Φτωχοντυμένοι ντόπιοι πωλούσαν κατάχαμα στην άκρη του δρόμου τα αγαθά της γης και του μόχθου τους. Αγρότες με ροζιασμένα χέρια τσάπιζαν κάτω από το καυτό στεφάνι του ήλιου την γη των πατεράδων τους. Ξύλινα ιππήλατα κάρα μετέφεραν με αργούς ρυθμούς στον προορισμό τους αγαθά και ανθρώπους. Παραταγμένες στην σειρά αγροικίες, που η κάθε μια φάνταζε στα μάτια μου ως ένα μικρό αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, δέσποζαν και από τις δυο πλευρές του δρόμου.
Χιλιόμετρα ασβεστωμένων δεντροστοιχιών υψώνονταν εκατέρωθεν του στενού οδικού άξονα, συνοδεύοντας το ταξίδι της ασφάλτινης λωρίδας μέσα από τα μικρά χωριουδάκια της ρουμανικής γης. Παρέες γερόντων καθισμένοι στις εισόδους των σπιτιών, ρωτούσαν με ευγένεια και περιέργεια να μάθουν την καταγωγή μου. Μαντηλοφορεμένες αγρότισσες απροσδιόριστης ηλικίας, με ποικιλοστόλιστες ποδιές και γαλότσες στα πόδια, έτρεχαν να κρυφτούν κάθε φορά που τις σημάδευα με τον φωτογραφικό φακό.
Οι αγχολυτικές εικόνες και οι γεμάτες αισθησιασμό καταστάσεις που βίωνα ταξιδεύοντας για δεύτερη μέρα στην Νότια και Κεντρική Ρουμανία, μ’ είχαν μεταφέρει σε άλλη διάσταση, σε μια γοητευτική, απρόβλεπτη Ρουμανία ενός κοντινού χθες. Είχα κάθε λόγο λοιπόν να αισθάνομαι ιδιαίτερα χαρούμενος και τυχερός, γιατί τούτη την Ρουμανία ήθελα –και ευτύχησα τελικά– να ανακαλύψω, να καταγράψω και να αρχειοθετήσω στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Έναν τόπο με ακριβοθώρητες βουκολικές σκηνές, γαλήνια τοπία και αυθεντικές καταστάσεις αλλοτινών εποχών.
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ
Αυτά όμως ήταν μόνο η αρχή, το …ζέσταμα! Γιατί καθώς πλησίαζα στην κωμόπολη Curtea de Arges, σταδιακά μου αποκαλυπτόταν ο σημαντικότερος λόγος που ταξίδευα με την πορτοκαλί ΚΤΜ στην καρδιά της Ρουμανίας: τα φημισμένα Καρπάθια, που παραδόξως είναι ταυτισμένα με τον θρύλο του κόμη Δράκουλα, του διασημότερου… βαμπίρ όλων των εποχών!
Πάνω στο τραχύ ανάγλυφο της ρουμανικής οροσειράς, ξεδιπλώνεται -με αναρίθμητες στροφές και άπειρες φυσικές εκπλήξεις- μια θεαματική ορεινή διαδρομή που ακούει στο όνομα “Transfagarasan Road”. Με δούρειο ίππο τον ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Ρουμανίας, γρανιτένιες βουνοκορφές, δασοσκέπαστες πλαγιές, ειδυλλιακές λίμνες, ορμητικά ποτάμια και βαθύσκιωτα φαράγγια αποτελούν τις συγκλονιστικές εικόνες που αντικρίζει ο ταξιδιώτης καθοδόν για τα 2.034 μ., το ψηλότερο ασφαλτοστρωμένο σημείο της χώρας. Ακριβώς κάτω από τη βαριά σκιά της βουνοκορφής Moldoveanu (2.544 μ.), της ψηλότερης στη Ρουμανία.
