Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Λιβύη ήταν κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου Έπαφου και μητέρα του Αγήνορα και του Βήλου. Οι δυο γιοί του Βήλου, Δαναός και Αίγυπτος, κληρονόμησαν και μοιράστηκαν το μεγάλο βασίλειο της Βόρειας Αφρικής: ο Αίγυπτος πήρε το ανατολικό τμήμα (την Αραβία), ενώ ο Δαναός πήρε το δυτικό και το βάφτισε με το όνομα της γιαγιά του, τη Λιβύη.
…εδώ στη Λιβύη, ο Έλληνας οδηγός παίρνει την εκδίκησή του: η τιμή της βενζίνης στη χώρα της υπερπαραγωγής δεν ξεπερνούσε τα 0,10 ευρώ/λίτρο…
Από αυτό τον γοητευτικό μύθο, προέκυψε η σύγχρονη Λιβύη, μια χώρα με τετραπλάσια έκταση από την Γαλλία, αλλά με μόλις πέντε εκατομμύρια κατοίκους. Θεωρητικά εύκολη η οδική αποστολή μου στην Λιβύη, όπου είχα να διατρέξω 1.800 χλμ. κατά μήκος του παράκτιου οδικού άξονα. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχθηκε αρκετά διαφορετική. Μπορεί η κίνηση στους δρόμους να ήταν υποτονική, όμως, η παντελής έλλειψη πινακίδων σήμανσης -και όχι μόνο- με λατινική γραφή, σε συνδυασμό με την άγνοια ξένης γλώσσας από τη συντριπτική πλειψηφία των ντόπιων, έκαναν την προσπάθεια αναζήτησης ενός προορισμού μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που στηρίχθηκα αποκλειστικά στη τύχη ή στο ένστικτό μου για να φτάσω εκεί που ήθελα (ξενοδοχείο ή αξιοθέατο)!
Ήταν, όντως, μια μεγάλη ταλαιπωρία, την οποία όμως ξεχνούσα κάθε φορά που σταματούσα μπροστά στην μάνικα. Γιατί εδώ στη Λιβύη, ο Έλληνας οδηγός παίρνει την εκδίκησή του: η τιμή της βενζίνης στη χώρα της υπερπαραγωγής δεν ξεπερνούσε τα 0,10 ευρώ/λίτρο. Μόλις 2 ευρώ χρειαζόμουν για να γεμίσω τα ρεζερβουάρ της ΚΤΜ! Το εμφιαλωμένο νερό στοίχιζε πιο ακριβά! Μήπως θα έπρεπε να αρχίζω να πίνω…βενζίνη, αντί για νερό;
ΛΙΒΥΗ – Επτά μέρες με τον Καντάφι
Αρχικός προορισμός η Κυρηναϊκή χερσόνησος (550 χλμ. δυτικά των συνόρων), ο κατεξοχήν γεωγραφικός χώρος ανάπτυξης του αρχαιοελληνικού αποικισμού στη Βόρεια Αφρική. Ο χρόνος σημάδευε τον 7ο π. Χ. αιώνα, όταν στην κατάφυτη Κυρηναϊκή οι πρόγονοί μας αποίκησαν -δεν κατέκτησαν- τα λιβυκά παράλια και ίδρυσαν σταδιακά πέντε ελληνικές πόλεις, που έμελλε να συγκροτήσουν την Πεντάπολη (Κυρήνη, Απολλωνία, Πτολεμαΐδα, Τεύχειρα-Αρσινόη, Ευεσπερίδες-Βερενίκη). Οι αρχαίοι Έλληνες μετέφεραν εδώ έναν ανώτερο πολιτισμό κι έναν τρόπο ζωής που σταδιακά υιοθετήθηκε από τους ντόπιους.
Ο σεβασμός και η συμπάθεια των γηγενών απέναντι στο ελληνικό στοιχείο συνέχισε διαχρονικά να υφίσταται, κάτι που ισχύει ως και σήμερα, αφού σχεδόν παντού διαπίστωνα περιχαρής πως εξακολουθούμε να χαίρουμε της ίδιας εκτίμησης από τους σύγχρονους Λίβυους, για τους οποίους αποτελούμε και παραδοσιακοί φίλοι!
