Με την είσοδό μου στην Ουκρανία, το κοντέρ του Honda Supra είχε καταγράψει 4.200 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού, ενώ ημερολογιακά βρισκόμουν στην 19η ημέρα του ταξιδιού. Το μαύρο παπί δεν μ’ είχε προβληματίσει καθόλου λειτουργικά, ενώ το μόνο που χρειάστηκε να κάνω καθοδόν ήταν μια αλλαγή λαδιών στα πρώτα 3.000 χλμ. Επόμενη αλλαγή λαδιών κάπου στην Ρουμανία…
Το οδικό πρόγραμμα στην Ουκρανία ήταν συνολικής απόστασης 1.100 χλμ. και προέβλεπε πέρασμα από την πρωτεύουσα Κίεβο και την παραθαλάσσια πόλη της Οδησσού. Και μπορεί το μαύρο παπί να μην μ’ είχε απασχολήσει σε τίποτα μέχρι στιγμής, στην Ουκρανία όμως, αυτό που έμελλε να με ταλαιπωρήσει αφάνταστα (όπως και τις αναρτήσεις του Supra) ήταν η απαράδεκτη κατάσταση των δρόμων.
Άπειρες λακκούβες, αθέατα σαμαράκια και κάκιστη άσφαλτος με υποχρέωσαν σε μια αρκετά προσεκτική και ταυτόχρονα κοπιαστική οδήγηση, ενώ η μέση ωριαία ταχύτητα ταξιδιού κατέβηκε στα 60 χλμ. Με τίποτα δεν ήθελα να στραβώσω κάποια ζάντα, να σχίσω ένα λάστιχο ή να σπάσω την σχάρα του παπιού. Υπομονή και προσοχή λοιπόν…
Καθισμένος εκείνο το ζεστό απομεσήμερο σ’ ένα παρόχθιο καφέ του Κιέβου, δίπλα στα ασάλευτα νερά του ποταμού Δνείπερου, συμπλήρωνα το «ημερολόγιο καταστρώματος» με τις ταξιδιωτικές εμπειρίες των τελευταίων ημερών. Με συντροφιά έναν δυνατό καφέ, σκόρπιες σκέψεις και δυνατές εικόνες έπαιρναν σιγά σιγά το δρόμο από το μυαλό στο πληκτρολόγιο.
Πριν από μόλις τρεις μέρες βρισκόμουν στην Μόσχα (850 χλμ. μακριά) και τώρα το μαύρο Supra μ’ είχε μεταφέρει στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Αναβάτης και όχημα βρισκόμασταν σε άριστη κατάσταση («λειτουργικά» και «ψυχολογικά»), πανέτοιμοι για τα επόμενα χιλιόμετρα, που προβλέπονταν όμως δύσκολα, εξαιτίας της άσχημης κατάστασης των ουκρανικών δρόμων.
Κι όσον αφορά το Κίεβο, η ουκρανική μητρόπολη φάνταζε ως ο ιδανικός προορισμός για τους οπαδούς του… θρησκευτικού τουρισμού. Με τέσσερεις ονομαστές ορθόδοξες εκκλησίες (ναός Αγίας Σοφίας, ναός Αγίου Ανδρέα, ναός Αγίου Μιχαήλ και Μονή Λαύρας των Σπηλαίων), μοιραία στο Κίεβο θυσίασα τον περισσότερό μου χρόνο θαυμάζοντας υπέροχες αγιογραφίες και χρυσούς τρούλους ιστορικών εκκλησιών.
Εκτός όμως από τα ενδιαφέροντα αξιοθέατά του, το Κίεβο μού επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς εδώ ανταμώθηκα τυχαία με έξι Έλληνες μοτοσυκλετιστές από την Κομοτηνή, που ταξίδευαν όλοι μαζί με προορισμό τις Βαλτικές χώρες. Η κεφάτη ελληνική μοτο-παρέα που σχηματίστηκε εκείνο το βράδυ στο Κίεβο ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις που μου πρόσφερε η ουκρανική πρωτεύουσα…
Στην πόλη της Φιλικής Εταιρίας
Μόλις 480 χλμ. νότια του Κιέβου, με καρτερούσε η Οδησσός της Φιλικής Εταιρίας και του «Θωρηκτού Ποτέκμιν», μια πόλη που αιώνες τώρα ανασαίνει την αύρα του Εύξεινου Πόντου. Το μεγαλύτερο λιμάνι της Ουκρανίας οφείλει το όνομά του –αλλά και την ίδρυσή του– στους αρχαίους Μιλήσιους, ενώ η ιστορία της Οδησσού είναι στενά συνδεδεμένη με την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην ευρύτερη περιοχή, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα.