Κατασκευασμένος αρχικά ως ένας στρατιωτικός δρόμος υψίστης σημασίας, ο “Transfagarasan Road” (DN7C) διασχίζει από βορρά προς νότο (ή αντίστροφα αν θέλετε) το ορεινό σύμπλεγμα των Καρπαθίων, ενώνοντας τις πόλεις Sibiu και Pitesti, και κατ’ επέκταση τις ιστορικές περιοχές Transylvania και Wallachia. Με άτυπη αφετηρία την κωμόπολη Curtea de Arges (20 χλμ. βόρεια της πόλης Pitesti), η διαδρομή του “Transfagarasan Road” τρέχει δαντελωτά πάνω στα Καρπάθια, για να καταλήξει μετά από περίπου 95 χλμ. στον οικισμό Cartisoara (45 χλμ. ανατολικά της πόλης Sibiu). Πρόκειται για μια υπέροχη ορεινή διαδρομή, όπου το τέλος του κάθε ταξιδιού σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την αρχή ενός καινούργιου…
Μια μικρή στάση στην Curtea de Arges, για να ανεφοδιαστώ με βενζίνη –αφού πρατήρια καυσίμων πάνω στη τροχιά του ορεινού άξονα δεν υπήρχαν– και αμέσως μετά ξεκίνησα. Η μικρή κοιλάδα Arges φιλοξένησε την πορεία της μοτοσυκλέτας στα πρώτα 20 χλμ., ενώ ο στενός ασφαλτόδρομος που περνούσε μέσα από ταπεινούς αγροτικούς οικισμούς, άρχισε σταδιακά να αποκτά ανηφορικό προσανατολισμό.
Κοντά στο χωριό Arefu, η πινακίδα με την ένδειξη “Poienari Castle” σπρώχνει τους ταξιδιώτες εκτός διαδρομής του “Transfagarasan Road”. Τα ερείπια του κοντινού κάστρου Poienari, που υπήρξε η πραγματική κατοικία του θρυλικού Ρουμάνου ηγέτη Vlad Tepes, είναι το ζητούμενο της σύντομης παράκαμψης. Κοντοστάθηκα λίγο στη διασταύρωση…Για να γνωρίσει κάποιος το κάστρο προϋποθέτει γερά πνευμόνια και γυμνασμένους τετρακέφαλους, αφού έχει να ανέβει περίπου 1.500 σκαλοπάτια! Τα παραπανίσια κιλά μου και η μέτρια φυσική κατάσταση με συμβούλευσαν να μην αποτολμήσω την παράκαμψη – επικράτησε τελικά η λογική. Συνέχισα έτσι το δρόμο μου, δίνοντας όμως στον εαυτό μου την υπόσχεση να επισκεφτώ το άλλο κάστρο του Vlad Tepes (στην τουριστική του έκδοση), στην πόλη Bran.
Με τη βοήθεια εντυπωσιακών γεφυρών, ο “Transfagarasan Road” άρχισε να σκαρφαλώνει με γοργούς ρυθμούς πάνω στις δασοσκέπαστες βουνοπλαγιές. Περίπου 4 χλμ. μετά τη διασταύρωση του κάστρου, αντάμωσα την τεχνητή λίμνη Vidraru, μια χαϊδεμένη «κόρη» των Καρπαθίων που δημιουργήθηκε το 1968 από την κατασκευή του ομώνυμου γιγάντιου φράγματος (ύψους 165 μ.), από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Λυγερόκορμα έλατα, καταπράσινες βουνοκορφές και χιονάτα σύννεφα καθρεπτίζονταν φιλάρεσκα στο υδάτινο είδωλο της γαληνεμένης λίμνης, η οποία παρουσιαζόταν πλήρως ενσωματωμένη και αρμονικά δεμένη με το τοπικό οικοσύστημα και δεν είχε σε τίποτε να ζηλέψει από μια αντίστοιχη φυσική.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΣ ΑΘΛΟΣ
Από το ύψος του φράγματος ξεκινούν δυο παραλίμνιες διαδρομές, που τρέχουν περιμετρικά της λίμνης Vidraru και σμίγουν ξανά στη βόρεια πλευρά της, 20 χλμ. αργότερα. Μετά από μια σύντομη στάση πάνω στο τσιμεντένιο κορμί του φράγματος, επέλεξα να οδηγήσω στην δεξιά (ανατολική) όχθη.
