Χάρτες, διαδρομές, διαβατήρια, αεροπορικά εισιτήρια, εμβόλια τύφου και χολέρας, βίζες, ανταλλακτικά…Το πάθος για απόδραση σ’ ένα κόσμο εκπλήξεων μ’ είχε κυριεύσει ακόμα μια φορά. Άλλη μια ταξιδιωτική δραπέτευση –ο «Γύρος του Κόσμου …Νότια»– μ’ είχε τραβήξει στη μέθη της. Εμπνευστής μου ο Ιούλιος Βερν, πρότυπό μου ο Φιλέας Φογκ και πεδίο δράσης το νότιο ημισφαίριο της γης…
Την αγάπη μου για τα ταξίδια την ανακάλυψα νωρίς. Το ίδιο νωρίς όμως, συνειδητοποίησα πως για κάθε ταξίδι –μακρινό ή κοντινό– χρειάζονται δυο πράγματα: πάθος και φαντασία. Είναι άγραφος νόμος! Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια δίτροχων περιπλανήσεων, δεν έχω καταφέρει ακόμα να τιθασεύσω το πάθος μου για τα ταξίδια. Πως να το τιθασεύσω άλλωστε; Έρχεται τόσο γρήγορα, σαν τη πυρακτωμένη λάβα που κατακαίει τα πάντα στο πέρασμά της. Πρόκειται για ένα συναίσθημα ασίγαστο, πολλές φορές βασανιστικό, που περιθωριοποιεί τη φωνή της λογικής, ξεσηκώνει τις αισθήσεις και λυτρώνει την ανυπότακτη ψυχή μου! Με πάθος γράφεται η αρχή –αλλά και το τέλος– κάθε ταξιδιωτικού παραμυθιού. Με πάθος, και όχι με ρούχα, εργαλεία και τουριστικούς οδηγούς, γεμίζω συνήθως τις αποσκευές της μοτοσυκλέτας. Με πάθος αποτυπώνω το χρόνο και τις εμπειρίες μου ταξιδεύοντας μέσα στη γλυκιά ανεμοζάλη αυτού του κόσμου…
Έτσι, με τρελή όρεξη για περιπέτεια και με το πάθος να με σιγοκαίει σαν μια άσβεστη φλόγα, υπάκουσα ακόμα μια φορά στα κελεύσματα της καρδιάς και αναζήτησα στους δρόμους του κόσμου μια νέα ταξιδιωτική περιπέτεια. Ήθελα να κάνω ένα ταξίδι δυνατό, με αναμνήσεις μοναδικές, γεμάτο όμορφες στιγμές και πολλά, ατελείωτα χιλιόμετρα σε κάθε είδους έδαφος. Εικόνες, τοπία, πολιτισμοί, ανθρώπινες φιγούρες και αξεπέραστα ιστορικά μνημεία, ήθελα να βρουν για πάντα τη «θέση» τους στην μνήμη μου.
Και ο κύβος …ερρίφθη! Ως μια σύγχρονη παραλλαγή του γνωστού μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 ημέρες», προέκυψε εντέλει ο «Ο Γύρος του Κόσμου …Νότια» (SWT – South World Tour). Με κοινό παρανομαστή τις 80 ημέρες, θα επιχειρούσα να κάνω το μυθιστόρημα-ορόσημο του διάσημου Γάλλου συγγραφέα μια αληθινή ιστορία ζωής. Ταξιδεύοντας σχεδόν αποκλειστικά στο νότιο ημισφαίριο της γης, επιδίωξή μου ήταν να βρεθώ μετά από ακριβώς 80 ημέρες και 18.500 χερσαία χιλιόμετρα στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα – στην Ελλάδα. Τέσσερις ήπειροι (Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Αμερική) και 12 χώρες (Τουρκία, Αίγυπτος, Σουδάν, Αιθιοπία, Κένυα, Τανζανία, Ζάμπια, Ζιμπάμπουε, Νότια Αφρική, Αργεντινή, Βραζιλία και Ουρουγουάη) θα αποτελούσουν το πεδίο ταξιδιωτικής δράσης του δίτροχου Φιλέα Φογκ, ο οποίος θα κρατούσε το τιμόνι μιας πορτοκαλί KTM SMT 990.
