Ο γύρος της Μεσογείου αντιπροσωπεύει μια δυνατή ταξιδιωτική εμπειρία σ’ τόπους οικείους και φιλικούς, που αγκαλιάζουν το παρελθόν με την ιστορική ανάμνηση και το μέλλον με τη λαχτάρα για ζωή. Τρεις ήπειροι (Ευρώπη, Ασία, Αφρική) και έντεκα χώρες (Τουρκία, Συρία, Ιορδανία, Αίγυπτος, Λιβύη, Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία) αποτέλεσαν τον οδικό χάρτη ενός συναρπαστικού οδοιπορικού στη «Θάλασσα των Πολιτισμών», που βίωσα για 43 μέρες στη σέλα της λευκής ΚΤΜ, το κοντέρ της οποίας κατέγραψε συνολικά περί τα 10.000 χλμ.
Ωστόσο, ταξιδεύοντας περιμετρικά της μεσογειακής λεκάνης, βρέθηκα να οδοιπορώ σ’ έναν χώρο που λίγους μήνες αργότερα σαρώθηκε από τους ανέμους της «Αραβικής Άνοιξης», το επαναστατικό κύμα διαδηλώσεων που έλαβε χώρα στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική από το Δεκέμβριο του 2010 και οδήγησε -ως τώρα- στην ανατροπή τριών πολύχρονων δικτατορικών καθεστώτων (Τυνησία, Λιβύη, Αίγυπτος).
Ήταν η τρίτη φορά μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια που βρέθηκα με την μοτοσυκλέτα μου σε μια περιοχή του κόσμου, λίγο πριν ξεσπάσει εκεί πόλεμος ή επανάσταση! Τον Αύγουστο του 2001 ήμουν στο Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, δύο μήνες πριν την επίθεση των αμερικανικών στρατευμάτων, ενώ το καλοκαίρι του 2008 επισκέφθηκα την Γεωργία, μια βδομάδα πριν την εισβολή των Ρώσων. Κάποιοι φίλοι μ’ έχουν ταυτοποιήσει με …πράκτορα της CIA («…πας εκεί και οργανώνεις τις εξεγέρσεις»), κάποιοι άλλοι, πάλι, με θεωρούν απλά γκαντέμη («…όπου πας φέρνεις την καταστροφή»)!
ΤΟΥΡΚΙΑ – Άχρωμες πόλεις, γραφικά χωριά
Το μικρό πλεούμενο έδενε κάβους στο τουρκικό λιμάνι του Τσεσμέ (απέναντι από τη Χίο), όταν έδινα τις τελευταίες συμβουλές στον Χρήστο και την Ζωή, ένα νεαρό ζευγάρι που επιχειρούσαν το πρώτο τους ταξίδι στο εξωτερικό μ’ ένα Transalp 650: «Πριν ξεκινήσετε την περιπλάνησή σας στην μικρασιατική γη, καλύτερα να αφήσετε πίσω τις κορώνες νοσταλγίας για τις χαμένες πατρίδες, τους ρηχούς συναισθηματισμούς για τα παιχνίδια της μοίρας, όπως και το θυμό σας για τα λάθη της Ιστορίας και των κυβερνήσεων. Γιατί η μοιρολατρία και η ηττοπάθεια δεν μας ταιριάζει. Το μόνο που πρέπει να έχετε μαζί σας είναι ένα βιβλίο Ιστορίας. Έτσι, για να μην πιαστείτε… αδιάβαστοι!»
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η μικρασιατική γη είναι ένας τόπος φορτωμένος με αμέτρητες ιστορικές μνήμες και μύθους, που στο διάβα των αιώνων διατέλεσε μια πολιτισμική πλατφόρμα παγκόσμιας ακτινοβολίας. Εδώ αισθάνεσαι αμέσως το άρωμα της Ιστορίας να αναδύεται ασυγκράτητο και να σε τυλίγει. Γι’ αυτό το λόγο, πριν χαθώ στα βάθη της Ανατολίας, επισκέφθηκα τους αρχαιολογικούς χώρους της Εφέσου, της Μιλήτου και της Πριήνης και γνώρισα τις εναπομείναντες μαρτυρίες της τρισχιλιετής πορείας του ελληνισμού στην αντίπερα ακτή.