Σε αρκετά σημεία της παρόχθιας διαδρομής, οι οπτικές γωνίες της λίμνης ήταν πραγματικά θεαματικές, αλλά η κατάσταση του δρόμου απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, εξαιτίας των νεροφαγωμάτων, των λακκουβών και των μικρών κατολισθήσεων που συναντούσα. Οι αντίξοες συνθήκες του χειμώνα καταστρέφουν συχνά το οδόστρωμα του “Transfagarasan Road”, ο οποίος κλείνει για τα οχήματα από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα μέσα Απριλίου λόγω των χιονοπτώσεων. Κατά συνέπεια, τα συνεργεία συντήρησης του δρόμου πρέπει μέσα στο καλοκαίρι να επισκευάσουν τις όποιες φθορές του χειμώνα. Αν προλάβουν φυσικά…
Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση του καρπάθιου οδικού άξονα ήταν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1970 και ολοκληρώθηκε 4 χρόνια αργότερα, στις 20/9/1974 – εμπνευστής του μεγαλόπνοου σχεδίου ήταν ο δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου. Θορυβημένος από την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ο Ρουμάνος ηγέτης αποφάσισε να κατασκευάσει έναν ορεινό οδικό άξονα με αποκλειστικό σκοπό τη γρήγορη πρόσβαση στρατιωτών και πολεμοφοδίων από τα νότια στα βόρεια της χώρας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί έγκαιρα μια ανάλογη ενέργεια των Σοβιετικών κατά της Ρουμανίας. Κάπως έτσι λοιπόν, ο αβάσιμος (;) φόβος του Τσαουσέσκου για μια ενδεχόμενη εισβολή των φίλων και συμμάχων Ρώσων στο ρουμανικό έδαφος, μετουσιώθηκε σ’ ένα τολμηρό κατασκευαστικό άθλο.
Μέσα στα επόμενα χιλιόμετρα του “Transfagarasan Road”, οι λέξεις «ανηφόρα», «έλατα» και «φουρκέτες» είχαν τον πρώτο λόγο. Γεύση από Άλπεις στην καρδιά της Ρουμανίας! Και καθώς ο ελικοειδής δρόμος επέμενε στην ανοδική του πορεία, το σαλέ «Capra» (το αγαπημένο του δικτάτορα Τσαουσέσκου), ένα από τα λίγα σαλέ που υπήρχαν πάνω στην πορεία του “Transfagarasan Road”, με προσκάλεσε για έναν ζεστό καφέ – θα ήμουν χαζός αν έλεγα όχι!
Λίγη ώρα αργότερα, έβγαινα από το σαλέ έτοιμος να συνεχίσω – μόνο 15 ανηφορικά χιλιόμετρα με χώριζαν πλέον από την κορυφή. Μπροστά μου, στο βάθος του κλειστού ορίζοντα, ξεχώριζε η γρανιτένια βουνοκορφή Moldoveanu, περικυκλωμένη από βαριά μολυβένια σύννεφα. Κάπου εκεί ψηλά, στα 2.034 μ., βρισκόταν η αποκορύφωση της δίτροχης ανάβασή μου στα Καρπάθια.