Κάθε αρχή και δύσκολη…
Ο ήλιος που ξεπρόβαλε με βρήκε να κάθομαι σε μια καρέκλα ενός καφενείου στην παραλιακή οδό της Χίου, προσπαθώντας με δυσκολία να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου – παρά τον δεύτερο δυνατό καφέ που είχα πιεί. Έχοντας αποβιβαστεί στο νησί της μαστίχας στις 03.40 τα ξημερώματα (επιβάτης στο ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Πειραιά-Χίο), περίμενα καρτερικά μέχρι τις 08.30 το πρωί για να περάσω μ’ ένα μικρό πλοιάριο στις απέναντι μικρασιατικές ακτές. Υπομονή λοιπόν, θα ξημερώσει…
Όμως, το πέρασμα από τη Χίο στο τουρκικό παραθεριστικό κέντρο Cesme έμελλε να εξελιχθεί σε μια μικρή περιπέτεια, αφού πραγματοποιήθηκε με 1,5 ώρα καθυστέρηση. Η άγκυρα του πλοιαρίου είχε σκαλώσει στο βυθό του λιμανιού, προφανώς είχε μπλέξει με την άγκυρα ενός άλλου πλοίου. Χρειάστηκε η επέμβαση των αντρών του τοπικού λιμεναρχείου για να απελευθερωθεί το μικρό πλεούμενο από τα ..σιδερένια δεσμά του και να ξεκινήσει το υδάτινο δρομολόγιό του.
Απροβλημάτιστες οι συνοριακές διαδικασίες από την τουρκική πλευρά – σε λιγότερο από μισή ώρα, η Τουρκία με καλωσόρισε και μου πρόσφερε απλόχερα τους δρόμους της. Πριν όμως πατήσω τη μίζα της πορτοκαλί ΚΤΜ, ένιωσα την ανάγκη να περπατήσω στην μικρή προκυμαία και να αφουγκραστώ για τελευταία φορά τον ποιητικό παφλασμό των κυμάτων. Άφησα για λίγο τη βουβή ματιά μου να κολυμπήσει στο γαλάζιο του Αιγαίου, έδωσα στον εαυτό μου μια κρυφή υπόσχεση και αμέσως μετά ξεκίνησα τον δίτροχο «Γύρο του Κόσμου …Νότια».
Οι πόλεις Usak, Afyon, Konya, Karaman και Mersin οριοθετούσαν την διαδρομή των 1000 χλμ. που είχα να διατρέξω στην γείτονα χώρα. Τελικός προορισμός το λιμάνι της πόλης Mersin, στα νότια της χώρας, απ’ όπου ένα καράβι θα με μετέφερε στην Αίγυπτο. Βλέπετε, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε το τελευταίο διάστημα στην Συρία, η οδική διάσχιση της Μέσης Ανατολής ήταν απαγορευτική. Η λύση του πλοίου ήταν η μόνη ενδεδειγμένη, προκειμένου να βάλω πόδι στην Αίγυπτο.
Οι πρώτες παραστάσεις της διαδρομής ήταν εκείνες της εύφορης μικρασιατικής γης, με την οικεία μεσογειακή χλωρίδα και τα γραφικά κεραμόσπιτα των οικισμών, που παρέπεμπαν την ιστορική μου μνήμη στις αλησμόνητες πατρίδες. Οδοιπορούσα με σεβασμό στα ιστορικά χώματα του Ελληνισμού, που τα στοιχειώνουν τα ίχνη της παρουσίας του προγονικού μας πολιτισμού. Όλες όμως οι σκέψεις και οι προβληματισμοί μου για την τρισχιλιετή δημιουργική παρουσία του ελληνισμού στην αντίπερα ακτή χάθηκαν μεμιάς όταν, περίπου 60 χλμ. δυτικά της πόλης Afyon, ένα γιγάντιο τσοπανόσκυλο βρέθηκε εντελώς ξαφνικά στην πορεία της μοτοσικλέτας. Πέφτοντας ακαριαία στα φρένα, κατάφερα να περάσω μόλις λίγα εκατοστά πίσω από το αμέριμνο τετράποδο, ενώ λουσμένος στον ιδρώτα, σκεφτόμουν με τρόμο ότι ίσως το ταξίδι μου να είχε αναβληθεί πριν καλά-καλά αρχίσει!