Η δίτροχη παρουσία μου δημιουργούσε πάντα έναν ασφυκτικό ανθρώπινο κλοιό γύρω μου. Όλοι με πλησίαζαν για να ανταλλάξουν μαζί μου μια κουβέντα, ένα χαιρετισμό ή να μου ρίξουν μόνο μια φευγαλέα ματιά! Για αυτούς αντιπροσώπευα ένα παράθυρο στον «έξω κόσμο». Όσοι γνώριζαν λίγα αγγλικά, με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις, τόσο για την κατάσταση εκτός Λιβύης, όσο και για την γνώμη που είχε ο υπόλοιπος κόσμος για την πατρίδα τους και για τον αμφιλεγόμενο ηγέτη τους, τον συνταγματάρχη Καντάφι. Τι να τους απαντούσα; Λίγους μήνες αργότερα, απαντήσεις στα ερωτήματά τους θα έδιναν οι βόμβες του ΝΑΤΟ, η ανατροπή του καθεστώτος και ο βίαιος θάνατος του Καντάφι. Παιχνίδια πολέμου, παιχνίδια πετρελαίου!
Με ορμητήριο την πόλη Μπέιντα, για δυο μέρες κυριολεκτικά «σπούδασα» αρχαιολογία, εξερευνώντας την Κυρήνη, την Απολλωνία και την Πτολεμαΐδα. Εντυπωσιακοί ναοί, αγορές, θέατρα, επιβλητικά τείχη, γλυπτά και επιγραφές, ήταν τα μνημεία που άντεξαν στα ανελέητα χτυπήματα του χρόνου. Την τρίτη μέρα στην Μπέιντα παρέμεινα για να συνέλθω από την ηλίαση που έπαθα τριγυρνώντας ασκεπής στους αρχαιολογικούς χώρους.
Η κοντινή Βεγγάζη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία μου προς την πρωτεύουσα Τρίπολη. Η εικόνα της δεύτερης σε μέγεθος πόλης της Λιβύης διόλου δε με ενθουσίασε. Ήταν ένα απρόσωπο αραβικό αστικό κέντρο που ταυτίστηκε στη μνήμη μου με την επεισοδιακή προσαγωγή μου στην κεντρική αστυνομική διεύθυνση της πόλης. Είχα το θράσος να αποθανατίσω φωτογραφικά την λευκή ΚΤΜ μπροστά σ’ ένα από γιγάντια πόστερ του Καντάφι που δέσποζαν σε πολλά σημεία της πόλης. Όχι, δεν με μαστίγωσαν, ούτε με έκλεισαν σε κάποιο σκοτεινό κελί χωρίς φαί και νερό. Απλά μου ζήτησαν να σβήσω τις επίμαχες φωτογραφίες, όπως και έκανα. Εκτός από μια…
Αν φοβήθηκα; Όχι, ήταν κάτι το αναμενόμενο, αφού για επτά μέρες πρωταγωνιστούσα σ’ ένα ιδιότυπο «Big Brother». Από το πρώτο ως το τελευταίο χιλιόμετρο επί λιβυκού εδάφους, ένιωθα πως δυο μάτια με παρακολουθούσαν συνέχεια. Τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα, μυστικοί αστυνομικοί ξεπετάγονταν από το πουθενά, και αφού με ακινητοποιούσαν διακριτικά, είχαν μαζί μου μια φιλική κουβεντούλα (προς Θεού, όχι ανάκριση) και μια εξακρίβωση στοιχείων.
ΤΡΙΠΟΛΗ – Στην καρδιά της Λιβύης
Βεγγάζη – Τρίπολη 1050 χλμ. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας χρειάστηκε να καλυφθεί αυθημερόν, αφού η επταήμερη βίζα παραμονής δεν μου επέτρεπε να «σπάσω» τη διαδρομή. Ευτυχώς, το οδικό δίκτυο ήταν σε ικανοποιητική κατάσταση, διευκολύνοντας έτσι την βεβαρημένη οδική αποστολή εκείνης της ημέρας. Μοναδική καθυστέρηση τα πάμπολλα σημεία ελέγχου που υπήρχαν καθοδόν. Ο σχολαστικός έλεγχος του αναβάτη και της μοτοσυκλέτας, τις περισσότερες φορές κατέληγε σ’ ένα θερμό καλωσόρισμα και μια πρόσκληση για τσάι. Ανοιχτές αραβικές καρδιές και αμέριστη συμπάθεια για τον Έλληνα ταξιδιώτη.
