Καθώς το τεράστιο Boeing 747 τροχοδρομούσε με ασφάλεια το μεταλλικό του κορμί στο αεροδρόμιο του Buenos Aires, ένα συγκαταβατικό χαμόγελο ανακούφισης σχηματίστηκε στο ανέκφραστο πρόσωπό μου. Μετά από 25 ώρες πτήσης είχα επιτέλους προσγειωθεί στην Αργεντινή, την αφετηρία της νοτιοαμερικανικής περιπλάνησής μου. Ο «Γύρος του Κόσμου …Νότια» είχε αλλάξει ήπειρο.
Φτάνοντας όμως στο βροχερό Buenos Aires, γνώριζα πως ο χρόνος, κάθε άλλο παρά σύμμαχός μου ήταν. Υπολείπονταν μόλις 28 ημέρες για να ολοκληρωθεί «Ο Γύρος του Κόσμου …Νότια» και η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα βρισκόταν ακόμα στην Νότια Αφρική (θα ερχόταν στην Αργεντινή σε 3 ημέρες). Είχε δυστυχώς χαθεί πολύτιμος χρόνος στην Μαύρη ήπειρο, γεγονός που με υποχρέωσε να επανασχεδιάσω την διαδρομή μου στην Νότια Αμερική και να την προσαρμόσω στα στενά χρονικά όρια που διέθετα πλέον.
Έτσι, για τις περίπου 25 ημέρες που θα είχα στην διάθεσή μου, η κόκκινη γραμμή του χάρτη σβήστηκε και χαράχτηκε εξ αρχής. Από την πρωτεύουσα Buenos Aires, θα κατευθυνόμουν αμέσως στον μακρινό βορά της χώρας (και συγκεκριμένα στα σύνορα Αργεντινής-Βραζιλίας-Παραγουάης) για να επισκεφθώ τους φημισμένους καταρράχτες Iguazu. Επόμενος προορισμός η Βραζιλία, με στάσεις στις πόλεις Sao Paulo και Rio de Janeiro. Ένα μικρό πέρασμα κατόπιν μέσα από την Ουραγουάη και επιστροφή ξανά στην μητρόπολη της Αργεντινής. Συνολική απόσταση 6000 χλμ. Όχι και άσχημα…
Μια γυναίκα ερωτεύσιμη
Το Buenos Aires δεν μου ήταν άγνωστο. Το είχα επισκεφθεί πριν από 12 χρόνια όταν επιχειρούσα την διάσχιση της αμερικανικής ηπείρου, ταξιδεύοντας με μοτοσυκλέτα από την Παταγονία ως την Αλάσκα. Τότε -όπως και τώρα- το «Παρίσι» της Λατινικής Αμερικής αποτέλεσε την αφετηρία του δίτροχου οδοιπορικού στην αμερικανική ήπειρο.
Όταν πρωτογνώρισα την πρωτεύουσα της Αργεντινής, την ταύτισα στην φαντασία μου με μια …γυναίκα, η οποία είχε μεγάλα μελαγχολικά μάτια, παριζιάνικη φινέτσα και ακαταμάχητο αισθησιασμό. Μια γυναίκα ερωτεύσιμη, γεμάτη πάθος για τη ζωή, που χόρευε καταπληκτικό τάνγκο, σιγοτραγουδούσε αργεντίνικες μελωδίες, πανηγύριζε σε ποδοσφαιρικά γήπεδα και διασκέδαζε ξέφρενα κάθε βράδυ.
Κάπως έτσι λοιπόν είχα φανταστεί το Buenos Aires, την πιο ζωντανή, κοσμοπολίτικη και ευρωπαϊκή μητρόπολη της Νότιας Αμερικής. Ένα αστικό και πληθυσμιακό «ψηφιδωτό» στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, που αρχιτεκτονικά μου θύμιζε ταυτόχρονα το Παρίσι, τη Ρώμη, τη Μαδρίτη και τη Νέα Υόρκη. Ζωντανές συνοικίες, γκράφιτι και χρώματα παντού, υπαίθριες αγορές, ουρανοξύστες, πολυάριθμες γκαλερί, χορευτές τάνγκο στη μέση του δρόμου, ντόπιοι με έντονο (μεσογειακό) ταμπεραμέντο, αυθόρμητα χαμόγελα, γαστρονομική πανδαισία, νυχτερινή ζωή, παραδοσιακά καφέ… Όλα αυτά, «τυλιγμένα» με μια γλυκιά αίσθηση διάχυτου ρομαντισμού και μελαγχολίας, αποτελούσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πόλης των «Καλών Αέρηδων» (όπως ετυμολογικά σημαίνει το Buenos Aires), τα οποία και «αποκρυπτογράφησα» κατά την παραμονή μου εδώ.