ΚΑΤΗΦΟΡΙΚΟ ΦΙΝΑΛΕ
Ένα αλπικό τοπίο χαμηλής βλάστησης ανέλαβε να ντύσει τα τελευταία χιλιόμετρα προς την κορυφή. Οι απόκρημνες βουνοκορφές, που λίγα χιλιόμετρα νωρίτερα τις θαύμαζα για την επιβλητικότητά τους, μου φαίνονταν τώρα χαμηλές και προσιτές. Παράλληλα, δυο σημεία άξια αναφοράς παρεμβάλλονταν μέχρι το ψηλότερο σημείο του “Transfagarasan Road”: ένας θεαματικός καταρράκτης δίπλα ακριβώς στο δρόμο (σε υψόμετρο 1.690 μ.) και το μεγαλύτερο τούνελ της χώρας, μήκους 887 μ. Δύο σύντομες στάσεις για τις καθιερωμένες φωτογραφίες και συνέχισα ακάθεκτος να ανηφορίζω…
Λίγο μετά την έξοδο του τούνελ, η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα «πάτησε» επιτέλους κορυφή. Η δε άφιξή μου στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής -στα 2.043 μ.- επιβραβεύτηκε από την ίδια τη φύση. Η μικρή αλπική λίμνη Balea, που συναγωνιζόταν σε έμπνευση και χρώματα έναν υπέροχο πίνακα ζωγραφικής, με καρτερούσε στα δεξιά του δρόμου. Όμως, η ομίχλη και τα ανταριασμένα σύννεφα που είχαν «κατασκηνώσει» για τα καλά πάνω από τη βουνοκορφή Moldoveanu, στερούσαν από την ειδυλλιακή λίμνη μεγάλο μέρος της γοητείας της.
Αλλά κι εγώ επέλεξα να κατασκηνώσω εδώ. Αφού έστησα τη σκηνή μου κοντά στις όχθες της αλπικής Balea, επισκέφθηκα το σαλέ που δέσποζε στο χώρο της λίμνης. Εκεί χρειάστηκα να μοιραστώ όμως το ίδιο τραπέζι μ’ ένα ζευγάρι νεαρών Ρουμάνων, μια και η κοσμοσυρροή στην κορυφή ήταν πρωτοφανής. Ντόπιοι αλλά και ξένοι τουρίστες, με αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και λεωφορεία, είχαν δημιουργήσει το αδιαχώρητο, στη προσπάθειά τους να δηλώσουν «παρών» στην κατάκτηση της κορυφής.
Οι συνδαιτυμόνες μου, ο Ράντου και η Έλενα από την πόλη Timisoara, μου μίλησαν για τη χώρα τους με στεναχώρια, καθώς βίωναν μια άνευ προηγούμενου οικονομική και κοινωνική κρίση, αφότου η Ρουμανία απευθύνθηκε το 2009 στο ΔΝΤ, ζητώντας να της εγκριθεί ένα δάνειο 20 δισ. ευρώ: «Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ήταν η λήψη πολύ σκληρών μέτρων, όπως η απόλυση 200.000 εργαζομένων στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, η απόλυση 15.000 εκπαιδευτικών, η μείωση κατά 25% στους μισθούς (ο μέσος μισθός φτάνει σήμερα τα 350 ευρώ) και κατά 15% στις συντάξεις (ο μέσος όρος των συντάξεων δεν ξεπερνά τα 200 ευρώ), η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και η αύξηση του ΦΠΑ στο 19% και 24% σε ακίνητα, ποτά και τσιγάρα…».
Η Έλενα ήταν αποκαλυπτική για την πολιτική άγριας λιτότητας που επέβαλε η ρουμανική κυβέρνηση, αλλά και για τις συνέπειες που βίωνε ο ρουμανικός λαός, δυο χρόνια μετά την έλευση του ΔΝΤ: «Όλα αυτά τα μέτρα λιτότητας γιγάντωσαν την φτώχεια και την ανεργία…Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν δουλειές στη Ρουμανία. Υπάρχουν πόλεις στην χώρα, όπου οι άνεργοι είναι διπλάσιοι απ’ αυτούς που εργάζονται… Η πραγματική κυβέρνηση της Ρουμανίας είναι το ΔΝΤ, η Ε.Ε και η Παγκόσμια Τράπεζα. Οι Ρουμάνοι ηγέτες απλά υπακούν στις εντολές τους και εκτελούν…».