Το αντάμωμα με την μαντηλοφορεμένη Ασλάν σ’ ένα ορεινό χωριό της διαδρομής Karaman-Mersin, ήταν το γεγονός που σημάδεψε το πέρασμα από την Τουρκία. Σταματώντας να την φωτογραφίσω, η αναφορά της εθνικής καταγωγής μου στάθηκε η αφορμή να ακούσω από τα χείλια της Ασλάν παραφθαρμένες ελληνικές φράσεις και λόγια. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε, η γιαγιά της είχε ελληνικές ρίζες, κάτι που δεν έκρυβε άλλωστε και η ίδια. Τόση ήταν μάλιστα η συγκίνησή της που αντίκρισε Έλληνα, που δεν δίστασε διόλου να με πάει μέχρι το σπίτι της και να με γεμίσει με πεσκέσια: σκληρό ζυμωτό ψωμί, ντομάτες, τυρί και φρέσκα λαχανικά από τον κήπο!
Στην Mersin τα νέα που άκουσα από τον ιδιοκτήτη της ναυτιλιακής εταιρίας δεν ήταν και τόσο ευχάριστα. Το ακτοπλοϊκό δρομολόγιο Mersin-Port Said που ήταν προγραμματισμένο για το ίδιο βράδυ, θα καθυστερούσε για τουλάχιστον δυο εικοσιτετράωρα, έως ότου γεμίσει το πλοίο με νταλίκες και φορτηγά. Έτσι, ήμουν υποχρεωμένος να στρατοπεδεύσω στην παραλιακή πόλη της Νότιας Τουρκίας, περιμένοντας υπομονετικά μέχρι να σφυρίξει το πλοίο …
Αντιμέτωπος με το τέρας της γραφειοκρατίας
Τα ατμοπλοϊκά ταξίδια ποτέ δεν τα συμπάθησα. Λίγο ο συνωστισμός, λίγο η καθυστέρηση και η ταλαιπωρία, απέφευγα όσο μπορούσα να μπω σε πλοίο…Ας όψεται όμως ο ειδυλλιακός προορισμός – ένα πανέμορφο νησιωτικό καταφύγιο στο Αιγαίο.
Μετά όμως από τον εφιάλτη που έζησα στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου, σίγουρα θα κάνω πολλά χρόνια να ξαναμπώ σε πλοίο. Το δρομολόγιο της μεγάλης τρέλας: Mersin-Port Said μ’ ένα οχηματαγωγό (RO/RO), παρέα με 72 Τούρκους νταλικέρηδες, 15 Ουκρανούς ναυτικούς και ένα Έλληνα μοτοσυκλετιστή – εμένα! Το προγραμματισμένο δρομολόγιο ξεκίνησε με 2 ημέρες καθυστέρηση και διήρκησε 18 ώρες παραπάνω (48 αντί για 30 ώρες), δίχως κανείς από τους επιβάτες να νοιαστεί για αυτό. Κανένας δεν μιλούσε αγγλικά (ούτε όμως κι εγώ τουρκικά ή ρώσικα), το φαγητό ήταν τυπικά τούρκικο, ενώ μπαρ ή άλλος χώρος διασκέδασης και συνάθροισης δεν υπήρχε. Άσε, που το πρωινό της δεύτερης ημέρας απειλήθηκε τουρκο-ουκρανική σύρραξη, όταν ένας θερμόαιμος νταλικιέρης τόλμησε να γλυκοκοιτάξει την καμαριέρα – η οποία, σημειωτέον, τα «είχε» με τον μάγειρα. Όχι τίποτα άλλο, θα μέναμε και νηστικοί…
Και κάπου στην μέση εγώ, που προσπαθούσα να ξορκίσω την καταραμένη μοναξιά μου βυθισμένος στην οθόνη του laptop. Δεν έλειψαν φυσικά και οι ρομαντικοί περίπατοι -από την καμπίνα στην πρύμη και από την κουζίνα στην πλώρη. Τελικά, 48 ώρες αποδείχτηκαν μάλλον πολλές για χαλάρωση και ξεκούραση, ειδικά όταν επιχειρείς ένα δίτροχο οδοιπορικό 80 ημερών…