Παραβλέποντας την αποπνικτική ζέστη (41ο C) και την τρομερή κούραση των χιλιομέτρων, βρήκα ωστόσο το κουράγιο να κατέβω από την σέλα της ΚΤΜ και να εξερευνήσω την αρχαία πολιτεία της Μεγάλης Λέπτιδος (125 χλμ. πριν φτάσω στην Τρίπολη). Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό αν δεν σταματούσα στην Μεγάλη Λέπτις, που θεωρείται ένας από τους συναρπαστικότερους αρχαιολογικούς χώρους του κόσμου.
Και πραγματικά, η Μεγάλη Λέπτις, την οποία οι αρχαίοι πρόγονοί μας ονόμαζαν Νεάπολη, διατηρείται σε απίστευτα εντυπωσιακή κατάσταση, προσφέροντας στον επισκέπτη μια εικόνα για το πως μπορεί να ήταν η Αλεξάνδρεια ή η Καρχηδόνα. Τα καλοδιατηρημένα μνημεία μαρτυρούν τις προσπάθειες του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σέπτιμου Σεβήρου να κοσμήσει την παράκτια γενέτειρά του με λαμπρά οικοδομήματα και να της προσφέρει προνόμια ρωμαϊκής πόλης.
Καθισμένος για περίπου μια ώρα στα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου, παρατηρούσα βουβός το μεγαλείο αυτού του ανυπέρβλητου μνημείου. Κι όταν κάποια στιγμή έκλεισα για λίγο τα μάτια, ίσως κι από την κούραση, βρέθηκα να περπατώ στους πλακόστρωτους δρόμους της παραθαλάσσιας πολιτείας, μαζί με τους αρχαίους κατοίκους της. Ήταν ένα νοερό ταξίδι πίσω στο χρόνο, που πραγματικά θα ήθελα να ήταν ρεαλιστικό!
Η σύγχρονη Τρίπολη, που αντίκρισα τριγυρνώντας με την λευκή ΚΤΜ στους δρόμους της, χρωστά σε μεγάλο βαθμό την σημερινή της όψη στα τεράστια πετρελαϊκά κοιτάσματα που κρύβει η άμμος της Σαχάρας. Χάρη στον μαύρο χρυσό, η Λιβύη μέσα στα τελευταία 40 χρόνια κατάφερε να μεταμορφωθεί από ένα φτωχό τριτοκοσμικό κράτος σε μια ραγδαία αναπτυσσόμενη χώρα του αραβικού κόσμου. Η βορειοαφρικανική χώρα είναι σήμερα η πρώτη πετρελαιοπαραγωγή δύναμη της Αφρικής και η έβδομη παγκοσμίως.
Αντίθετα, η παλιά πόλη της Τρίπολης, περιτριγυρισμένη από καλοδιατηρημένα τείχη, αντιπροσωπεύει το αυθεντικό κομμάτι της λιβυκής πρωτεύουσας και χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Μιλάμε για μια πολιτεία αραβικής αρχιτεκτονικής και ύφους, με ανήλιαγα σοκάκια, τζαμιά, κατάλευκες κατοικίες και πολύβουες υπαίθριες αγορές. Δίχως αμφιβολία, ήταν το πιο ενδιαφέρον σημείο της πρωτεύουσας.
Τα ξημερώματα της έβδομης μέρας, η διαπεραστική φωνή του μουεζίνη που αντηχούσε πάνω από την λιβυκή πρωτεύουσα καλωσόριζε τον ερχομό της τελευταίας μέρας στη Λιβύη. Στην πορεία προς τα τυνησιακά σύνορα (170 χλμ. δυτικά της Τρίπολης), η αρχαία πολιτεία Σαμπράτα μού πρόσφερε το τελευταίο μάθημα αρχαιολογίας στη λιβυκή γη. Με την παρουσία μου εδώ, ολοκλήρωνα τον κύκλο γνωριμίας με τον εκπληκτικό πλούτο των αρχαιολογικών μνημείων της Λιβύης, που 14 μήνες αργότερα, στις 20/10/2011, με τον θάνατο του Μουαμάρ Καντάφι, θα άλλαζε οριστικά σελίδα στην νεότερη ιστορία της.