Για τουλάχιστον δυο ώρες τους αφουγκραζόμουν σκεπτικός και δεν μιλούσα…Τι να έλεγα άλλωστε; Ότι κι εμείς, χάρη στους πεφωτισμένους Έλληνες εθνοπατέρες, ακολουθούμε μια παρόμοια πορεία κοινωνικής αποσύνθεσης, οικονομικής εξαθλίωσης και καταβαράθρωσης του βιοτικού μας επιπέδου;
Νωρίς το επόμενο πρωινό αποχαιρέτησα την κορυφή. Μια κατηφορική διαδρομή 35 χλμ. με χώριζε από τον οικισμό Cartisoara – το βόρειο τέλος του “Transfagarasan Road”. Στα πρώτα χιλιόμετρα της κατάβασης, οδηγούσα μέσα σ’ ένα βραχώδες τοπίο αλπικής ζώνης, ενώ ένα ασφάλτινο φίδι με αμέτρητα ζιγκ-ζαγκ έστριβε το τιμόνι της μοτοσυκλέτας. Έχοντας διατρέξει 13 χλμ. από την κορυφή, έφτασα στις εγκαταστάσεις του σαλέ «Balea Cascada». Η στάση εδώ ήταν επιβεβλημένη, αφού σε κοντινή απόσταση γκρέμιζε τα νερά του (από ύψος 68 μ.) ο καταρράχτης Balea Cascada – από τους πιο φημισμένους της Ρουμανίας.
Στα τελευταία 22 χλμ., ο καρπάθιος οδικός άξονα αποκτούσε σταδιακά ευθυτενή χαρακτήρα, όπως άλλωστε και το τοπίο. Ήταν φανερό πως ο “Transfagarasan Road” έφτανε στο τέλος του. Αυτή η διαδρομή στην καρδιά της Ρουμανίας ήταν ομολογουμένως η καλύτερη εισαγωγή στο συγκλονιστικό κόσμο των Καρπαθίων.
ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΕ ΠΡΩΤΙΕΣ
Μετά τα θαυμαστά έργα της καρπάθιας φύσης, σειρά είχαν τα διαχρονικά έργα των ανθρώπων να «υποκλιθούν» μπροστά μου. Ανάμεσα στους ορεινούς όγκους των Καρπαθίων και των Τρανσυλβανικών Άλπεων, τρεις καλοδιατηρημένες μεσαιωνικές πολιτείες (Sibiu, Sighisoara και Brasov), κτισμένες από Γερμανούς εμπόρους του Μεσαίωνα (τους επονομαζόμενους «Σάξονες της Τρανσυλβανίας»), αποτελούν σημείο αναφοράς για την αυθεντικότητα και την αρχιτεκτονική τους διαφορετικότητα. Άλλωστε, από τα πρώτα πράγματα που παρατηρεί κανείς στην Τρανσυλβανία είναι η ιδιαίτερη τοπική αρχιτεκτονική, η οποία, αντιγράφοντας κεντροευρωπαϊκά πρότυπα, διαφέρει τελείως από εκείνη της υπόλοιπης Ρουμανίας.
Πριν ξεκινήσω το ταξίδι μου στην καρδιά της Ρουμανίας, ξόδεψα αρκετές ώρες ξεφυλλίζοντας λευκώματα και ταξιδιωτικούς οδηγούς – ήθελα να μάθω την κάθε έκπληξη που έκρυβαν τούτες οι πόλεις της Τρανσυλβανίας. Πολλά βιβλία έχουν γραφτεί άλλωστε για τις ομορφιές των τριών αστικών κέντρων της Κεντρικής Ρουμανίας, που διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την παλιά αίγλη τους και την αρχιτεκτονική προσωπικότητα των μεσαιωνικών χρόνων.
Δεν λέω, καλές οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες, αλλά εγώ προτιμούσα να τις ανακαλύψω ο ίδιος, για να διαμορφώσω την δική μου άποψη – όπως και έγινε τελικά. Λιθόστρωτα καλντερίμια, μεσαιωνικές κατοικίες με κεκλιμένες κεραμοσκεπές, ξύλινες αψιδωτές πόρτες, γεροδεμένα κάστρα και γοτθικές εκκλησίες με «έσπρωξαν» να συμπεράνω ότι η Sibiu, η Sighisoara και η Brasov αντιπροσωπεύουν έναν εξαιρετικό προορισμό για όσους αρέσκονται να διαβάζουν την ιστορία ενός τόπου στις προσόψεις των κτιρίων και στα πρόσωπα των κατοίκων.