Στο χρονικό διάστημα που περίμενα την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα να έρθει από την Νότια Αφρική, έτυχε να γνωρίσω ορισμένους Έλληνες ομογενείς του Μπουένος Άιρες, με τους οποίους και τελικά συνδέθηκα στενά. Φιλόξενοι, ζεστοί και καλοσυνάτοι, προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν και στάθηκαν αρωγοί σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπισα, τόσο στον εκτελωνισμό και την παραλαβή της μοτοσυκλέτας, όσο και στην γενικότερη προσαρμογή μου στην τοπική πραγματικότητα: «Φίλε Κώστα, εμείς ζήσαμε τον δικό μας οικονομικό Αρμαγεδδών πριν από περίπου 10 χρόνια. Τα πρώτα πέντε χρόνια υποφέραμε, αλλά τώρα έχουμε μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Η οικονομία της χώρας, χρόνο με το χρόνο, βελτιώνεται, τα μεροκάματα ανεβαίνουν και είμαστε περήφανοι που καταφέραμε να διώξουμε Αμερικανούς και ΔΝΤ. Να δούμε εσείς στην Ελλάδα πότε και πώς θα ξεμπερδέψετε από αυτά τα λαμόγια». Και εγώ βρε παιδιά, την ίδια απορία έχω…Μπας κι υπάρχει καμιά δουλειά εδώ στο Buenos Aires για να μείνω;
Ο Λάζαρος Κότσικας (Pieles Kotsikas) και ο γιος του Δημήτρης εμπορεύονταν γούνες και δερμάτινα είδη. Διατηρούσαν κατάστημα στο εμπορικό κέντρο του Buenos Aires και τα προϊόντα τους αποτελούσαν σημείο αναφοράς για την ποιότητά τους. Γεννημένος πριν από 52 χρόνια στην Σιάτιστα, ο Λάζαρος Κότσικας μετανάστευσε αρχικά (σε ηλικία 19 χρονών) στην Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο της γούνας και των δερμάτινων ειδών. Γρήγορα όμως, ο ανήσυχος χαρακτήρας του τον «έσπρωξε» αρχικά στην Ουρουγουάη και κατόπιν στην Αργεντινή, όπου και έμενε εδώ τα τελευταία 30 χρόνια.
Ο Γιώργος Πρόιος (Jorge Proios), Έλληνας 3ης γενιάς, ασχολείτο αποκλειστικά με ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Ο παππούς του ήταν ναυτικός (καπετάνιος) από την Χίο και εγκαταστάθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1948. Ο Γιώργος λάτρευε τις μοτοσυκλέτες και στο γκαράζ του είχε μια YAMAHA FJR 1300, μια URAL με καλάθι και μια βέσπα, ενώ η γυναίκα του είχε μια HARLEY DAVIDSON SPORTSTER 1200!
Το Λαρύγγι του Διαβόλο
Μετά από 9 ημέρες οδηγικής απραξίας, η πρώτη μέρα on the road μου φάνηκε πραγματικά βουνό. Για να φτάσω από το Buenos Aires στους καταρράχτες Iguazu (1.250 χλμ.), χρειάστηκε να οδηγήσω για δυο μέρες μέσα σ’ ένα εκνευριστικά επίπεδο τοπίο, έχοντας μοναδική συντροφιά κάποιους διάσπαρτους οικισμοί και κωμοπόλεις – την τιμητική τους είχαν φυσικά τα απέραντα αγροκτήματα με τα χιλιάδες βοοειδή. Η αναμενόμενη διαφοροποίηση στην τοπική χλωρίδα σημειώθηκε ωστόσο μόλις 300-350 χλμ. πριν στους καταρράχτες, όταν μια υποτροπική βλάστηση ανέλαβε πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο ποταμός Iguazu, μαζί με τον ποταμό Parana (και με άλλους 30 μικρότερους), δημιουργούν ένα ανυπέρβλητο φυσικό φαινόμενο με συνολικά 275 καταρράχτες στο γεωγραφικό σημείο όπου ενώνεται η Βραζιλία με την Αργεντινή και την Παραγουάη.