Για τούτη την παρευξείνια πολιτεία της Ουκρανίας, με την πλούσια πολιτισμική και πνευματική παράδοση και λάμψη, ο διάσημος Πούσκιν ισχυριζόταν ότι: «…εδώ αναπνέει κανείς ολόκληρη την Ευρώπη», ενώ χαρακτηριστικοί είναι και οι στίχοι του Ανδρέα Εμπειρικού: «Καημένη Οντέσσα, και καημένη, κατακαημένη Ρωσία, εσύ η πλατυτέρα όχι των ουρανών, μα σίγουρα όλων των χωρών…».
Το πρώτο πράγμα που έκανα στην Οδησσό ήταν να επισκεφθώ το Μουσείο της Φιλικής Εταιρίας, που στεγαζόταν στην ανακαινισμένη κατοικία του Έλληνα εμπόρου και εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή – ο ίδιος είχε διατελέσει τέσσερεις φορές δήμαρχος της Οδησσού (1875-1895).
Η αναπαράσταση των τριών ιδρυτικών μελών της Φιλικής Εταιρείας (Σκουφάς, Τσακάλωφ, Ξάνθος) να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι, επιστολές και χειρόγραφες προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη (αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας), κατάλογοι των μελών της Φιλικής Εταιρείας, φωτογραφίες, χάρτες, γκραβούρες και πρωτότυπα έργα αναφορικά με τη δράση των Φιλικών, περιλαμβάνονταν στα άκρως ενδιαφέροντα εκθέματα του μουσείου.
Πόλη πλημμυρισμένη από ιστορικές μνήμες και νοσταλγικές εικόνες ενός κοντινού παρελθόντος, η Οδησσός με ξενάγησε τις δυο επόμενες μέρες στην δενδροφυτεμένη λεωφόρο Prymorsky Boulevard με τα υπέροχα νεοκλασικά οικοδομήματα, στο παλάτι Vorontsov, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στο εμβληματικό Εθνικό Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου, στην στεγασμένη εμπορική στοά Passage και φυσικά στη διάσημη «Σκάλα Ποτέμκιν», το ιστορικό σύμβολο της πόλης. Με κυρίαρχο στοιχείο την αρχιτεκτονική πανδαισία και την κομψότητα, η Οδησσός ήταν μια πόλη που «ξεχείλιζε» από ποιητική ομορφιά και ασυγκράτητο ερωτισμό. Όπως άλλωστε και οι Ουκρανές…
Αυτό, ωστόσο, που με ενθουσίασε περισσότερο ήταν το γεγονός πως το «Διαμάντι της Μαύρης Θάλασσας» μού «θύμιζε» έντονα Ελλάδα – το ένιωθα παντού, σε κάθε γωνιά της. Ειδικότερα όταν περπατούσα εκείνο το απόγευμα στην Οδό των Ελλήνων (Γκρετσέσκαγια), συνομιλώντας με τον Παπαρρηγόπουλο, τον Υψηλάντη, τον Ψυχάρη και τον Μαρασλή…
Απρόσμενη παράκαμψη
Η Οδησσός της Φιλικής Εταιρίας έμελλε να αποτελέσει την άτυπη αφετηρία απ’ όπου θα ξεκινούσα την εξερεύνηση της δυτικής ακτογραμμής του Εύξεινου Πόντου. Έτσι, μετά την Οδησσό, επόμενος προορισμός του Honda Supra ήταν η πόλη Galati, η συνοριακή πύλη της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Τώρα, πώς βρέθηκα όμως εκτός διαδρομής στην Μολδαβία, και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Chisinau, αυτό είναι ένα καλό ερώτημα, στο οποίο θα σας απαντήσω αμέσως.
Λόγω της άσχημης κατάστασης του οδικού άξονα Odessa-Galati (320 χλμ.), όλοι με προέτρεψαν να ακολουθήσω το δρομολόγιο Odessa-Chisinau-Galati (420 χλμ). Η συγκεκριμένη διαδρομή, αν και μεγαλύτερη σε απόσταση, ήταν αρκετά πιο φιλική με τις αναρτήσεις των οχημάτων, μιας και είχε σχετικά «φρέσκια» άσφαλτο. Κι επειδή τα είχα «δει όλα» με τους κακοτράχαλους δρόμους της Ουκρανίας, δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτώ.