Με το που έβαλα ρόδα στην αφρικανική ήπειρο, άρχισαν τα προβλήματα – αρκετά νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζα. Το αδυσώπητο τέρας της αιγυπτιακής γραφειοκρατίας βάλθηκε να μου δείξει αμέσως τα κοφτερά δόντια του. Κι ενώ η διεκπεραίωση των εγγράφων μου δεν πήρε πάνω από μια ώρα, οι τελωνιακοί υπάλληλοι έσπευσαν περιχαρείς να μου ανακοινώσουν πως για την μοτοσυκλέτα θα έπρεπε να περιμένω 2-3 ημέρες (όχι ώρες, όπως αρχικά νόμισα)! Ως τότε, μπορούσα να πάρω τις αποσκευές μου και να καταλύσω σ’ ένα ξενοδοχείου του Port Said μέχρι να τελειώσει ο εκτελωνισμός της μοτοσυκλέτας! Και φυσικά, μόλις μου ανακοινώθηκε το ποσό που έπρεπε να καταβάλω στους τελωνιακούς και στα τσιράκια τους (380 Ευρώ), έπαθα ένα μικρό εγκεφαλικό…
Στις τέσσερεις μέρες που έμεινα στο Port Said περιμένοντας στωικά να τελειώσει ο γραφειοκρατικός Γολγοθάς, δεν έμεινα με σταυρωμένα χέρια. Πέρα από τα αξιοθέατα της πόλης, επισκέφτηκα και το Ελληνικό Προξενείο-Λιμεναρχείο, όπου με υποδέχτηκε ο Αντιπλοίαρχος Δημήτρης Κυριακουλόπουλος. Με τον Δημήτρη γρήγορα γίναμε αχώριστοι, ενώ μετά από δική του προτροπή ήρθα σε επαφή με τα μέλη της ολιγάριθμης τοπικής ελληνικής κοινότητα. Μάλιστα, η επίσκεψή μου στο εντευκτήριο της κοινότητας συνέπεσε με μια μικρή συνεστίαση που είχε οργανωθεί για να μιλήσει ο Έλληνας Μητροπολίτης του Port Said, Αιδεσιμότατος Καλλίνικος. Ένιωσα ιδιαίτερα συγκινημένος που μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά και να συνομιλήσω με τους λιγοστούς Έλληνες ομογενείς της πόλης, οι οποίοι εξακολουθούσαν –παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες– να κρατούν με αυταπάρνηση τις δικές τους εθνικές και θρησκευτικές «Θερμοπύλες».
Ταξιδιώτης στην φαραωνική Αίγυπτο
Καθισμένος στο μικρό μπαλκόνι του ξενοδοχείου, μετρούσα την τελευταία μέρα αναμονής στο Port Said. Η ανάκατη φασαρία του δρόμου που έφτανε στα αυτιά μου αντιπροσώπευε την πολύβουη καθημερινότητα των ντόπιων, ενώ η ματιά μου ρουφούσε αχόρταγα το γαλάζιο της Μεσογείου. Σε λίγες ώρες θα αποχαιρετούσα την «Θάλασσα των Πολιτισμών», για να διασχίσω απ’ άκρη σε άκρη την Αφρική – από την Αίγυπτο ως την Νότια Αφρική.
Δεν ένιωθα ιδιαίτερα αναστατωμένος ή φοβισμένος με το διηπειρωτικό εγχείρημα που θα αποτολμούσα. Άλλωστε, πριν από 14 χρόνια είχα καταφέρει να ενώσω οδικά το Κάιρο με το Κέιπ Τάουν με μια μοτοσυκλέτα, και μάλιστα κάτω από πιο αντίξοες γεωπολιτικές συνθήκες. Αν και βασιζόμουνα σε μεγάλο βαθμό στις πολύτιμες εμπειρίες του 1998, μέσα μου βαθειά ήξερα πως ένα Trans-African Crossing παραμένει πάντα ένα αρκετά δύσκολο, όσο και απρόβλεπτο ταξίδι…
Έχοντας παραλάβει την αιγυπτιακή πινακίδα κυκλοφορίας με τον αραβικό αριθμό 566, ξεκίνησα νωρίς τα χαράματα την πορεία μου προς τον νότο της χώρας. «Ο Γύρος του Κόσμου …Νότια» στην αφρικανική ήπειρο, επιτέλους άρχιζε! Αρχικός προορισμός η πόλη Luxor (840 χλμ. νότια του Port Said), που απολάμβανε το υδάτινο χάδι του Θεού Νείλου. Η διαδρομή που είχα επιλέξει «έτρεχε» αρχικά κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας, περνώντας από τις πόλεις Ismailia, Suez, Ras Zafarana, Hurghada και Safaga. Στην συνέχεια, ο οδικός άξονας έστριβε δυτικά μέσα στην έρημο και ακουμπούσε τις όχθες του Νείλου λίγο βορειότερα του Luxor.