Τα 2/3 των καταρραχτών βρίσκονται στο έδαφος της Αργεντινής και μόλις το 1/3 στην Βραζιλία –οι βραζιλιάνικοι, ωστόσο, είναι πιο εντυπωσιακοί.
Μεγάλος πρωταγωνιστής των καταρραχτών Iguazu είναι ο καταρράχτης Garganta del Diablo (Λαρύγγι του Διαβόλου) –έχει ύψος 82 μ. και μήκος 700 μ. και αποτελεί σύνορο των δύο χωρών. Παροιμιώδης έχει μείνει, άλλωστε, η φράση της Anna Eleanor Roosevelt «Καημένε Νιαγάρα», όταν η πρώτη κυρία των Η.Π.Α αντίκρισε για πρώτη φορά τους καταρράχτες Iguazu –είναι 30 μ. πιο ψηλοί και τέσσερις φορές μεγαλύτεροι σε πλάτος από τους καταρράκτες Niagara.
Ο πρώτος Ευρωπαίος που βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το θαύμα της φύσης ήταν ο Ισπανός κονκισταδόρ Alvar Núñez Cabeza de Vaca (1541). Αν και έδωσε στους νοτιοαμερικανικούς καταρράχτες την ονομασία «Καταρράκτες της Παρθένου Μαρίας», η ονομασία Iguazu (που στη γλώσσα των ντόπιων ιθαγενών Guarani σημαίνει «Το Μεγάλο Νερό») ήταν αυτή η οποία τελικά επικράτησε.
Για δυο μέρες υποκλίθηκα με ταπεινότητα και σεβασμό μπροστά στο υδάτινο υπερθέαμα της φύσης. Δίχως υπερβολή, έπιασα τον εαυτό μου να θέλει να μείνει εδώ για πάντα και να πάρει μέσα του όσο μπορούσε περισσότερη από τη μαγεία αυτού του επίγειου παράδεισου.
Επισκέπτης στο χαώδη Sao Paulo
Μετά τους φαντασμαγορικούς νοτιοαμερικανικούς καταρράχτες, σειρά είχε η Βραζιλία να υποδεχτεί την πορτοκαλί SMT. Ωστόσο, προσεγγίζοντας εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό τα βραζιλιάνικα σύνορα πλησίον της πόλης Foz du Iguazu, είχα κάνει μια παραδοχή. Εντάξει, το Rio de Janeiro είναι Βραζιλία, αλλά δεν ήταν αρκετό για να ισχυριστώ κατόπιν ότι γνώρισα ή κατάλαβα πλήρως την χώρα των «καριόκας». Βλέπετε, λόγω της τεράστιας έκτασής της, η Βραζιλία λογίζεται ως μια μικρή ήπειρος και η κάθε περιοχή της αποτελεί μια διαφορετική «Βραζιλία». Για ένα πράγμα ήμουν πάντως σίγουρος: τούτη η χώρα δεν εξαντλείται μέσα σ’ ένα ή δυο ταξίδια…
Προκειμένου να φτάσω στο Rio de Janeiro (τον απώτερο προορισμό μου επί βραζιλιάνικου εδάφους), η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα θα έπρεπε να υιοθετήσει μια βορειοανατολική πορεία μήκους 1540 χλμ., με την ηλεκτρονική πυξίδα (βλέπε… GPS) να δείχνει τις πόλεις Cascavel, Guarapuava, Curitiba, Sao Paulo και Rio de Janeiro. Από την καρδιά της νοτιοαμερικανικής υποηπείρου όπου βρισκόμουν, θα έπρεπε να φτάσω στις ατλαντικές ακτές της Βραζιλίας.