Αλλαγή ρότας λοιπόν για Μολδαβία, με μια ενδιάμεση διανυκτέρευση στην πρωτεύουσα της λιλιπούτειας χώρας – ήταν άλλωστε και μια καλή ευκαιρία να επισκεφτώ αυτό το μικρό κρατίδιο της Ανατολικής Ευρώπης, που «ξεφύτρωσε» το 1991 ανάμεσα στην Ουκρανία και την Ρουμανία.
Ο οδικός άξονας που ακολούθησα από την Οδησσό ως τα σύνορα της Μολδαβίας, μόλις εγκατέλειψε την αστική πραγματικότητα του ουκρανικού λιμανιού, άφησε πίσω του και το θαλάσσιο ορίζοντα του Εύξεινου Πόντου. Ενώ μετά τα σύνορα, καθοδόν για την πρωτεύουσα Chisinau, βρέθηκα να διασχίζω επίπεδες και λοφώδεις καλλιεργήσιμες εκτάσεις όπου δέσποζαν μικρά χωριουδάκια χωριά «τυλιγμένα» με την γαλήνια απομόνωση και την ομορφιά της τοπικής φύσης.
Στο ταξίδι της ασφάλτινης λωρίδας μέσα στην μολδαβική γη, ο φωτογραφικός φακός εστίασε πάνω σε ξύλινα ιππήλατα κάρα που μετέφεραν ανθρώπους και αγαθά, σε χαμογελαστές παιδικές φυσιογνωμίες που με καλωσόριζαν στο δικό τους μικρόκοσμο, σε ηλικιωμένες μαντηλοφορεμένες αγρότισσες, σε ξύλινα αγροτόσπιτα και σε σπάνιες βουκολικές σκηνές.
Αδελφοποιημένη πόλη με την Πάτρα, η πρωτεύουσα Chisinau των 750.000 κατοίκων δεν διεκδικούσε τουριστικές δάφνες και τίτλους, καθώς διέθετε ελάχιστα μνημειακά αξιοθέατα. Παρόλο αυτά, δεν της γύρισα την πλάτη και επισκέφθηκα το Προεδρικό Μέγαρο, την Βουλή, την Αψίδα του Θριάμβου και τον Καθεδρικό ναό, ενώ στην υπαίθρια αγορά της πόλης βρέθηκα μέσα σ’ έναν πολύβουο χώρο που έσφυζε από ζωντάνια και ποικιλία παραστάσεων…
Παρέα με τους Φιλανδούς
Μετά την μικρή παρένθεση της Μολδαβίας, το παρευξείνιο οδοιπορικό μπήκε ξανά στην τροχιά του όταν το μαύρο παπί έφτασε εκείνο το ζεστό μεσημέρι στην Galati – μια μεγάλη πινακίδα στην είσοδο της παρόχθιας πόλης του Δούναβη μού γνωστοποίησε πως η συνοριακή πόλη της Ρουμανίας είναι αδελφοποιημένη με τον Πειραιά. Στην Galati, στάση δροσιάς για τον αναβάτη, αλλαγή λαδιών για το ακούραστο Supra και συνέχεια του ταξιδιού για την πόλη –λιμάνι της Constanta (Κωστάντζα)…
Φτάνοντας στο βασικότερο εμπορικό λιμάνι της Ρουμανίας, έμελλε να κάνω τον πλοηγό σ’ ένα ζευγάρι Φιλανδών μοτοσυκλετιστών με μια YAMAHA XTZ 1200, που έτυχε να συναντηθούμε στην είσοδο της πόλης. Η βλάβη που είχαν στο GPS στάθηκε η αφορμή να μπω μπροστά και να οδηγήσω τον Jouni και την Heli τάχιστα στο ξενοδοχείο τους, στην περιοχή της παραλίας Mamaia.
Η επιθυμία μου να εξερευνήσω την δυτική ακτογραμμή του Εύξεινου Πόντου» και να βαδίσω στα χνάρια της τοπικής ιστορίας ήταν εκείνη που μ’ είχε σπρώξει το επόμενο πρωινό να «βουτήξω» μέσα στις σελίδες του ταξιδιωτικού οδηγού, προκειμένου να ενημερωθώ για το αρχαιοελληνικό παρελθόν των δυτικών ακτών του Εύξεινου Πόντου.