Χρειάστηκα περίπου 12 ώρες για να βρεθώ στην αστική αγκαλιά του παραποτάμιου Luxor. Στα πρώτα 200 χλμ. η κίνηση του δρόμου ήταν πυκνή και οι αισθήσεις μου δούλευαν συνεχώς στα «κόκκινα». Κυκλοφοριακή αναρχία και πανδαιμόνιο, ποικιλόμορφα οχήματα, ζωήλατα κάρα, στρατιωτικά μπλόκα, απρόβλεπτοι πεζοί, θόρυβος και πολύ καυσαέριο ήταν τα κύρια στοιχεία με τα οποία βρέθηκα αντιμέτωπος στους πολυσύχναστους δρόμους της χώρας του Νείλου. Μιλάμε για μια άκρως τρομολαγνική εμπειρία –ειδικότερα για έναν μοτοσυκλετιστή– καθώς οι Άραβες οδηγοί δεν φημίζονται διόλου για την υποδειγματική συμπεριφορά τους. Ευτυχώς, μετά την πόλη Suez, η κίνηση σταδιακά αραίωσε, και έτσι, στο υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι το Luxor, οδηγούσα πιο ήρεμα και χαλαρά.
Τα διάσημα τουριστικά θέρετρα της Ερυθράς Θάλασσας δεν άργησαν να κάνουν κι αυτά την εμφάνισή τους στα αριστερά του δρόμου. Μεταξύ των πόλεων Ras Zafarana και Safaga, δεκάδες ξενοδοχειακά συγκροτήματα βρίσκονταν κτισμένα δίπλα στην θάλασσα, προσφέροντας αποστειρωμένες διακοπές πολυτελείας σε ξένους και ντόπιους παραθεριστές.
Κι όσο η διαδρομή έτρεχε παράλληλα με το τιρκουάζ της Ερυθράς Θάλασσας, το θερμόμετρο έδειχνε σταθερά τους 33-35 βαθμούς Κελσίου – καταστάσεις υποφερτές. Αργά το ίδιο μεσημέρι όμως, όταν ο καλοσυντηρημένος οδικός άξονας αποχαιρέτησε για πάντα την θάλασσα και στράφηκε στην ενδοχώρα διατρέχοντας τις άγονες εκτάσεις της Ανατολικής Ερήμου, τότε ο υδράργυρος εκτοξεύτηκε στους 42-43 βαθμούς Κελσίου. Λες και βρέθηκα ξαφνικά μέσα σ’ ένα καμίνι. Ήταν μια μικρή πρόγευση για τα καυτά δεινά που με περίμεναν στην τρομερή έρημο της Νουβίας, στο Βόρειο Σουδάν.
Για δυο μέρες, οι φαραωνικοί θησαυροί του Luxor, που απλώνονταν και στις δύο όχθες του Νείλου και έχουν αναδείξει την πόλη στο μεγαλύτερο υπαίθριο αρχαιολογικό μουσείο του κόσμου, μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μου. Η Κοιλάδα των Βασιλέων (με τους δεκάδες λαξευμένους βασιλικούς τάφους και τα πολύτιμα κτερίσματα που περιείχαν), οι εντυπωσιακοί ναοί Luxor και Karnak, οι κολοσσοί του Μέμνονα, ο ναός της βασίλισσας Χαμσεπσούτ, καθώς και ένα πλήθος άλλων μοναδικών μνημείων, μου χάρισαν ένα ανεπανάληπτο ταξίδι στα άδυτα της αρχαίας αιγυπτιακής Ιστορίας.
Με μόνιμη συντροφιά τα ασάλευτα νερά του Νείλου, η πορτοκαλί ΚΤΜ με οδήγησε κατόπιν στην κοντινή πόλη Aswan. Εδώ, στο νοτιότερο αστικό κέντρο της Αιγύπτου, η οδική αποστολή μου στην χώρα των Φαραώ έφτανε αισίως στο τέλος της. Από το λιμάνι της πόλης, ένα ποταμόπλοιο (που διέσχιζε μια φορά την εβδομάδα τα νερά της λίμνης Nasser) θα με μετέφερε στη σουδανική πόλη Wadi Halfa.