Οι συνοριακές διαδικασίες υπήρξαν χρονικά ανώδυνες και σε τίποτα δεν θύμιζαν τις αντίστοιχες που είχα βίωσα στην Αφρική. Έτσι, μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, με τα απαραίτητα βραζιλιάνικα ριάλια στο πορτοφόλι, το ντεπόζιτο της μοτοσυκλέτας γεμάτο βενζίνη και με μια ακόμα σφραγίδα εισόδου στο διαβατήριό μου, ξεκινούσα γεμάτος λαχτάρα και ενθουσιασμό να «αλώσω» την πόλη του διασημότερου καρναβαλιού στον κόσμο…
Η πρώτη επαφή με την βραζιλιάνικη πραγματικότητα δεν με τρόμαξε. Οι συνθήκες και οι καταστάσεις στο δρόμο μου ήταν οικείες, θύμιζαν αρκετά Αργεντινή. Πολύ καλό οδικό δίκτυο, προσεκτικοί οδηγοί, άριστη σήμανση, σύγχρονες υποδομές και άψογη εξυπηρέτηση. Αυτό που άρχιζε όμως να με κουράζει ήταν η κίνηση καθοδόν (κυρίως από νταλίκες και φορτηγά), η οποία πύκνωνε όσο κατευθυνόμουνα ανατολικά προς τις βραζιλιάνικες ακτές, τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας.
Η διαδρομή Cascavel – Guarapuava – Curitiba (520 χλμ.) υπήρξε η θεαματικότερη του ταξιδιού μου στην Βραζιλία. Μια φιδίσια ασφάλτινη λωρίδα ανεβοκατέβαινε συνεχώς σε χαμηλούς δασωμένους λόφους και καταπράσινα υψίπεδα με πυκνή υποτροπική βλάστηση, ενώ οι μεμονωμένες ξύλινες αγροικίες και οι μικροί γραφικοί οικισμοί που ξεφύτρωναν εκατέρωθεν του καλοσυντηρημένου οδικού άξονα συμπλήρωναν με χρώμα και ζωή το εξωτικό σκηνικό της τοπικής φύσης.
Κάθε φορά που σταματούσα σ’ ένα από τα χωριά της διαδρομής, το ασυνήθιστο θέαμα του δίτροχου επισκέπτη αποτελούσε την αφορμή να γίνομαι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από μικρούς και μεγάλους. Τα ερωτήματα των ντόπιων στα οποία έπρεπε να απαντήσω πολλά και διάφορα: χώρα καταγωγής, όνομα, θρησκεία, τελικός προορισμός, τεχνικά χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας – ακόμα και για την δεινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας με ρωτούσαν (τόσο στην Λατινική Αμερική, όσο και στην Αφρική, όλοι γνώριζαν για την οικονομική εξαθλίωση και την κοινωνική κρίση που βιώνουμε σήμερα ως έθνος). Αν και είχα πλήρη άγνοια της βραζιλιάνικης γλώσσας, παραδόξως έβρισκα πάντα κάποιους τρόπους και κώδικες επικοινωνίας μαζί τους, ακόμα και στην …νοηματική! Αν υπάρχει διάθεση και καλή καρδιά, όλα τελικά γίνονται…
Η συνάντησή μου με δυο ζευγάρια Καναδών μοτοσυκλετιστών στην διαδρομή Guarapuava – Curitiba ήταν το γεγονός εκείνης της ημέρας. Έχοντας καταφτάσει αεροπορικώς με τις μοτοσυκλέτες τους από το Τορόντο στο Μπουένος Άιρες, οι Καναδοί συνάδελφοι «όργωναν» εδώ και δυο μήνες την Χιλή, την Αργεντινή και την Βραζιλία. Τελικός προορισμός τους το Τορόντο, όπου ήλπιζαν να φτάσουν μετά από 3 μήνες, διασχίζοντας την υπόλοιπη Νότια Αμερική, την Κεντρική Αμερική και τις Η.Π.Α.
Για δυο ώρες, μπροστά σε πέντε φλιτζάνια αχνιστού καφέ, η ανταλλαγή χρηστικών πληροφοριών και οι αφηγήσεις προσωπικών ταξιδιωτικών βιωμάτων μονοπώλησαν την κουβέντα. Πραγματικά τους ζήλεψα (αλλά και τους ευχαρίστησα ειλικρινά), γιατί μου ξύπνησαν μνήμες από το συναρπαστικό οδοιπορικό που είχα πραγματοποιήσει πριν 12 χρόνια στην αμερικανική ήπειρο, ταξιδεύοντας με μοτοσυκλέτα από την Γη του Πυρός ως την Αλάσκα.