Η Κωνστάντζα ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους την περίοδο του Β΄ Ελληνικού αποικισμού (ονομαζόταν αρχικά Τόμις), ενώ το σημερινό της όνομα πιθανότατα προέρχεται από παραφθορά της βυζαντινής ονομασίας «Κωνσταντιανή», που δόθηκε στην πόλη προς τιμή της Κωνσταντίας, της αδελφής του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ανέκαθεν η Κωνστάντζα διατηρούσε έναν συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Στα τέλη του 19ου αιώνα, από τους 10.420 κατοίκους της πόλης, περίπου 2.416 ήταν Έλληνες. Από το 1906 και μέχρι τα πρώτα μεσοπολεμικά χρόνια, ο πληθυσμός της Κωνστάντζα ενισχύθηκε με πολλούς Έλληνες από τις ελληνικές παροικίες στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας (Αγχίαλο, Μεσημβρία, Σωζόπολη), που κατέφυγαν εδώ εξαιτίας των βουλγαρικών διωγμών. Το 1928, σε πληθυσμό 41.000 κατοίκων, οι Έλληνες στην Κωνστάντζα έφταναν τα 3.130 άτομα και αποτελούσαν τη δεύτερη κοινότητα της πόλης – σήμερα το ελληνικό στοιχείο της πόλης υπολογίζεται σε περίπου 1.500 άτομα.
Με σημείο εκκίνησης την πλατεία Piata Ovidiu, στην καρδιά της παλαιάς πόλης, παρέα με το με τον Jouni και την Heli περιηγηθήκαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στο εκπληκτικό (αλλά δυστυχώς εγκαταλειμμένο) art deco καζίνο στην περιοχή του παραλιακού πεζόδρομου και στο ιστορικό μνημείο Tropaeum Traiani Monument.
Το ίδιο βράδυ, ταξινομώντας με τους Φιλανδούς τις παραστάσεις που μάς είχε προσφέρει η Κωνστάντζα, αναπόφευκτα είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση της παρουσίας μου στην Ρουμανία. Το παρευξείνιο οδοιπορικό είχε μπει στην τελική ευθεία, πράγμα που το επιβεβαίωναν άλλωστε και οι γεωγραφικές συντεταγμένες του χώρου: αρκετά πίσω μου βρίσκονταν η Ρωσία και η Ουκρανία, ακριβώς μπροστά μου η Ρουμανία και λίγο πιο μακριά η Βουλγαρία…
Η αρχαία Οδυσσός
Μετά το πέρασμα της συνοριακής γραμμής, αναβάτης και παπί «βλέπαμε» πλέον Βουλγαρία, ενώ η επιθυμία μου να βαδίσω πάνω στα χνάρια της τοπικής Ιστορίας ήταν το ίδιο μεγάλη, όσο και η αγωνία μου να φτάσω στο τέλος αυτού του ανατρεπτικού ταξιδιού. Ήδη στο κοντέρ του μαύρου Supra ήταν καταγεγραμμένα περί τα 6.000 χλμ. – υπολείπονταν 1.500 χλμ. ακόμα.
Έχοντας να διατρέξω μια απόσταση 250 χλμ. κατά μήκος των παρευξείνιων βουλγαρικών ακτών, το πρόγραμμά του ταξιδιού προέβλεπε στάσεις σε τέσσερεις σημαντικούς αστικούς προορισμούς (Varna, Nessebar, Burgas και Sozopol). Στα βουλγαρικά παράλια του Εύξεινου Πόντου θα «ανεφοδιαζόμουν» με παραστάσεις και εμπειρίες ενός γεωγραφικού χώρου τον οποίο οι αρχαίοι πρόγονοί μας αποίκισαν κατά τον Β΄ Ελληνικό Αποικισμό (8ο – 6ο αιώνα π. Χ.). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η Μίλητος, η Ερέτρια, η Χαλκίδα και τα Μέγαρα ήταν οι πόλεις που είχαν πρωτοστατήσει στον Β΄ Ελληνικό Αποικισμό. Από τις περίπου εκατό αποικίες του Εύξεινου Πόντου, η Μίλητος ίδρυσε τουλάχιστον τις εξήντα (μεταξύ αυτών την Οδυσσό/Varna και την Απολλωνία/Sozopol), ενώ μόνο η Μεσημβρία/Nessebar ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς.