ΤΥΝΗΣΙΑ – Τρωγλοδυτικές εμπειρίες
Η αυθεντική Τυνησία ζει στο νότο της χώρας και πάλλεται στους γοητευτικούς ρυθμούς της ερήμου Σαχάρας. Εκεί κατευθύνθηκα αμέσως μετά την υπέρβαση της συνοριακής γραμμής με την Λιβύη. Σχετικά σύντομη θα ήταν η διαδρομή μου μέσα στη Τυνησία. Η κόκκινη γραμμή του χάρτη είχε μήκος 460 χλμ. και διέτρεχε τα νότια της χώρας, αγνοώντας τα κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα του βορρά.
Πρώτος σταθμός επί τυνησιακού εδάφους η Ματμάτα, με τις εντυπωσιακές τρωγλοδυτικές κατοικίες, σκαμμένες μέσα στο μαλακό υπέδαφος της περιοχής. Πρόκειται για μια οικιστική παράδοση επτά αιώνων, που ξεκίνησε από την ανάγκη προστασίας των ντόπιων από τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου και τις συχνές επιδρομές ληστών. Ανάλογες υπόγειες οικιστικές προτάσεις είχα αντικρίσει και στην Κεντρική Αυστραλία. Εκεί, οι μεταλλωρύχοι της μικρής πόλης Coober Pedy είχαν λαξεύσει πλήθος τρωγλοδυτικών κατασκευών στο υπέδαφος της αυστραλιανής γης, προκειμένου να προστατεύονται από τις κλιματολογικές ακρότητες της ερήμου Simpson.
Αλλά και η κοντινή Τοζέρ (46 χλμ. ανατολικά των αλγερινών συνόρων), η πιο τουριστική όαση της Τυνησίας, δεν υστερούσε σε παραδοσιακό χρώμα και ύφος. Σημείο αναφοράς της όασης των διακοσίων χιλιάδων φοινικόδεντρων αποτελούσε ο πυκνοδομημένος οικιστικός πυρήνα της, με κατοικίες του 14ου αιώνα που ξεχώριζαν για την εξωτερική πλινθόκτιστη διακόσμησή τους.
Την γραφική Τοζέρ επέλεξα ως ορμητήριο για να δραπετεύσω με την μοτοσικλέτα στην απεραντοσύνη της ερήμου. Οδηγώντας για δυο μέρες σε χωμάτινες κυρίως διαδρομές, ανακάλυψα τοπία γυμνά και αφυδατωμένα, γνώρισα σπάνια φυσικά φαινόμενα (όπως η τεράστια σε έκταση αλμυρή λίμνη Chott El Jerid), έμαθα για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τοπικών παραδοσιακών οικισμών (Τουζανέ, Ντουζ, Νεφτά) και βίωσα την ήσυχη καθημερινότητα των ντόπιων. Ποτέ όμως δεν θα φανταζόμουν πως τούτοι οι ήρεμοι και καλοσυνάτοι άνθρωποι θα άναβαν το φυτίλι της «Αραβικής Άνοιξης»!
ΑΛΓΕΡΙΑ – Συγκαλυμμένος φόβος
Η Αλγερία, η έβδομη κατά σειρά χώρα του μεσογειακού οδοιπορικού, μου άνοιξε τη συνοριακή της αγκαλιά στην κωμόπολη Hazoua την 28η μέρα του ταξιδιού. Προορισμός η πρωτεύουσα Αλγέρι (560 χλμ. βορειοδυτικά) και ενδιάμεσοι σταθμοί οι πόλεις El Qued και Biskra.