Το Sao Paulo, μετά το Τόκιο και την Πόλη του Μεξικού, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο. Έχοντας πάνω από 18.000.000 κατοίκους, το Sao Paulo είναι μια τεράστια μεγαλούπολη με τρελό μποτιλιάρισμα, αφόρητη ατμοσφαιρική ρύπανση, αρχιτεκτονικό πανδαιμόνιο, απίστευτη κοσμοπλημμύρα, εκατοντάδες ουρανοξύστες και φαβέλες γεμάτες φτώχια και εξαθλίωση.
Στην οικονομική και επιχειρηματική καρδιά της Βραζιλίας δεν άντεξα πάνω από δυο ημέρες. Με κούρασαν αφάνταστα οι γρήγοροι ρυθμοί της, αλλά και οι ακραίες αντιθέσεις της. Μετά την μοναξιά της Αφρικής και την χαλαρότητα της Αργεντινής, μάλλον δεν ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος ψυχολογικά να αντιμετωπίσω την πρόκληση που αντιπροσώπευε η πολύβουη μητρόπολη της Βραζιλίας. Ούτε η ευγένεια, τα χαμόγελα και η φιλικότητα των κατοίκων στάθηκαν ικανά να με κρατήσουν στο χαοτικό Sao Paulo περισσότερο από δυο εικοσιτετράωρα. Έτσι, ανέβηκα εσπευσμένα στη σέλα της πορτοκαλί μοτοσυκλέτας κι όπου φύγει, φύγει…
Στον τροπικό του Ρίο
Πλησίαζα στο Rio de Janeiro, μόλις 70 χλμ. με χώριζαν από την πόλη του Καρναβαλιού. Όμως, η δίτροχη παρουσία μου στη νοτιοανατολική Βραζιλία είχε συμπέσει χρονικά με την περίοδο των βροχών, την πιο ακατάλληλη χρονική περίοδο για να ταξιδέψει κανείς σε τούτο το γεωγραφικό σημείο της χώρας – και ειδικά στην σέλα μιας μοτοσυκλέτας. Ο κατάμαυρος ουρανός μαστίγωνε με άπειρες χοντρές σταγόνες την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα, η ορατότητα ήταν αρκετά περιορισμένη και το κρύο αισθητό – η θερμοκρασία μόλις ξεπερνούσε τους 14ο C. Ήταν μέσα Αυγούστου (ο τελευταίος χειμωνιάτικος μήνας του νοτίου ημισφαιρίου) και το ημερολόγιο καταστρώματος στον «Γύρο του Κόσμου …Νότια» βρισκόταν στην 68η σελίδα (ημέρα) του.
Για δυο ώρες περίπου, βρισκόμουν αντιμέτωπος με την υγρή οργή της φύσης, ενώ οι κλειστές στροφές του δρόμου, σε συνδυασμό με τα φθαρμένα ελαστικά της μοτοσυκλέτας και τα δεκάδες φορτηγά, μ’ είχαν υποχρεώσει να είμαι αρκετά προσεκτικός με την οδήγηση. Οπλισμένος με περίσσια υπομονή, κατευθυνόμουν -αργά αλλά σταθερά- προς το ξέφρενο Ρίο, βλαστημώντας μέσα από το κράνος την τύχη μου. Εγώ αλλιώς είχα φανταστεί την άφιξή μου στο Ρίο: με λιακάδα, ζέστη και τέρμα γκάζια…
Υπάρχει όμως και Θεός, που διορθώνει τις αδικίες. Έτσι, για τις επόμενες τρεις μέρες (όσες δηλαδή έμεινα στο Ρίο), ένας λαμπερός ήλιος ανέλαβε να «ζεστάνει» την περιπλάνησή μου στους δρόμους της πόλης, ανεβάζοντας κατακόρυφα την διάθεση και το κέφι μου. Ο υδράργυρος γρήγορα σκαρφάλωσε στους 28ο C, τα μπουφάν παροπλίστηκαν δίνοντας τη θέση τους στα t-shirts, τα υπαίθρια café γέμισαν ασφυκτικά από θαμώνες και οι καλλίγραμμες Βραζιλιάνες κατέκλυσαν αμέσως τις διάσημες παραλίες της Copacabana και της Ipanema.
