπος διαμονής των Ταϊλανδών βασιλιάδων (18ο – 20ο αιώνα) βρισκόταν πάνω σ’ ένα νησάκι του ποταμού Chao Praya και περιλάμβανε πολλά κτίρια εξαιρετικής ταϊλανδέζικης αρχιτεκτονικής, με αστραφτερά χρώματα και χρυσές κορυφές. Το συγκρότημα του «Μεγάλου Παλατιού» ήταν όμως μόνο η αρχή. Το ταξίδι στα ιστορικά-θρησκευτικά αξιοθέατα συνεχίστηκε με αμείωτο ενδιαφέρον στο «Ναό του Ξαπλωμένου Βούδα» (Wat Pho), στο «Ναό της Αυγής» (Wat Arun), στο επιβλητικό παλάτι «Vimanmek Teak Royal Mansion», στο μουσείο «Bangkok Noi», στο Εθνικό Μουσείο, αλλά και στην πλωτή αγορά Damnuen Saduak (80 χλμ. νοτιοανατολικά της Μπανγκόκ), την πιο πολυφωτογραφημένη της χώρας.
Όλοι οι επισκέπτες παραδέχονται πως η νυχτερινή ζωή της Μπανγκόκ κολάζει ακόμα και …αγγέλους! Όταν έπεφτε το σκοτάδι, η «Πόλη των Αγγέλων» κυριολεκτικά μεταμορφωνόταν και ο παλμός της γινόταν αρκετά πιο έντονος. Η καρδιά της νυχτερινής Μπανγκόκ χτυπούσε στις συνοικίες Patpong, Soi Cowboy και Nana Plaza, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα εκατοντάδες ινστιτούτα μασάζ και σάουνες, go-go bars, strip shows και karaoke clubs. Τις μεταμεσονύχτιες ώρες οι δρόμοι εδώ πλημμύριζαν από μελαψές «πεταλούδες», τα κέντρα διασκέδασης ασφυκτιούσαν από ενθουσιώδεις θαμώνες και οι τουρίστες –ανεξαρτήτως ηλικίας– αναζητούσαν εμπειρίες πληρωμένης ηδονής. Κάπου εκεί μέσα σουλατσάραμε κι εμείς, ψάχνοντας την δίχως όρια διασκέδαση.
ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Μετά την «άλωση» της Μπανγκόκ, ξεκίνησα την πορεία μου προς το νότο της χώρας. Αλλά όχι μόνος. Ο Γιάννης είχε αποφασίσει να υιοθετήσει κατά γράμμα το ταξιδιωτικό μου πρόγραμμά. Θα με ακολουθούσε μέχρι τα σύνορα της Μαλαισίας, ταξιδεύοντας με τα τοπικά μέσα συγκοινωνίας. Έτσι, για τις επόμενες μέρες, παρέα με τον Γιάννη, ξόρκισα τη καταραμένη μου μοναξιά και πέρασα πραγματικά αξέχαστες στιγμές.
Περίπου 870 χλμ. χώριζαν την Μπανγκόκ από το νησί Πουκέτ (Phuket), γνωστό κι ως «Μαργαριτάρι του Νότου». Εγκαταλείποντας νωρίς τα ξημερώματα την αγουροξυπνημένη Μπανγκόκ –για να αποφύγω το πρωινό μποτιλιάρισμα– και με μια ενδιάμεση διανυκτέρευση στην πόλη Surat-Thani, διέσχιζα την γέφυρα Serasin (συνδέει το Πουκέτ με την ηπειρωτική χώρα) νωρίς το επόμενο μεσημέρι. Ο Γιάννης έφτασε οδικώς το ίδιο βράδυ με λεωφορείο.
Αρωγοί στο τελευταίο σκέλος του ταξιδιού μου επί ταϊλανδέζικου εδάφους το καλοσυντηρημένο οδικό δίκτυο, η ποιοτική αμόλυβδη βενζίνη (υπήρχε σ’ όλη την χώρα) και η υποδειγματική συμπεριφορά των υπολοίπων συνταξιδιωτών του δρόμου – εξαίρεση αποτελούσαν μόνο οι οδηγοί των αγροτικών αυτοκινήτων, με τα φαρδιά ζαντολάστιχα και τις αεροτομές, που πήγαιναν «χωρίς αύριο». Το γεγονός ότι στην Ταϊλάνδη οδηγούσα ανάποδα, βρετανικά, το είχα προ πολλού ξεπεράσει, ενώ οι τροπικές βροχές και η δυσβάστακτη υγρασία ήταν δυστυχώς στοιχεία μιας μίζερης καθημερινότητας μέσα στην οποία είχα συνηθίσει πια να ζω. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, τα ποσοστά υγρασίας ήταν τόσο μεγάλα, που ο φακός της φωτογραφικής μηχανής θόλωνε σε χρόνο dt, καθιστώντας αδύνατη την φωτογράφηση!