Το σκληρό και άνυδρο οικοσύστημα που με περικύκλωνε καθοδόν υποδήλωνε την παρουσία μου στον προθάλαμο της Σαχάρας, η οποία κυριαρχεί απόλυτα στον αλγερινό Νότο. Στα πλινθόκτιστα χωριά της διαδρομής, η παρουσία μου προκαλούσε μια ευχάριστη αναστάτωση. Το έβλεπα, το ένιωθα, το εισέπραττα! Τα παιδιά έτρεχαν ξυπόλυτα πάνω στην καυτή άμμο, δίπλα στη μοτοσυκλέτα, θέλοντας να με καλωσορίσουν στο κόσμο τους, αλλά και να παίξουν μαζί μου. Περπατούσα μαζί τους στους χωμάτινους δρόμους των χωριών, έμπαινα στις πετρόκτιστες κατοικίες τους, συζητούσα, άγγιζα, παρατηρούσα…Σε πολλές περιπτώσεις δεν δίστασα να μοιράσω κέρματα και μπισκότα στις λιλιπούτειες ψυχούλες που με περικύκλωναν. Όχι, δεν ήταν ελεημοσύνη, ήταν υποχρέωσή μου!
Όπως υποχρέωσή μου ήταν να αποδεχθώ την πρόσκληση του Αχμέτ και της οικογένειάς του και να διανυκτερεύσω στο ταπεινό σπίτι τους στην πόλη El Qued. Άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, με ζωντάνια και απέραντη υπομονή, στάθηκαν πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μου, όχι μόνο την ιδιαίτερη κουλτούρα και τα έθιμά τους, αλλά και ένα πιάτο κους-κους (κομμάτια κρέατος με λαχανικά και σιμιγδάλι βρασμένο στον ατμό). Μια ευπρόσδεκτη χειρονομία που μου γνωστοποιούσε με τον αμεσότερο τρόπο τον κώδικα ηθικής των Αράβων απέναντι στους ξένους επισκέπτες – διαχρονικές αραβοϊσλαμικές αξίες που παραμένουν βαθιά ριζωμένες μέσα στην ψυχή των ντόπιων.
Για τις δυο επόμενες μέρες, συνεχίζοντας την πορεία μου προς τις μεσογειακές ακτές της χώρας, οδηγούσα κυριολεκτικά γαντζωμένος πάνω στην μοτοσυκλέτα. Ένας αδυσώπητος άνεμος προσπαθούσε να με «γκρεμίσει» από τη σέλα της ΚΤΜ, ενώ η άμμος, που ταξιδεύει παντού με τα φτερά του Αιόλου, εκτελούσε χρέη …αμμοβολής. Αν και όλο το σώμα μου πονούσε, συνέχιζα να οδηγώ με πείσμα και καρτερικότητα! Εκτός όμως από την κούραση των χιλιομέτρων, στην πορεία μου προς το Αλγέρι, είχα επίσης να αντιμετωπίσω τα πάμπολλα αστυνομικά και στρατιωτικά μπλόκα ελέγχου, τα οποία πύκνωναν όσο πλησίαζα στην αλγερινή πρωτεύουσα.
Επιτέλους, άφιξη στο Αλγέρι, την πόλη του πειρατή Μπαρμπαρόσα. Το χλιαρό νερό ξέπλυνε από πάνω μου όλη την κούραση και τη σκόνη της ερήμου. Οι εφιαλτικές οδικές μνήμες της διαδρομής ξεθώριασαν γοργά, χάθηκαν σταδιακά στο πίσω μέρος του μυαλού. Μετά το δικό μου «σέρβις», σειρά είχε η σκονισμένη μοτοσυκλέτα να απολαύσει λίγη φροντίδα και στοργή. Με καταγεγραμμένα 7.860 χλμ. από την αρχή του οδοιπορικού, σήκωσα τα μανίκια και έπιασα δουλειά: αλλαγή λαδιών, καθάρισμα φίλτρου αέρος, συμπλήρωμα αντιψυκτικού υγρού, έλεγχος μπαταρίας, πίεση ελαστικών. Όλα καλά! Κανένα πρόβλημα! Επόμενο σέρβις μετά από περίπου 7.500 χλμ. Στην οδό Βουλιαγμένη 500!
Το σημαντικότερο αξιοθέατο της αλγερινής πρωτεύουσας ήταν η κάσμπα, ο παλιός τομέας της αλγερινής πρωτεύουσας, που ιδρύθηκε από τους Τούρκους τον 16ο αιώνα. Στενά και δαιδαλώδη σοκάκια, αδιέξοδα περάσματα, μικρομάγαζα, κατοικίες ξεφλουδισμένες από τον χρόνο και ετοιμόρροπα οικοδομήματα που ακουμπούσαν τον ένα πάνω στο άλλο, συνέθεταν έναν πραγματικό οικιστικό λαβύρινθο.