Αποχαιρετώντας την κοσμοπολίτικη ακτογραμμή του Αιγαίου, ξεκίνησα μια νοτιοανατολική πορεία 1.200 χλμ., με προορισμό τα συριακά σύνορα. Αφήνοντας πίσω το αιγαιοπελαγίτικο σεντόνι, για δυο ημέρες βρέθηκα να ανεβοκατεβαίνω χαμηλούς λόφους, να διασχίζω γόνιμες πεδιάδες αλλά και άγονες στέπες. Στα άχρωμα αστικά κέντρα της διαδρομής δεν σκέφτηκα ούτε μια στιγμή να σταματήσω – αντίθετα, πάμπολλες ήταν οι στάσεις στις κωμοπόλεις και στα χωριά.
Προσκολλημένοι στον παραδοσιακό τρόπο ζωής, οι τοπικοί οικισμοί εξέπεμπαν μια ιδιαίτερη γοητεία και έλξη για τη δυτική μου ματιά, αφού οι συνθήκες και οι τρόποι διαβίωσης παρέπεμπαν σε μια άλλη, μακρινή εποχή, θυμίζοντας Ελλάδα της δεκαετίας του 1950! Ίσως και πιο πίσω! Δομικά υλικά η πέτρα και το ξύλο, το άλογο για τρακτέρ, το ποτάμι για πλυντήριο! Παραδόξως, η αναφορά της εθνικής μου καταγωγής γεννούσε μόνο λόγια συμπάθειας και άπλετα χαμόγελα.
Προσπερνώντας τάχιστα τις πόλεις Αφιόν, Κόνυα, Ταρσός, Άδανα και Αλεξανδρέττα, μόνο σε δυο σημεία της διαδρομής (που σχετίζονταν άμεσα με το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου) πάτησα με δύναμη τα φρένα της λευκής ΚΤΜ. Αρχικά στις Κιλικίες Πύλες (Golag Bogalik), ένα φαράγγι στα βουνά του Ταύρου (βορειοανατολικά της Ταρσού) που είχε διασχίσει ο Μακεδόνας Στρατηλάτης, όπως και ο Κύρος ο Νεώτερος με τους θρυλικούς Μύριους.
Δεύτερη στάση κοντά στην πόλη Αλεξανδρέττα, και συγκεκριμένα στις όχθες του ποταμού Παγιάς (Πίναρου), στα νερά του οποίου πραγματοποιήθηκε η μάχη της Ισσού (333 π.Χ.). Ήταν όνειρο ζωής να βρεθώ στα μέρη που πολέμησε και δοξάστηκε ο γιός του Φιλίππου.
ΣΥΡΙΑ – Σπάνιο βιβλίο Ιστορίας
Ο μεγάλος πονοκέφαλος στην Συρία ήταν η διαδρομή που θα ακολουθούσα και τα μνημεία που θα επισκεπτόμουνα. Η χώρα της Μέσης Ανατολής διαθέτει δεκάδες σημαντικά αξιοθέατα και προορισμούς (Παλμύρα, Χαλέπι, Απάμεια, Βόρσα, Κρακ ντε Σεβαλιέ, Λαττάκεια, Δαμασκός, κ. ά), που δεν μπορούσα –αλλά και δεν ήθελα– να αγνοήσω. Σίγουρα η Συρία, όπως και η γειτονική Ιορδανία, δεν εξαντλείται μέσα από ένα μόνο ταξίδι. Και τελικά, ο κύβος ερρίφθη: μόνο Χαλέπι και Δαμασκό.