Ήταν αναμενόμενο λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου παραμονής μου στο ειδυλλιακό Aswan να αναλωθεί στις προετοιμασίες της ατμοπλοϊκής μετάβασής μου στο Σουδάν και λιγότερο με την γνωριμία των φαραωνικών μνημείων της πόλης. Σειρά είχε πλέον η μυθική Νουβία των αρχαίων να καλωσορίσει τον δίτροχο ταξιδευτή του Νότου…
Καυτές εμπειρίες
Μόνο όποιος έχει ταξιδέψει επιβάτης σ’ ένα τριτοκοσμικό τρένο στην Ινδία είναι σε θέση να καταλάβει τις τραγικές συνθήκες που βίωσα εν πλω, διασχίζοντας την λίμνη Nasser μ’ εκείνο το άθλιο σαπιοκάραβο. Η μετάβαση από την πόλη Aswan της Αιγύπτου στην Wadi Halfa του Σουδάν ήταν μια φρικτή εμπειρία διάρκειας 18 ωρών, που ειλικρινά δεν θα ήθελα να ξαναζήσω: υπεράριθμοι επιβάτες που κοιμόντουσαν και στα πιο απίθανα σημεία, βρωμιά και σκουπίδια παντού, δυσοσμία, καυτές λαμαρίνες, φασαρία και ένας ήλιος να πυρπολούσε αλύπητα το μικρό πλοιάριο. Κι εγώ, στριμωγμένος σε μια μικρή γωνιά, αγκαλιά με τις αποσκευές μου, έδινα συνεχώς κουράγιο στον εαυτό μου…
Μοναδική παρηγοριά στα ατμοπλοϊκά δεινά που βίωνα καρτερικά αποτελούσε η εικόνα της απέραντης λίμνης, η οποία φάνταζε σαν μια μικρή θάλασσα μέσα στην κίτρινη απεραντοσύνη της ερήμου Σαχάρας. Η λίμνη Nasser δημιουργήθηκε το 1971 μετά την κατασκευή του φράγματος στο Aswan, ένα έργο που υπαγορεύτηκε από την επιτακτική ανάγκη να τιθασευτούν τα νερά του Νείλου και να αυξηθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αυτό όμως είχε και το κόστος του: σαράντα πέντε χωριά κατά μήκος του Νείλου -ανάμεσά τους και η αρχική πόλη Wadi Halfa- βούλιαξαν για πάντα στο βυθό της λίμνης, ενώ περίπου 50.000 γηγενείς εγκατέλειψαν για πάντα τις εστίες τους.
Και μπορεί εγώ να προχωρούσα μπροστά, η σκέψη μου όμως παρέμενε πίσω, στην πόλη Aswan της Αιγύπτου. Εκεί είχα αφήσει με σπαραγμό καρδιάς την μοτοσυκλέτα, η οποία υποτίθεται ότι θα με ακολουθούσε λίγες ώρες μετά (;), φορτωμένη σ’ ένα εμπορικό πλοιάριο. Άλλο άγχος κι αυτό…Μετά από όσα είχα περάσει στο λιμάνι του Port Said, δικαίως ήμουν τόσο ανήσυχος και αναστατωμένος.
Η γνωριμία μου με τη σουδανική πραγματικότητα ξεκίνησε από την υποτυπώδη αποβάθρα όπου έδεσε το πλοιάριο, συνεχίστηκε στους χωματόδρομους της πλινθόκτιστης Wadi Halfa και ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα σ’ ένα υπαίθριο ξενοδοχείο, με κρεβάτι στην άμμο και ύπνο κάτω από τον έναστρο αφρικανικό ουρανό. Στην Wadi Halfa, την οποία αγκάλιαζε ασφυκτικά το σκληρό και απόκοσμο οικοσύστημα της Σαχάρας και την μαστίγωναν θερμοκρασίες που άγγιζαν τους 45 βαθμούς Κελσίου, παρέμεινα για τρεις ολόκληρες μέρες.