Εδώ, για πρώτη φορά στο ταξίδι μου, η επαφή με το τοπικό ανθρώπινο στοιχείο με φόβισε: ψυχρές και διεισδυτικές οι ματιές των ντόπιων, αρνητική η ανθρώπινη αύρα γύρω μου, καμία ένδειξη συμπάθειας ή φιλοξενίας απέναντι στον επισκέπτη. Στον λαβύρινθο της κάσμπα, τον σωτήριο μίτο της Αριάδνης επωμίστηκε ένας ντόπιος οδηγός, που πληρώθηκε αδρά για να με ξεναγήσει στα ανήλιαγα σοκάκια της και να με ξαναβγάλει ζωντανό από το πιο επικίνδυνο γκέτο της Βόρειας Αφρικής. Αν θα το επιχειρούσα μόνος μου; Μάλλον όχι…
Με το Αλγέρι να χάνεται σταδιακά από τους καθρέπτες της μοτοσυκλέτας, η στενή ασφάλτινη λωρίδα με οδηγούσε προς την πόλη-λιμάνι Οράν, 420 χλμ. δυτικά. Ήταν μια καταπράσινη δαντελωτή διαδρομή που «έτρεχε» πάνω στο ανάγλυφο του Άτλαντα, της βορειοαφρικανικής οροσειράς η οποία εκτείνεται παράλληλα με την μεσογειακή ακτογραμμή και φτάνει μέχρι το γειτονικό Μαρόκο.
Την μαγεία της διαδρομής φρόντισε πάντως να χαλάσει ένα σκουριασμένο καρφί, που ερωτεύτηκε το πίσω λάστιχο της ΚΤΜ. Αποτέλεσμα, η ακαριαία ακινητοποίησή μου 40 χλμ. πριν τα πρώτα σπίτια της Οράν. Οι στιγμές που ακολούθησαν, μέχρι να σταματήσει δίπλα μου ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, μου φάνηκαν αιώνες. Ο ηλικιωμένος βεδουίνος με τα σκληρά μελαψά χαρακτηριστικά που ξεπρόβαλε, προσφέρθηκε να δώσει λύση στο πρόβλημά μου. Χωρίς να μου το ζητήσει, του έδειξα απόλυτη εμπιστοσύνη και μου την ανταπέδωσε με το δικό του τρόπο. Δύο μέλη της εξαμελούς οικογένειάς του παρέμειναν -για λόγους ασφάλειας- δίπλα στη μοτοσικλέτα, ενώ οι υπόλοιποι μεταβήκαμε στην Οράν για να επισκευάσουμε το λάστιχο, από όπου και επιστρέψαμε δύο ώρες αργότερα.
Στην Οράν χρειάστηκε να δώσω λύση σ’ ένα μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε στα επόμενα χιλιόμετρα του ταξιδιού. Λόγω των τεταμένων διμερών σχέσεων Αλγερίας και Μαρόκου, τα σύνορα των δυο χωρών παραμένουν κλειστά από το 1999, αποκλείοντας έτσι κάθε χερσαία επικοινωνία μεταξύ των δυο κρατών. Η λύση στο οδικό αδιέξοδο ήταν μια και ξεκάθαρη: από το λιμάνι της Οράν έπρεπε να ταξιδέψω ατμοπλοϊκώς στην Ισπανία, απ’ όπου στη συνέχεια -και πάλι ατμοπλοϊκώς- θα αποβιβαζόμουν στο Μαρόκο. Κι αυτό τελικά έπραξα!
ΜΑΡΟΚΟ – Στην Αυλή των Θαυμάτων
Αφού διέσχισα όλη την βορειοαφρικανική ακτογραμμή ακολουθώντας πιστά την κατιούσα πορεία του ήλιου, διάβηκα επιτέλους –έστω και μ’ αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο– τις πύλες του Μαρόκου. Σταυροδρόμι δύο ηπείρων και δύο θαλασσών, η δυτικότερη χώρα της «Δύσης του Ήλιου» (Μαγκρέμπ) απλώνεται στην βορειοδυτική άκρη της μαύρης ηπείρου, εκεί όπου ο χριστιανισμός σμίγει με το Ισλάμ και ο αραβικός πολιτισμός ανταμώνει τον δυτικό.