Το Ρίο δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ίσως η ωραιότερη σκηνικά πόλη στον κόσμο. Δαντελωτές ακτές, τροπική βλάστηση, χρυσαφένιες παραλίες, καταπράσινοι λόφοι που σβήνουν στα καταγάλανα νερά του Ατλαντικού – ένας επίγειος παράδεισος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι κάτοικοι του Ρίου (οι Καριόκας), χαριτολογώντας, υποστηρίζουν πως τις πρώτες έξι μέρες ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο και την έβδομη αποκλειστικά την πόλη τους!
Η λίστα με τα αξιοθέατα του Ρίο ήταν μεγάλη, αλλά η λαχτάρα μου να εξερευνήσω και να γνωρίσω την πρώην πρωτεύουσα της Βραζιλίας μεγαλύτερη! Κάθε μέρα, από νωρίς το πρωί, με την μοτοσυκλέτα ή με λεωφορείο, έψαχνα, ανακάλυπτα, θαύμαζα! Η φρεσκάδα του άγνωστου και του καινούριου βρισκόταν παντού και με καρτερούσε σε κάθε γωνιά αυτής της υπέροχης πόλης των ακραίων αντιθέσεων, όπου η εξαθλίωση και η εγκληματικότητα των φτωχικών συνοικιών (φαβέλες) συναγωνιζόταν τη χλιδή και την κοσμικότητα των παραλιακών προαστίων.
Πρώτη στάση στην κορυφή του λόφου Corcovado, εκεί όπου δέσποζε το 38 μ. και 1.145 τόνων άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή (Cristo Redentor), το σύμβολο του Ρίο. Η πανοραμική θέα της πόλης και της γύρω περιοχής από την κορυφή του λόφου ήταν άκρως συναρπαστική και με υποχρέωσε σε εκατοντάδες φωτογραφικά κλικ! Το ίδιο αποκαλυπτικό όμως ήταν και το θέαμα από τον γρανιτένιο λόφο «Pao de Acucar» («Κώνος από Ζάχαρη») – η ανάβαση στην κορυφή του με το τελεφερίκ θύμιζε πτήση με ελικόπτερο πάνω από την πόλη.
Η πολυτραγουδισμένη παραλία της Copacabana (μήκους 4,5 χλμ.), από τα πιο δυνατά «χαρτιά» του Ρίο, άπλωνε τη χρυσή αμμουδιά της μπροστά σε μια σειρά πολυτελών καταστημάτων και ξενοδοχείων. Στον φαρδύ παραλιακό πεζόδρομο, με τις χαρακτηριστικές ασπρόμαυρες πλάκες, εκατοντάδες ποδηλάτες, joggers, skaters και μικροπωλητές είχαν την τιμητική τους. Στην προσπάθειά μου να παρκάρω και να φωτογραφήσω εδώ την μοτοσυκλέτα, εισέπραξα -παρά τις έντονες διαμαρτυρίες μου- μια κλίση της τροχαίας!
Και ο κατάλογος με τα αξιοθέατα της πόλης δεν είχε τέλος: «προσκύνημα» στο γήπεδο Maracana, σουλάτσο στην κεντρική εμπορική λεωφόρο Αvenida Rio Branco, ξενάγηση στο Ιστορικό Μουσείο και στο Αυτοκρατορικό Παλάτι, επίσκεψη στον Μητροπολιτικό Καθεδρικό ναό του São Sebastião…
Αχ, στο σαγηνευτικό Ρίο θα μπορούσα να μείνω μέχρι την εποχή του Καρναβαλιού. Όμως, η άμμος στην κλεψύδρα του χρόνου που λιγόστευε δραματικά, με υποχρέωσε να πάρω … κλαίγοντας τον μακρύ δρόμο της επιστροφής για το Μπουένος Άιρες.