Το Χαλέπι, 60 χλμ. ανατολικά της συνοριακής γραμμής, αποτέλεσε την πύλη εισόδου μου στη Μέση Ανατολή, σ’ έναν εθνικό-γεωγραφικό χώρο με διαχρονική προσωπικότητα και ισχυρή ιστορική μνήμη. Επέλεξα να καταλύσω στο ιστορικό ξενοδοχείο «Baron», όπου είχε φιλοξενηθεί ο Λόρενς της Αραβίας, η Αγκάθα Κρίστι, ο πρόεδρος Ρούσβελτ, ο Κεμάλ Ατατούρκ και πολλές άλλες προσωπικότητες. Ο ιδιοκτήτης του με ξενάγησε στους χώρους του ξενοδοχείου, μου διηγήθηκε ιστορίες εκείνης της εποχής και με περίσσεια περηφάνια μου έδειξε έναν λογαριασμό με την υπογραφή του Λόρενς της Αραβίας.
Τι αντιπροσωπεύει το Χαλέπι για τον δυτικό επισκέπτη; Περιπλάνηση δίχως προορισμό στα πλακόστρωτα καλντερίμια της παλιάς πόλης, πικάντικη αραβική κουζίνα, γερασμένοι τζαμιά, ένα γεροδεμένο κάστρο με πανοραμική θέα στην πόλη και ένα σκεπαστό παζάρι, όπου οι δείκτες του χρόνου δούλευαν αντίστροφα, σημαδεύοντας αλλοτινές εποχές. Ήταν ένα απαράμιλλο παζάρι, ίσως το αυθεντικότερο του αραβικού κόσμου, που με συγκλόνισε πιο πολύ και από το αντίστοιχο της Δαμασκού. Γεμάτος λαχτάρα και ανυπομονησία, δεν δίστασα διόλου να εισβάλω μέσα στον μαγικό κόσμο της σκεπαστής αγοράς και να χαθώ για ώρες στα δαιδαλώδη σοκάκια της. Τεράστια η ποικιλία των αγαθών, έντονες οι οσμές, εντυπωσιακή η παλέτα των χρωμάτων, εκατοντάδες μαγαζιά, αστείρευτη ανθρωπο-πλημμύρα. Αιώνια Ανατολή…
Το παζάρι όμως, εκτός από κατανάλωση, προσφερόταν ως ο πλέον κατάλληλος χώρος για μια ουσιαστική γνωριμία και επαφή με την καθημερινότητα των Σύριων. Σε κάθε μου βήμα ένιωθα βλέμματα διαπεραστικά, αδιευκρίνιστα, περίεργα, να πέφτουν πάνω μου. Οι άνθρωποι γύρω μου αφοπλιστικά ευγενικοί και καλοσυνάτοι, προσπαθούσαν να κτίσουν γέφυρες επικοινωνίας μαζί μου, ρωτώντας με αληθινό ενδιαφέρον αν χρειαζόμουν βοήθεια, αν μου άρεσε η χώρα τους, αν περνούσα καλά. Ο Χουσείν, ο Νιζάρ, ο Ομάρ…, αρκετοί ήταν εκείνοι που πρόθυμα ήθελαν να με τιμήσουν με την αγνή φιλοξενία τους. Έστω και μ’ ένα φλιτζάνι τσάι! Πώς να τους το αρνηθώ;
Ο καλοσυντηρημένος οδικός άξονας από το Χαλέπι στη πρωτεύουσα Δαμασκό (320 χλμ.) διέτρεχε τις πιο πυκνοκατοικημένες και εύφορες περιοχές της χώρας. Προσοχή ήθελαν πάντως οι ντόπιοι οδηγοί, αφού οι Άραβες δεν φημίζονται για την υποδειγματική οδική συμπεριφορά τους. Κυκλοφοριακή αναρχία και πανδαιμόνιο, ποικιλόμορφα οχήματα, θόρυβος και πολύ καυσαέριο συμπλήρωναν το παζλ στους δρόμους της συριακής επικράτειας. Ήταν μια μικρή εισαγωγή για τον εφιάλτη που με περίμενε στο χαώδη Κάιρο της Αιγύπτου.