Αυτοκρατορικές πόλεις, επιβλητικά ισλαμικά μνημεία, πολύβουα παζάρια, γραφικές ανθρώπινες φυσιογνωμίες και βιβλικές οάσεις αποτελούν τις βιωματικές εμπειρίες του εξωτικού Μαρόκου, που επισκεπτόμουνα για τρίτη φορά με μοτοσυκλέτα! Παλιός γνώριμος της μαροκινής πραγματικότητας, και με την άμμο στην κλεψύδρα του χρόνου να έχει λιγοστέψει δραματικά, μοίρασα τις τελευταίες πέντε μέρες μου στην Βόρεια Αφρική σε δυο αστικά κέντρα της χώρας, στο Μαρακές και στην Καζαμπλάνκα.
Πόλη με μακραίωνη πολιτιστική παράδοση και ιστορία, το Mαρακές αποτέλεσε τον μαγευτικότερο σταθμό στο ταξίδι των χρωμάτων, των γεύσεων και της φαντασίας στο Μαρόκο. Ένα ξεχωριστό κοκκινωπό χρώμα –σήμα κατατεθέν του Μαρακές– χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία των οικοδομημάτων της πόλης, ενώ την επίσκεψή μου δέχτηκαν τα παλάτια Εl-Badi και De la Bahia, το τζαμί Koutoubia και οι ανθοστόλιστοι κήποι Menara.
Κάθε εξερευνητική μου προσπάθεια στο Μαρακές είχε ως αφετηρία και τερματισμό την περίφημη πλατεία Djemaa el-Fna: την πολεοδομική καρδιά της πόλης, που χτυπούσε σε αρκετά έντονους ρυθμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Στα όρια της κεντρικότερης πλατείας του Μαρακές, οι σκηνές καθημερινότητας που διαδραματίζονταν έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει μέσα από ένα αραβικό παραμύθι. Πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, γητευτές φιδιών έδιναν την δική τους παράσταση, ανάπηροι και ζητιάνοι εκλιπαρούσαν για ελεημοσύνη, αφηγητές εξιστορούσαν τοπικούς μύθους – όλοι αυτοί συνέθεταν το μαγευτικό, ανθρώπινο συνονθύλευμα της «Αυλής των Θαυμάτων» του Μαρακές.
Για να παρακολουθήσω ή να φωτογραφήσω όμως οποιαδήποτε από τις «παραστάσεις» της Djemaa el-Fna, έπρεπε να ανοίξω το πορτοφόλι και να πληρώσω μερικά ευρώ. Σε μια περίπτωση, που αρνήθηκα πεισματικά να πληρώσω έναν γητευτή φιδιών για μια φωτογραφία του, βγήκαν κυριολεκτικά τα μαχαίρια – εδώ δεν διαπραγματεύεσαι, τα «ακουμπάς» κανονικά και δοξάζεις τον Αλλάχ…
Τα βράδια, αντίθετα, όταν ο έναστρος ουρανός σκέπαζε το Μαρακές, η πλατεία Djemaa el-Fna μεταμορφώνεται σ’ ένα μεγάλο υπαίθριο εστιατόριο! Δεκάδες τοπικά εδέσματα απλωμένα πάνω σε πάγκους, χύτρες που σιγοβράζουν, δυνατή μουσική και φώτα, θεσπέσιες μυρωδιές ανάκατες με τσίκνα και καπνό, ψήστες «ταχυδακτυλουργοί» και λαίμαργοι πελάτες, αποτελούσαν τα πρωταγωνιστικά στοιχεία μιας γαστρονομικής φιέστας, που όμοιά της δεν είχα συναντήσει αλλού!