Η μοτοσυκλέτα κατέφτασε δυο μέρες μετά την άφιξή μου (ενώ όλοι στο Aswan με διαβεβαίωναν ότι δεν θα αργούσε περισσότερο από 8-10 ώρες), σκεπασμένη όμως από τόνους ζυμαρικών! Δίχως ουσιαστική βοήθεια από τους απρόθυμους λιμενεργάτες, χρειάστηκε να μετακινήσω ο ίδιος με τα χέρια μου εκατοντάδες πακέτα μακαρόνια Νο 3, προκειμένου να απελευθερωθεί η μοτοσυκλέτα και να την βγάλω στην αποβάθρα! Η διαδικασία απεγκλωβισμού της ΚΤΜ ξεκίνησε στις 09.00 το πρωί και τελείωσε γύρω στις 13.30, μέσα στο λιοπύρι. Για μια στιγμή σκέφτηκα μάλιστα να ζητήσω μεροκάματο από τον καπετάνιο! Και μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, έπρεπε να εκτελωνίσω και την μοτοσυκλέτα! Ζήτω η τρέλα…
Περίπου 920 χλμ. χώριζαν την Wadi Halfa από την πρωτεύουσα Χαρτούμ. Τα αστέρια τρεμόσβηναν στον ουρανό όταν οι αποσκευές έπαιρναν την θέση τους πάνω στη μοτοσυκλέτα, ενώ πριν ακόμα ο ήλιος με καλημερίσει, άφηνα πίσω μου τα τελευταία σπίτια της Wadi Halfa. Θα τολμούσα την αυθημερόν προσέγγιση της σουδανικής πρωτεύουσας, γνωρίζοντας πως απέναντί μου είχα έναν μεγάλο σύμμαχο (έναν καινούριο ασφάλτινο οδικό άξονα), αλλά κυρίως έναν ανελέητο εχθρό: τον καυτό ήλιο της Νουβικής Ερήμου –αυτός ήταν άλλωστε ο βασικός λόγος της πολύ πρωινής αναχώρησης.
Βασανιστική μοναξιά και σιωπή – το καλωσόρισμα στον σκληρό κόσμο της ερήμου. Από το πρώτο κιόλας χιλιόμετρο, βρέθηκα να οδηγώ μέσα σ’ ένα απόκοσμο, επαναλαμβανόμενο μοτίβο αμμόλοφων και χωμάτινων υψιπέδων. Ελάχιστα τα χωριά καθοδόν, με πλινθόκτιστες κατοικίες κατασκευασμένες αποκλειστικά από ευτελή υλικά της μάνας γης. Το γεγονός, πάντως, ότι νερό και καύσιμα έβρισκα σε τακτικές αποστάσεις (κάθε 60-80 χλμ.), συγκαταλεγόταν στα θετικά της διαδρομής.
Το μαρτύριο της ερήμου ξεκίνησε νωρίς το μεσημέρι – το ένιωθα να έρχεται! Όταν ο υδράργυρος άγγιξε πλέον τους 50 βαθμούς Κελσίου, η καυτή ανάσα της Νουβικής Ερήμου με έφερε κυριολεκτικά στα πρόθυρα της τρέλας και της απόγνωσης. Οδηγούσα έχοντας καλυμμένα όλα τα σημεία του σώματος (για την αποφυγή αφυδάτωσης και εγκαυμάτων), ενώ κάθε τόσο δρόσιζα εσωτερικά το κράνος με νερό. Νόμιζα πως βρισκόμουν μέσα σ’ έναν …φούρνο μικροκυμάτων! Ο ζεστός άνεμος που μαστίγωνε αλύπητα τις αισθήσεις μου, με ανάγκασε να υπερβώ κατά πολύ τα όρια της αντοχής μου. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω πείσμα και σιδερένια θέληση προκειμένου να ξεπεράσω το θανάσιμο εμπόδιο της Νουβικής Ερήμου. Και τελικά τα κατάφερα. Σαχάρα, σε νίκησα…
Πικρά χαμόγελα
Ο ήλιος είχε χάσει πολύ από την δύναμή του όταν αντίκριζα τα πρώτα σπίτι της σουδανικής πρωτεύουσας. Φτάνοντας στο Χαρτούμ, που βρίσκεται κτισμένο στο σημείο όπου ενώνονται ο Λευκός με τον Γαλάζιο Νείλο, το κοντέρ της SMT είχε καταγράψει 3.250 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού και το «ημερολόγιο καταστρώματος» σημάδευε την 18η μέρα. Άφιξη στο ξενοδοχείο «Acropole» και θερμή υποδοχή από τον ιδιοκτήτη Γιώργο Παγουλάτο, που με περίμενε αγωνιωδώς από την πρώτη μέρα του ταξιδιού. Είναι σίγουρα ωραίο να βρίσκεις Έλληνες παντού, σε όλο τον κόσμο…
Για τις δυο επόμενες ημέρες, το Χαρτούμ αποτέλεσε τον απαραίτητο σταθμό ξεκούρασης και ανασυγκρότησης που τόσο είχα ανάγκη μετά την καυτή εμπειρία της Νουβικής ερήμου. Τα τουριστικά αξιοθέατα της σουδανικής πρωτεύουσας ελάχιστα, η γενικότερη εικόνα της πόλης απογοητευτική, ενώ τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις του Χαρτούμ τις αντίκρισα στο χώρο της παραδοσιακής αγοράς Omdurman. Ωστόσο, μια παράξενη ηρεμία επικρατούσε στην πόλη, μετά τα βιαία επεισόδια που είχαν σημειωθεί την ημέρα της άφιξής μου, ανάμεσα στο στρατό και τους χιλιάδες εξοργισμένους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τον αυξημένο κόστος ζωής, και ειδικότερα για τον διπλασιασμό της τιμής της βενζίνης μέσα σε μια νύχτα!