Πλησιάζοντας την Varna, δεκάδες πολυώροφες ξενοδοχειακές μονάδες άρχισαν να δέσποζαν κατά μήκος της βουλγαρικής ακτογραμμής. Βρισκόμουν στα όρια της «Χρυσής Ακτής», της πιο τουριστικοποιημένης παραθαλάσσιας περιοχής της Βουλγαρίας. Προορισμός μου, ωστόσο, δεν ήταν η «Χρυσή Ακτή» αλλά το κέντρο της Varna, της τρίτης σε μέγεθος πόλης της Βουλγαρίας, που αποτελεί την οικιστική και ιστορική συνέχεια της αρχαίας Οδυσσού.
Παρά τους πάμπολλους κατακτητές που την άλωσαν και τα ονόματα που άλλαξε (Οδυσσός, Τιβεριούπολις, Ειρηνούπολις, Βάρνα, Στάλιν), η Βάρνα συνέχισε αδιάλειπτα ως και σήμερα την διαδρομή της μέσα στον χρόνο και την Ιστορία. Αιχμή του («τουριστικού») δόρατος στην περιοχή, ήταν μια συμπαγή πόλη με λειτουργική ρυμοτομία, ενώ το γεγονός πως όλα σχεδόν τα αξιοθέατά της βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το κέντρο (ή μέσα στα όρια του κέντρου), διευκόλυνε κατά πολύ τη γνωριμία με την πόλη. Οι ρωμαϊκές Θέρμες, το Ναυτικό Μουσείο, ο Καθεδρικός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου και το παραθαλάσσιο πάρκο Primorski Park μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μου.
Στα τουριστικά θέρετρα της Βουλγαρίας
«Χίλια βήματα χώριζαν την αρχαία Μεσημβρία από την απέναντι θρακική γη… Χίλια βήματα χωρίζουν και σήμερα την αρχαία Μεσημβρία από την σύγχρονη πόλη Nessebar…». Όπως αντιλαμβάνεστε, επόμενη στάση η παραθαλάσσια κωμόπολη Nessebar (η αρχαία Μεσημβρία), που βρίσκεται κτισμένη πάνω σ’ ένα βραχώδες νησάκι και συνδέεται με την απέναντι ακτή χάρη σε μια στενή λωρίδα γης μήκους 300 μ.
Αφού μέτρησα τα βήματά μου περπατώντας την συγκεκριμένη απόσταση (εντάξει, δεν ήταν ακριβώς χίλια), βρέθηκα στα όρια ενός παραδοσιακού διατηρητέου οικισμού που περιλαμβάνεται από το 1983 στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Με μια πρώτη ματιά, η Nessebar μού θύμισε αρκετά την Μονεμβασία –σε μικρογραφία φυσικά– και αναπόφευκτα κέρδισε τον θαυμασμό μου χάρη στην γοητεία της παλιάς γραφικής πόλης, τις αμμώδεις παραλίες και τις μεσαιωνικές εκκλησίες της.
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, μέσα στα τείχη της Nessebar υπήρχαν περισσότερες από σαράντα εκκλησίες. Σήμερα, μόλις δέκα έχουν διασωθεί, με σημαντικότερες την εκκλησία του Ιησού του Παντοκράτορα (14ου αιώνα), την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (10ου αιώνα), την παλιά Μητρόπολη που ήταν αφιερωμένη στην Αγία Σοφία (6ου αιώνα) και την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (10ου-12ου αιώνα).
Από την μεσαιωνική Nessebar, το μαύρο Supra με οδήγησε κατόπιν στην κοντινή Burgas, την γενέτειρα του ποιητή Κώστα Βάρναλη (ο πατέρας του καταγόταν από την Varna, εξ’ ου και το επίθετό του). Η βουλγάρικη πόλη ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από ψαράδες της κοντινής αρχαίας Αγχιάλου, οι οποίοι έκτισαν ένα μικρό οικισμό στη θέση όπου υψωνόταν ένας παλιός βυζαντινός πύργος (Burgas σημαίνει Πύργος).
Μπορεί η Burgas να μην με συγκίνησε ιδιαίτερα, αυτό όμως που με εντυπωσίασε ήταν το γεγονός ότι η πόλη, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, φιλοξενούσε χιλιάδες Έλληνες – το 1906 υπήρχαν εδώ περίπου 10.000 Έλληνες, σε σύνολο 30.000 κατοίκων. Δυστυχώς, μέχρι το 1925, οι Έλληνες του Πύργου υποχρεώθηκαν σταδιακά –όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες της βουλγαρικής επικράτειας– να πάρουν το πικρό δρόμο της προσφυγιάς για την Ελλάδα, στα πλαίσια της Συνθήκης του Νεϊγύ.