Η αρχή έγινε από την κοντινή πόλη Sibiu, που εδώ και εννέα αιώνες στέκεται φρουρός στην δυτική πύλη εισόδου της Τρανσυλβανίας – η πρώτη αναφορά της πόλης γίνεται σε έγγραφο του Πάπα Σελεστίνου Γ΄ το 1191. Η Sibiu, που διετέλεσε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2007 (χρονιά ένταξης της Ρουμανίας στην ΕΕ), μπορεί να υπερηφανεύεται για τις πολλές πρωτιές της: εδώ λειτούργησε το πρώτο νοσοκομείο, το πρώτο φαρμακείο, το πρώτο μουσείο και η πρώτη χαρτοβιομηχανία της Ρουμανίας – εδώ εκδόθηκε επίσης το πρώτο βιβλίο στα ρουμανικά.
Η βαρύτιμη πολιτιστική κληρονομιά της Sibiu με υποχρέωσε να κοιμηθώ στην αστική αγκαλιά της για δυο μέρες. Ενδιαφέροντα μουσεία, καλοδιατηρημένα κάστρα, δημόσια κτίρια με περίτεχνες προσόψεις (Council Tower, Brukenthal Palace), μεγαλοπρεπείς πλατείες (Piata Mica, Piata Mare) και ιστορικές εκκλησίες (Roman-Catholic Church, Evangelical Cathedral, κ.ά) τα αξιοθέατα της πόλης, η οποία χωρίζεται στην Άνω Πόλη (περιλαμβάνει τα περισσότερα ιστορικά αξιοθέατα) και στην Κάτω Πόλη.
Κι ενώ το ταξίδι πίσω στο χρόνο, σε μεσαιωνικές εποχές, έφτασε κάποια στιγμή στο τέλος του, η λαχτάρα μου να εγκλωβίσω στον φωτογραφικό φακό μια πανοραμική (και συνάμα αποκαλυπτική) εικόνα της Sibiu, με οδήγησε ψηλά στην κορυφή του καμπαναριού του –γοτθικού ρυθμού– ναού Evangelical Cathedral. Η ανάβαση, ένα σκέτο μαρτύριο. Το βραβείο όμως μοναδικό, άξιζε τον κόπο: το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης που αποκαλύφτηκε μπροστά μου με απογείωσε – λες και έβλεπα την Sibiu στο “Google Map”. Από το ψηλότερο σημείο του Καθεδρικού ναού Evangelical Cathedral, είχα την αίσθηση πως ήμουν ο απόλυτος άρχοντας της πόλης!
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΙΑ
Το τοπίο που «έτρεχε» δεξιά και αριστερά της ΚΤΜ, θα μπορούσε να εμπνεύσει κάθε σκηνοθέτη. Πολύχρωμα αγροτόσπιτα με ξύλινους φράκτες, ιππήλατα κάρα, κοπάδια με αγελάδες, καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ακάματοι αγρότες και μικρά χωριά «τυλιγμένα» με την γαλήνια απομόνωση και την ομορφιά της τοπικής φύσης, ήταν οι πρωταγωνιστές του κινηματογραφικού (βουκολικού) ντεκόρ της διαδρομής Sibiu-Sighisoara.