Τελευταία στάση
Είχαν περάσει δυο ημέρες αφότου άφησα πίσω μου το Rio de Janeiro και οι διαδικασίες στο συνοριακό φυλάκιο της Ουρουγουάης (πλησίον της βραζιλιάνικης πόλης Posades), περισσότερο τυπικές ήταν και καθόλου χρονοβόρες. Με τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα όλη εκείνη την ημέρα και τα αδιάβροχα να μην έχουν βγει καθόλου από πάνω μου, ετοιμάστηκα να συνεχίσω το ταξίδι μου στην Ουρουγουάη. «Ο Γύρος του Κόσμου …Νότια» είχε πια φτάσει στην 73η μέρα…
Μετά τις δυνατές εμπειρίες της Βραζιλίας, ήταν η σειρά της Ουρουγουάης να προσφέρει τους δρόμους της για να συνεχίσει την πορεία της η πορτοκαλί μοτοσυκλέτα. Η οδική αποστολή μου στην Ουρουγουάη (την τρίτη κατά σειρά χώρα της Λατινικής Αμερικής που επισκεπτόμουν) θα ήταν αρκετά σύντομη, αφού περιελάμβανε ένα αδιάφορο πέρασμα 450 χλμ., δίχως να προβλέπεται μια επίσκεψη στην πρωτεύουσα Montevideo. Δυστυχώς, ο χρόνος ήταν πλέον λιγοστός σε σχέση με όσα θα ήθελα να κάνω, και κυρίως, με τα χιλιόμετρα που έπρεπε να διατρέξω ως τον τελικό μου προορισμό, το κοσμοπολίτικο Buenos Aires.
Αν και ενδόμυχα το διαισθανόμουν, εντούτοις δεν ήθελε να αποδεχτώ το γεγονός ότι διαφαινόταν αχνά στον ταξιδιωτικό ορίζοντα η ολοκλήρωση του δίτροχου οδοιπορικού μου. Παράλληλα όμως, δεν μπορούσα να παραβλέψω τα έντονα μηνύματα της καρδιάς και του νου που συνηγορούσαν προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ η μνήμη μου είχε αρχίσει να με εξαπατά καθώς πολλές αναμνήσεις με την πάροδο του χρόνου και των χιλιομέτρων είχαν ήδη ξεθωριάσει.
Η καυτή έρημος Σαχάρα, ο θεός-ποταμός Νείλος, οι ψιλόλιγνοι Μασάι, οι καταρράχτες Victoria στην Ζιμπάμπουε, τα ξυπόλυτα παιδιά της Αιθιοπίας, όλες οι προηγούμενες αφρικανικές εμπειρίες και παραστάσεις, πεταμένες κάπου σε μια άκρη του μυαλού μου, μετατρέπονταν μέρα με την ημέρα σε όλο και πιο αχνά ταξιδιωτικά βιώματα, τα οποία όμως ευτυχώς συμπληρώνονταν από νέα ερεθίσματα που συνέχιζαν να με κατακλύζουν εδώ στην Νότια Αμερική.
Και τελικά, η αναπόφευκτη αποδοχή της ταξιδιωτικής πραγματικότητας συντελέστηκε το επόμενο πρωινό, μετά το πέρασμα του ποταμού Parana, τα υδάτινα σύνορα της Ουρουγουάης με την Αργεντινή. Η τελευταία συνοριακή σφραγίδα εισόδου έπαιρνε μια περίοπτη θέση στο διαβατήριο, ενώ στη θέα της παρακείμενης πινακίδας «Buenos Ayres 407 km » ξέφρενοι αλαλαγμοί χαράς και θριάμβου έσκισαν τον αέρα. Τα 18.500 χλμ. του ταξιδιού είχαν πια συρρικνωθεί στο υπέροχο τριψήφιο νούμερο που περιχαρής αντίκριζα – δικαιολογημένα λοιπόν το δάχτυλό μου παρέμεινε κολλημένο πάνω στο μπουτόν της κόρνας για αρκετά δευτερόλεπτα.
Στις τρεις μέρες που έμεινα στο ηλιόλουστο Buenos Aires, έτρεχα σαν τρελός να προλάβω τα πάντα: να αποχαιρετήσω τους καλούς μου φίλους (τον Δημήτρη Κότσικα και τον Γιώργο Πρόιο), να επισκεφθώ κάποια αξιοθέατα της πόλης που δεν είχα προλάβει να δω και –κυρίως– να μεριμνήσω για τον εκτελωνισμό και την ατμοπλοϊκή επιστροφή της πορτοκαλί μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα.
Γράμμα σ’ έναν φίλο
Κι από την πρωτεύουσα της Αργεντινής, αεροπορικώς πίσω στην πατρίδα. Κάπου στα δυτικά προάστια της Αθήνας, ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα και φίλους που είχαν δημιουργήσει μια γιορταστική ατμόσφαιρα, υπέγραφα την 80η –και τελευταία– σελίδα του ημερολογίου μου. Η ένταση, το άγχος, η αγωνία, η συναισθηματική φόρτιση ογδόντα ολόκληρων ημερών, βρήκαν διέξοδο και ξέσπασμα μέσα από αυτόν τον θερμό εναγκαλισμό!