Η αναφορά και μόνο της Καζαμπλάνκα, ανέκαθεν μου ασκούσε μια απροσδιόριστη γοητεία, μάλλον εξαιτίας της ομώνυμης κινηματογραφικής ταινίας «Casablanca», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο αξεπέραστος Χάμφρει Μπόγκαρτ. Σε άλλη πάντως περίπτωση, η Καζαμπλάνκα (245 χλμ. ανατολικά της Μαρακές) σίγουρα δεν θα τύγχανε καμία ιδιαίτερης αναφοράς και προτίμησης, αφού η μαροκινή μεγαλούπολη των 4.000.000 κατοίκων μου χάρισε την ανάμνηση μιας απρόσωπης και αδιάφορης πολιτείας, που καμία σχέση δεν είχε με τις ιστορικές καταβολές των υπολοίπων μαροκινών πόλεων.
Στη Καζαμπλάνκα, όπου έγινε η ομώνυμη διάσκεψη των Συμμάχων με τη συμμετοχή του Τσώρτσιλ και του Ρούσβελτ (1943), περιπλανήθηκα στα όρια της ανασφαλούς μεντίνα (παλιά πόλη), επισκέφθηκα το τζαμί του Hassan ΙΙ (ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά μνημεία του ισλαμικού κόσμου) και χαλάρωσα στα γραφικά καφέ της Λεωφόρου Avenue des Forces Armees Royales.
Ωστόσο η Κάζα, όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσαν οι κάτοικοί της, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή τις βραδινές ώρες, αφού η βόλτα στην περιοχή του λιμανιού και στην κεντρική πλατεία Μohammed V έκρυβε κινδύνους και κακοτοπιές. Σκοτεινά μπαρ, ημίγυμνες πόρνες και επιδέξιοι πορτοφολάδες έπιαναν δουλειά μετά τη δύση του ήλιου, ενώ σε δύο περιπτώσεις μου προτάθηκε –στη μέση του δρόμου– να αγοράσω κάποιες μικροποσότητες ναρκωτικών!
ΕΥΡΩΠΗ – Μεσογειακή ολοκλήρωση
Καθώς το πλοίο άφηνε πίσω του το λιμάνι της Ταγγέρης (280 χλμ. βορειοανατολικά της Καζαμπλάνκα) και διέσχιζε νωχελικά το μεσογειακό γαλάζιο με προορισμό την ανοιχτή αγκαλιά της Ευρώπης, είχα συνειδητοποιήσει πως το ταξίδι μου είχε μπει πια στην τελική ευθεία. Πέντε ημέρες αργότερα, οι δρόμοι της Νότιας Ισπανίας, της Νότιας Γαλλίας και της Ιταλίας θα με οδηγούσαν πίσω ξανά στην Ελλάδα, την αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησα το δίτροχο οδοιπορικό της αναζήτησης και της περιπλάνησης στις γειτονιές της Μεσογείου.
Για σαράντα τρεις μέρες έζησα με πάθος και ένταση ένα ταξίδι-όνειρο ζωής για πολλούς. Περιπλανήθηκα σε τόπους μυθικούς, οικείους, όπου το κάλλος του πολιτισμού παραμένει αιώνιο και άφθαρτο. Αποτύπωσα με τις αισθήσεις μου τοπία που ακροβατούσαν ανάμεσα στο έντονο φως και τη σκιά, στη γυμνή πέτρα και τη γαλάζια Μεσόγειο. Αλλά πάνω απ’ όλα, γνώρισα ανθρώπους περήφανους, ευγενικούς, με καθάριο βλέμμα και αγνή ψυχή. Αυτούς τους ακούραστους οδοιπόρους της Ιστορίας, που αιώνες τώρα επιβιώνουν και επικοινωνούν μεταξύ τους «περπατώντας» στα υδάτινα μονοπάτια της Μεσογείου, της δικής μας θάλασσας!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΟΡΗΓΟΥΣ
Οφείλω θερμές ευχαριστίες στους χορηγούς που στήριξαν ποικιλοτρόπως το ταξιδιωτικό εγχείρημα «Ο ΓΥΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ –
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ»
- ΚΤΜ S.E.E (Για την παραχώρηση της μοτοσυκλέτας και την τεχνική υποστήριξη).
- BP ULTIMATE
- COLORI
- HELLINSTORE 500
- Ελαστικά RIDER’S SHOP
- Τουριστικό Γραφείο MARINE TOURS
- CANON – INTERSYS
- ΜΑΚΑΝ-TOURATECH
- Εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»