Ο επίλογος του βουλγάρικου παρευξείνιου οδοιπορικού γράφτηκε στα λιθόστρωτα καλντερίμια της κοντινής Sozopol (Σωζόπολη), της αρχαίας Απολλωνίας, η οποία υπήρξε ο μεγάλος αντίπαλος και ανταγωνιστής της αρχαίας Μεσημβρίας. Κτισμένος πάνω στα περιορισμένα όρια μιας στενόμακρης χερσονήσου, ο διατηρητέος οικισμός της Sozopol αποτελεί σημείο αναφοράς για την πλούσια πολιτιστική-θρησκευτική του παράδοση και ηγείται σήμερα της τοπικής τουριστικής βιομηχανίας.
Ο θρησκευτικός φάρος των Ελληνοποντίων
Μονή της Παναγίας Σουμελά, Καστανιά Ημαθίας. Τρεις μέρες μετά…
Είχε περάσει ακριβώς ένας μήνας από το ξεκίνημα του παρευξείνιου οδοιπορικού και το μαύρο Honda Supra σταματούσε στον προαύλιο χώρο του μοναστικού συγκροτήματος. Κρατώντας στα χέρια ένα μπουκάλι κρασί –δώρο του Συλλόγου Ελλήνων της Μόσχας στην Παναγιά τους– προχώρησα στα ενδότερα για να συναντήσω τον υπεύθυνο ιερέα της μονής.
Αφού του παρέδωσα συγκινημένος το αφιέρωμα των Ελλήνων Μοσχοβιτών, η άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε, αποτέλεσε για μένα ένα αλησμόνητο μάθημα εθνικής Ιστορίας: «Εδώ, στους πρόποδες του Βερμίου, επανιδρύθηκε το 1953 από τους ξεριζωμένους Πόντιους το νέο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Σκοπός μας ήταν η ανέγερση ενός προσκυνήματος που θα αποτελούσε το θρησκευτικό σύμβολο και τον πνευματικό φάρο των απανταχού Ελληνοποντίων… Τα ιερά κειμήλια και η πρωτότυπη εικόνα της Παναγίας Σουμελά βρίσκονται εδώ στην ανιστορημένη Μονή, η οποία συνεχίζει την μακραίωνη θρησκευτική παράδοση της Κυράς του Πόντου…
Κάθε χρόνο, χιλιάδες Ελληνοπόντιοι –και όχι μόνο– έρχονται εδώ για να βιώσουν την κατανυκτική ατμόσφαιρα του χώρου και να θαυμάσουν τους εξαίσιους θρησκευτικούς θησαυρούς της μονής. Εκτός όμως από το ιερό προσκύνημα στην Παναγία, η προσέλευση των Ελληνοποντίων συνιστά ταυτόχρονα και την οφειλόμενη απόδοση τιμής στην ιστορική τους μνήμη. Γιατί ξέρουμε πως οι πατρίδες, όμοια με τους ανθρώπους, πεθαίνουν όταν αρχίζουμε να τις ξεχνάμε…».
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΟΡΗΓΟΥΣ
Στο Οδοιπορικό Μνήμης του Εύξεινου Πόντου, ο Κων/νος Μητσάκης είχε την πολύτιμη υποστήριξη των εταιριών-χορηγών:
- ΑΦΟΙ ΣΑΡΑΚΑΚΗ Α.Ε.Β.Μ.Ε. (παραχώρηση μοτοσυκλέτας Honda Supra–X125 Helmin, τεχνική υποστήριξη, ανταλλακτικά, υπόδηση αναβάτη).
- Κατάστημα «ΜΠΑΞΕΒΑΝΗΣ» (κράνος X–LITE / X-551 ADVENTURE N–COM).
- Καταστήματα MOTO MARKET (Μπουφάν & Παντελόνι NORD CAP / DAKAR).
- Κατάστημα φωτογραφικών «PHOTOAGORA GR».
- Περιοδικό μοτοσυκλέτας «ΜΟΤΟ» & μοτοσυκλετιστικό site www.motomag.gr.
- Ειδησεογραφικό site www.newsbeast.gr.
- Μοτοσυκλετιστικό site www.bikeit.gr.