Γιατί όμως επέλεξα να βάλω στο GPS τις συντεταγμένες –αποκλειστικά και μόνο– του μεγαλύτερου και πιο κοσμοπολίτικου νησιού της Ταϊλάνδης; Όσοι έχετε ζήσει την εμπειρία «Πουκέτ», ξέρετε ότι οι λέξεις δύσκολα μπορούν να περιγράψουν την παραδεισένια φύση που χαρακτηρίζει το νησί του ταϊλανδέζικου νότου. Αλλά και οι φωτογραφίες, το μόνο που καταφέρνουν είναι να αιχμαλωτίσουν σ’ ένα χαρτί τα εκπληκτικά χρώματα αυτού του νησιού. Γιατί η πραγματικότητα στο Πουκέτ είναι πιο δυνατή από άπειρες λέξεις ή φωτογραφίες: καταπληκτικοί όρμοι και κόλποι, ακτές στεφανωμένες με πανύψηλους φοίνικες, παραλίες με λευκή άμμο και διάφανα γαλαζοπράσινα νερά, εξωτική βλάστηση, αιματοβαμμένα δειλινά…
Συνδυάζοντας εκπληκτικό τροπικό τοπίο, εξαιρετική φιλοξενία, έντονη νυχτερινή ζωή, καταπληκτική κουζίνα και υψηλού επιπέδου υπηρεσίες με υπερπολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα και τουριστικά θέρετρα πλήρως εναρμονισμένα με το περιβάλλον, το μαργαριταρένιο νησί του αρχιπελάγους Andaman στον Ινδικό Ωκεανό έχει αναδειχτεί –όχι τυχαία– σ’ ένα από τους πιο αγαπημένους προορισμός των ταξιδιωτών της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχοντας λοιπόν την μαγική συνταγή ενός επίγειου παράδεισου, το Πουκέτ ήταν το δώρο που χρωστούσα στον εαυτό μου, η ειδυλλιακή απόδραση (ή ξεκούραση) που τόσο είχα ανάγκη μετά από 45 ημέρες ταξιδιού στους δρόμους της Ασίας.
ΝΗΣΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΓΟΥΣΤΑ
Το Πουκέτ, με μέγεθος σχεδόν όσο η Κέρκυρα (543 τ.χλμ.), έχει κάτι για τον καθένα. Οι πιο κουρασμένοι θα βάλουν ένα αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας και θα χαλαρώσουν σε μια από τις παραλίες του νησιού, ρουφώντας ήλιο και κάνοντας βουτιές στα σμαραγδένια νερά. Οι λάτρεις της δράσης θα εκτονωθούν με καταδύσεις, snorkelling και windsurfing. Οι φυσιολάτρες θα κάνουν trekking στο Εθνικό Πάρκο Khao Phra Thaeo και κρουαζιέρες στα τριγύρω νησιά (Phi Phi Don, Phi Phi Ley). Οι ερωτευμένοι και οι νεόνυμφοι θα χαθούν σε μια ονειρική, ρομαντική διάσταση, ενώ τα ανήσυχα νιάτα –όπως εγώ κι ο Γιάννης– θα περάσουν ξέφρενες βραδιές στην παραλιακή πόλη Patong διασκεδάζοντας σε καμπαρέ, nightclubs, go-go bars και karaoke lounges.
Όπως λοιπόν καταλαβαίνετε, στο Πουκέτ υπάρχουν πολλοί λόγοι για να σηκωθείτε από την ξαπλώστρα της παραλίας – αν φυσικά το επιθυμείτε. Και παρά το γεγονός ότι περισσότεροι από 2.000.000 τουρίστες επισκέπτονται κάθε χρόνο το «Μαργαριτάρι του Νότου», εμείς καταφέραμε και ανακαλύψαμε μια ερημική παραλία, όπου δέσαμε την αιώρα μας κάτω από ένα λεπτόκορμο φοινικόδεντρο. Τι ακολούθησε τις επόμενες πέντε μέρες; Ήλιος, μαγιό, πετσέτα, αντιηλιακό στο κορμί και αλάτι στα μαλλιά…Απόλυτη καλοκαιρινή ραστώνη στα ζεστά νερά της Θάλασσας Andaman. Παρακαλώ, μην μας ενοχλείτε…