Όχι, δεν έκλαψα, αν και θα …έπρεπε! Απεναντίας, γέλασα, διηγήθηκα, θυμήθηκα, αστειεύτηκα – έντονα, όσο και παθιασμένα! Άλλωστε, από την αρχή του ταξιδιού, ζούσα για τούτη ακριβώς την στιγμή, κατά την οποία, το διάσημο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν θα μετουσιωνόταν για μένα –τον μοναχικό ταξιδιώτη των 80 ημερών– σε μια αληθινή ιστορία ζωής.
Κι όταν αργά το ίδιο βράδυ είχα μείνει πια μόνος, βρήκα την ευκαιρία να εκπληρώσω μια κρυφή επιθυμία που κουβαλούσα μέσα μου από την πρώτη μέρα του ταξιδιού: να γράψω μια επιστολή σ’ έναν φίλο, ακριβώς την 80η μέρα…
Αθήνα 11\9\2012
Αγαπητέ κ. Ι. Βερν
Όλα ξεκίνησαν αρκετά χρόνια πριν, τότε που έκρυβα τα βιβλία σας κάτω από το μαξιλάρι, περιμένοντας την μητέρα μου να σβήσει το φως! Και όταν αυτή με καληνύχτιζε, οι αμυδρές ακτίνες του πορτατίφ που φώτιζαν μετά από λίγο το δωμάτιο, ζωντάνευαν στα μάτια της παιδικής ψυχής μου μακρινά ταξίδια, ασύλληπτες περιπέτειες, ηρωικά κατορθώματα και ιδανικούς χαρακτήρες –όλα βγαλμένα μέσα από τις γραμματοσειρές των βιβλίων.
Τα χρόνια της αθωότητας πέρασαν, αλλά στην καρδιά μου παρέμεινε έντονη η επιθυμία να ζήσω την δική μου προσωπική περιπέτεια και αναζήτηση. Το μικρό πορτατίφ συνέχισε να χύνει το φως του, όχι για να διαβάζω όμως τα βιβλία σας, αλλά για να σχεδιάσω ένα παράτολμο ταξιδιωτικό εγχείρημα, για τ’ οποίο δανείστηκα εν μέρη τον τίτλο ενός βιβλίου σας.
Έτσι, με αφετηρία (και σημείο άφιξης) την παλλάδα Αθήνα, μέσα στο ομολογουμένως σφικτό χρονικό διάστημα των ογδόντα ημερών, ταξίδεψα σε 4 ηπείρους, επισκέφθηκα 12 χώρες και διένυσα 18.500 χλμ. Με τους τροχούς της ακούραστης μοτοσυκλέτας μου «φλερτάρισα» τροπικά δάση, απέραντες στέπες, οροσειρές, εντυπωσιακούς καταρράχτες και θανάσιμες ερήμους. Λικνίστηκα σε αφρικανικούς και λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, ψηλάφισα με δέος τα μνημεία αρχαίων πολιτισμών και «ακούμπησα» την αγάπη μου στον κάθε τόπο που με φιλοξένησε. Αντίκρισα πρόσωπα σκαμμένα από τις βαθιές ρυτίδες της στέρησης και του καθημερινού μόχθου, έγινα ένα με το πολύχρωμο «ανθρώπινο κουβάρι» των πόλεων και αφουγκράστηκα την αγωνία των ντόπιων για επιβίωση. Τι με «ταρακούνησε» πιο πολύ; Η διαπίστωση ότι, παρελθόν και μέλλον, απόλυτη εξαθλίωση και πλούτος, απλότητα και μεγαλεία, ζωή και θάνατος, συνυπήρχαν στο κάθε χιλιόμετρο που έκανα…
Σήμερα, ογδόντα ημέρες μετά, ο «Γύρος του Κόσμου …Νότια» ολοκληρώθηκε με επιτυχία…Τελειώνοντας την επιστολή μου, θα ήθελα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, που ένα πνευματικό σας έργο αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης και το εφαλτήριο για να ταξιδέψω με την μοτοσυκλέτα μου στους δρόμους του κόσμου…
Με εκτίμηση
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