«…τα παλαιότερα ιστορικά γεγονότα βάσισαν την πλοκή τους στην Δαμασκό. Εάν επιστρέψεις στο θαμπό παρελθόν, θα ανακαλύψεις ότι πάντοτε υπήρχε μια Δαμασκός… Διαφύλαξε τα οστά χιλίων αυτοκρατοριών και, πριν επιλέξει να χαθεί, θα υποδεχθεί τα υπολείμματα μυριάδων ακόμα…». Ο αιχμηρός λόγος του συγγραφέα Μαρκ Τουέϊν στάθηκε η αφορμή να στρατοπεδεύσω για τρεις μέρες στην πρωτεύουσα Δαμασκό, μια πόλη-θρύλος που γεννήθηκε στην αυγή του ανθρώπινου πολιτισμού και διεκδικεί με αξιώσεις τον τίτλο της αρχαιότερης, αδιάλειπτα κατοικούμενης πόλης στον κόσμο.
Τριγυρνώντας μέσα στον οικιστικό λαβύρινθο της παλιάς Δαμασκού, είχα την εντύπωση πως ξεφύλλιζα ένα σπάνιο ιστορικό βιβλίο. Αφήνοντας το ένστικτο και τη περιέργεια να οδηγήσουν τα βήματά μου, εντυπωσιακοί χώροι λατρείας του Αλλάχ, παραδοσιακές κατοικίες, χριστιανικοί ναοί, επιβλητικά παλάτια, πολύβουες αγορές (όπως το φημισμένο παζάρι Al-Hamdijya) και ανατολίτικα χαμάμ αποτελέσαν το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου, που είχε ως κύριο θέμα το Μεγάλο Τέμενος των Ομεϊαδών. Αυτό το ανεπανάληπτο θρησκευτικό αρχιτεκτονικό, υπόδειγμα αρμονίας και αισθητικής, ανοικοδομήθηκε την εποχή των Ομεϊαδών χαλίφηδων (708 μ. Χ), τότε που η Δαμασκός διεκδικούσε τον τίτλο της οικουμενικής ισλαμικής πρωτεύουσας.
Τρεις μέρες στην Δαμασκό; Σίγουρα ακούγονται λίγες, αφού οι ντόπιοι υποστηρίζουν πως, για να γνωρίσει κανείς την παλιά Δαμασκό, θα πρέπει να ζήσει εδώ για επτά χρόνια, όσες είναι και οι πύλες των τειχών της.
ΙΟΡΔΑΝΙΑ – Στα λημέρια του Λόρενς
Η Συρία ήταν πια παρελθόν. Μια σύντομη πορεία 430 χλμ. στο άγονο κορμί της Ιορδανίας μόλις ξεκινούσε. Πριν όμως περάσω την συνοριακή μπάρα, έριξα μια τελευταία ματιά πίσω μου – στη Συρία και στους ανθρώπους της. Μια ματιά γεμάτη αγωνία και συμπόνια, για αυτούς που σύντομα θα ξεκινούσαν τον δικό τους αγώνα, απαιτώντας πολιτικές μεταρρυθμίσεις, κοινωνική δικαιοσύνη και εκδημοκρατισμό.
Σε κοντινή απόσταση από τα σύνορα, ένα νεόδμητο πρατήριο με υποχρέωσε να σταματήσω. Ευσεβής πόθος η αμόλυβδη βενζίνη! Δυστυχώς, ούτε εδώ υπήρχε το υπερπολύτιμο υγρό. Ελάχιστα ήταν τα πρατήρια στην Μέση Ανατολή που διέθεταν βενζίνη 96 οκτανίων, και μάλιστα αμόλυβδη – μόνο στις πρωτεύουσες υπήρχαν. Αντίθετα, βενζίνη 91-93 οκτανίων προσφερόταν αφειδώς, ακόμα και από βαρέλια! Ανεφοδιάστηκα δίχως να ανησυχώ, αφού η ΚΤΜ (χάρη στα απαραίτητα ηλεκτρονικά καλούδια) κατάπινε τα πάντα – εκτός φυσικά από πετρέλαιο! Η ευχάριστη έκπληξη μπροστά στην αντλία ήρθε από την τιμή της βενζίνης – δεν ξεπερνούσε τα 0,75 Euro/lt! Η φτήνια τρώει τον παρά!