Στο Χαρτούμ δεν θα μπορούσα να μην επισκεφθώ τα γραφεία της τοπικής Ελληνικής Κοινότητας – κάτι που είχα πράξει άλλωστε και το 1998. Εδώ με υποδέχτηκε η συμπαθέστατη Λούση Βασιλείου, από την οποία ενημερώθηκα για την παρουσία του τοπικού ελληνικού στοιχείου. Ο ελληνισμός του Σουδάν, που στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αριθμούσε περί τους δεκαπέντε χιλιάδες ομοεθνείς μας, σήμερα δυστυχώς δεν ξεπερνά τα διακόσια άτομα, ακολουθώντας την ίδια φθίνουσα πορεία με το αντίστοιχο της Αιγύπτου.
Πριν εγκαταλείψω πάντως την σουδανική πρωτεύουσα, φρόντισα να επισκευάσω την βάση στήριξης της δεξιάς βαλίτσας, που είχε κοπεί στην Αίγυπτο από τις αμέτρητες λακκούβες και τα σαμάρια του δρόμου. Ο μάστορας που ανέλαβε να την ηλεκτροκολλήσει παινευόταν υπέρμετρα για το ταλέντο του. Δυστυχώς το έργο του δεν κράτησε ούτε δυο μέρες – στην πρώτη ζόρικη λακκούβα η βάση έσπασε ξανά. Η λύση; Μια καινούρια βάση ήρθε αεροπορικώς από την Αθήνα και με περίμενε στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας.
Χαρτούμ, τέλος λοιπόν…Ακολουθώντας την ασφάλτινη διαδρομή Wad Medani-Gedaref-Gallabat, η προσέγγιση της συνοριακής γραμμής με την Αιθιοπία (περίπου 550 χλμ. νοτιοανατολικά) δεν με δυσκόλεψε ιδιαίτερα. Η κατάσταση του δρόμου ικανοποιητική, το τοπίο επίπεδο και ερημικό, η θερμοκρασία αισθητά πεσμένη (30 βαθμούς Κελσίου) και η κίνηση λιγοστή. Πάντως, στη σκέψη πως πριν από 15 χρόνια, στην χωμάτινη τότε διαδρομή Gedaref-Gallabat, είχα κολλήσει στις λάσπες και ταλαιπωρήθηκα για 5 μέρες, χαμογελούσα με πικρία.
Πάμπολλες ήταν οι στάσεις μέσα στους τοπικούς οικισμούς με τις χαρακτηριστικές κυκλικές καλύβες από κωνικές αχυρένιες στέγες, που παρέπεμπαν στην Υποσαχαρική Αφρική. Εδώ τα παιδιά φοβόντουσαν αρχικά να με πλησιάσουν. Κοιτούσαν με απορία –και από απόσταση ασφαλείας– τον δίτροχο μουσαφίρη. Όταν όμως ξεπερνούσαν το πρώτο σοκ, γρήγορα γινόμουν το καινούριο τους παιχνίδι. Με χαιρετούσαν, με άγγιζαν, με κλώτσαγαν, με …πετροβολούσαν, με καλωσόριζαν στο δικό τους μικρόκοσμο…Τα αθώα παιδιά της αφρικάνικης γης.
Οι συνοριακές διατυπώσεις εκατέρωθεν της νεκρής ζώνης δεν ξεπέρασαν σε διάρκεια την μια ώρα. Με τη σουδανική σφραγίδα εξόδου στο διαβατήριο, έκλεισε το ταξιδιωτικό κεφάλαιο «Σουδάν» – αμέσως μετά ένα καινούριο άνοιξε, το αιθιοπικό. Αφού ευχαρίστησα τους μαυραγορίτες των συνόρων για την ανταλλαγή συναλλάγματος, ένα λιτό ξενοδοχείο στον συνοριακό οικισμό Metema ανέλαβε να ξεκουράσει το κουρασμένο μου κορμί…