Εκείνη την ημέρα, δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωθα έντονη την επιθυμία να αφεθώ στην περιπέτεια του απρόβλεπτου, την οποία –ίσως– μου επιφύλασσαν τα γραφικά χωριουδάκια της ρουμανικής υπαίθρου. Και τελικά, η δυνατή έκπληξη που ενδόμυχα επιζητούσα, ήρθε απ’ αλλού…
Στα μέσα περίπου της διαδρομής, δίπλα στις όχθες ενός μικρού ποταμού, μια πενταμελή παρέα Ρουμάνων μοτοσυκλετιστών είχαν ανάψει φωτιά και απολάμβαναν το κυριακάτικο πικ-νικ τους. Σταμάτησα να τους ρωτήσω μια πληροφορία για την Sighisoara – αντί όμως για απάντηση, με κάλεσαν αμέσως στην συντροφιά τους, κερνώντας καλοψημένο κρέας, ντόπιο κόκκινο κρασί και αστείρευτο κέφι. Το πιάτο μου γέμιζε συνεχώς με λιχουδιές, το ένα ποτήρι έφερνε το άλλο και το ξεφάντωμα καλά κρατούσε δίπλα στην κοίτη του ποταμού! Μοτοσυκλέτες, γυναίκες και μακρινά ταξίδια -πάθη και ομορφιές της ζωής- μονοπώλησαν την κουβέντα της δίτροχης ελληνο-ρουμανικής παρέας. Ποιος νοιαζόταν τώρα για την Sighisoara; Ώρες αργότερα, κι ενώ ο ήλιος είχε γείρει αρκετά, αποφασίσαμε να το «διαλύσουμε». Αφού ανταλλάξαμε διευθύνσεις και τηλέφωνα, μαζέψαμε τις αναμνήσεις μας, χαιρετηθήκαμε και χαράξαμε αντίθετες πορεία: εκείνοι για Βουκουρέστι, εγώ για Sighisoara…
Αποτελεί εξαίσιο παράδειγμα μιας μικρής, οχυρωμένης μεσαιωνικής πόλης, που διαδραμάτισε για αιώνες σημαντικό στρατηγικό και εμπορικό ρόλο στις ανατολικές παρυφές της Κεντρικής Ευρώπης. Ο λόγος για την Sighisoara, που θεωρείται σήμερα από τα πιο καλοδιατηρημένα κατοικημένα φρούρια στην Ευρώπη. Κτισμένη στην κορυφή ενός κατάφυτου λόφου από Γερμανούς εμπόρους (1191), η Sighisoara προστατεύεται από ένα φρούριο με εννιά πύργους και περιλαμβάνεται από το 1999 στην λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Λίγες εκατοντάδες σκαλοπάτια με χώριζαν από το χθες. Τα ανέβηκα γοργά, πέρασα την μεγάλη πύλη του κάστρου και ξεκίνησα ανυποψίαστος μια περιπλάνηση πίσω στον μεσαίωνα. Πλακόστρωτοι δρόμοι και χωμάτινα καλντερίμια με ξενάγησαν στην σχεδόν άθικτη από τον χρόνο καστροπολιτεία της Sighisoara, που αριθμεί 164 μοναδικές κατοικίες. Πολλές από αυτές είχαν μετατραπεί σε καταστήματα ή εστιατόρια, διατηρώντας πιστά το μεσαιωνικό στυλ – ακόμα και οι σερβιτόρες φορούσαν ρούχα εποχής.
Βουτιά πίσω στο χρόνο λοιπόν, με πρώτη στάση στην κεντρική πλατεία Piata Cetatii, στο γενέθλιο σπίτι του Ρουμάνου ηγέτη Vlad Tepes (γεννήθηκε εδώ το 1431). Με εξερευνητική διάθεση και ράθυμο βηματισμό, συνέχισα την περιπλάνησή μου στα ενδότερα της παλαιάς πόλης. Το μοναστήρι Dominican Monastery και οι παραδοσιακές κατοικίες Venetian House και Stag House συγκαταλέγονταν στα σημαντικότερα αξιοθέατα της ρουμανικής καστροπολιτείες. Όπως επίσης και οι εννέα πύργοι της, που φέρουν ονόματα τεχνιτών: ο Πύργος των Ραφτών (14ο αιώνα), ο Πύργος των Κρεοπωλών (17ο αιώνα), ο Πύργος των Υποδηματοποιών (17ο αιώνα), ο Πύργος των Σιδηρουργών (17ο αιώνα), κ.ά.
Κάποια στιγμή ανέβηκα στην κορυφή του λόφου, εκεί όπου βρισκόταν η εκκλησία Church on the Hill – το πιο αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο της Sighisoara και ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά θρησκευτικά κτίρια γοτθικού ρυθμού της Ρουμανίας. Εκτός όμως από την εκκλησία, στην κορυφή υπήρχε και το εκπαιδευτικό ίδρυμα School Hill.
Τελευταία –και εντυπωσιακότερη– φωτογραφία της Sighisoara; Από την κορυφή του Πύργου του Ρολογιού (64 μ.), με το μεσαιωνικό φαρμακείο, το μικρό μουσείο και το ηχηρό καμπαναριό. Όλη η παλαιά πόλη «πιάτο» μπροστά μου!
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ ΣΤΗΝ DRACULAND (ΟΠΩΣ ΛΕΜΕ… DISNEYLAND)
Ο πολυδιαφημισμένος «Πύργος του Δράκουλα» στη πόλη Bran (20 χλμ. νότια της Brasov) είναι ο πιο γνωστός και καλύτερα διατηρημένος πύργος της Ρουμανίας. Αν είχε μείνει ή όχι ο Vlad Tepes σ’ αυτόν τον πύργο, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, αφού τα όρια μεταξύ ιστορικής αλήθειας και μύθου είναι μπερδεμένα και αδιευκρίνιστα. Για την ιστορία, ο Vlad Tepes είναι ο γνωστός ηγέτης των Ρουμάνων που πολέμησε τους Οθωμανούς και εφάρμοσε ευρύτατα, με ομολογουμένως πρωτοφανή αγριότητα, τη μέθοδο του παλουκώματος των αντιπάλων του – εξού και η ονομασία του «Ανασκολοπιστής»!
Γιατί όμως ο Vlad Tepes (ή Vlad Drakoula) ταυτίστηκε στις μέρες μας με τον κινηματογραφικό ήρωα Κόμη Δράκουλα, το γνωστό αιμοδιψή βαμπίρ; Αυτό οφείλεται στη πένα του Ιρλανδού συγγραφέα Bram Stoker και στην κινηματογραφική παραγωγή του σκηνοθέτη Terence Fisher «Δράκουλας, ο Βρυκόλακας των Καρπαθίων», με πρωταγωνιστή στον ομώνυμο ρόλο τον αξεπέραστο Christopher Lee.
Μπορεί λοιπόν ο Vlad Drakoula να ήταν …βρυκόλακας ιμιτασιόν, αντίθετα, ο «Πύργος του Δράκουλα» στη Bran είναι ένα αυθεντικό οχυρωματικό κτίσμα του 14ου αιώνα, που υπηρετεί την τουριστική βιομηχανία της χώρας. Όπου όμως υπάρχει τουρισμός, υπάρχει και ταλαιπωρία! Για μισή περίπου ώρα περίμενα υπομονετικά στην ουρά, πίσω από Γιαπωνέζους, Αμερικανούς, Γερμανούς, Αυστραλούς, αλλά και Έλληνες τουρίστες, τη σειρά μου να μπω στο εσωτερικό του πύργου. Χειρότερη τιμωρία δεν μπορούσα να τύχω…
Αργά το ίδιο βράδυ, κι ενώ το πέπλο της νύχτας άρχιζε να με σκεπάζει, περπατούσα με βήματα βαριά στους δρόμους της Brasov, του πιο κοσμοπολίτικου αστικού κέντρου των Καρπαθίων. Προορισμός μου η κεντρική πλατεία Piata Sfatului (Council Square), όπου χτυπούσε η καρδιά της παλιάς πόλης. Εκεί ήθελα να ξεκουράσω το ταλαίπωρο κορμί μου…
Καθισμένος σ’ ένα από τα υπαίθρια café της πλατείας, απολάμβανα την γεύση του καφέ προσπαθώντας παράλληλα να ταξινομήσω στο μυαλό μου ονόματα και εικόνες της καρπάθιας περιπλάνησης: βαμπίρ, «Πύργος του Δράκουλα», Sighisoara, Vlad Tepes, Transfagarasan road…Και ξαφνικά, ένοιωσα πως κάποιος με παρακολουθούσε. Έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό και αμέσως πάγωσα! Φόβος και τρόμος! Μια νυχτερίδα έκοβε επίμονα βόλτες πάνω από το κεφάλι μου. Λες να…