Το Αμμάν δεν ήταν προορισμός. Όχι όμως και η Πέτρα! Η πρωτεύουσα των αρχαίων Ναβαταίων (245 χλμ. νότια του Αμμάν) είναι αναμφίβολα ο πιο εντυπωσιακός αρχαιολογικός προορισμός σ’ όλη την Μέση Ανατολή. Το συνειδητοποίησα από την πρώτη κιόλας στιγμή όταν αντίκρισα αυτό το ροδοκόκκινο όνειρο της ερήμου. Περίπου 3.000 γιγάντια μνημεία, σκαλισμένα πριν από 2.300 χρόνια στους βράχους ενός φαραγγιού, αποτελούσαν τις αρχιτεκτονικές μαρτυρίες της αρχαίας πολιτείας των καραβανιών, για την οποία ο Άγγλος ποιητής Dean Burgan έγραψε ότι: «Δεν μοιάζει να δημιουργήθηκε από ανθρώπινο χέρι…Είναι ένα θαύμα φυλαγμένο σε μια ανατολίτικη χώρα, μια ροδοκόκκινη πόλη τόσο παλιά όσο και ο χρόνος».
Μετά την Πέτρα, η λευκή μοτοσυκλέτα ανέλαβε να με οδηγήσει στην κοντινή περιοχή της ερήμου Wadi Rum. Στην νοτιοανατολική γωνιά της χώρας, η ιορδανική έρημος μού πρόσφερε τις πιο σαγηνευτικές εικόνες της. Βρέθηκα μέσα σ’ ένα σχεδόν «αφυδατωμένο» τοπίο που το συνέθεταν σχηματισμοί πανύψηλων βράχων και ένα απέραντο καστανοκόκκινο αμμώδες πέπλο. Η άγρια ομορφιά της ερήμου Wadi Rum εγκλώβισε κατά τρόπο απόλυτα τις αισθήσεις μου, ενώ ο καυτός άνεμος που λυσσομανούσε διαρκώς ήταν το καλωσόρισμα στα λημέρια που πρωταγωνίστησε κάποτε η θρυλική μορφή του Λόρενς της Αραβίας.
Η παραλιακή πόλη Άκαμπα, η μοναδική διέξοδος της Ιορδανίας στη θάλασσα, ήταν ο τελευταίος προορισμός μου στη χώρα. Από το λιμάνι της πόλης, ένα πλοίο θα αναλάμβανε να με μεταφέρει στην Αίγυπτο, και συγκεκριμένα στο λιμάνι Νουβέιμπα του Σινά. Η ατμοπλοϊκή σύνδεση Άκαμπα- Νουβέιμπα; Η αποθέωση της αραβικής οργάνωσης! Το προγραμματισμένο στις 11.30 π.μ. δίωρο δρομολόγιο ξεκίνησε με 4 ώρες καθυστέρηση και διήρκησε 3,5 ώρες. Ευτυχώς, οι εσωτερικοί χώροι του πλοίου είχαν κλιματισμό, γιατί ο υδράργυρος έξω φλερτάριζε τους 42ο C και η υγρασία άγγιζε το 98 %. Σκέτη κόλαση…
ΑΙΓΥΠΤΟΣ – Τρόμος και ιδρώτα
Στην Αίγυπτο αποβιβάστηκα την 11η μέρα του ταξιδιού, έχοντας καταγράψει στο κοντέρ της ΚΤΜ 2.460 χλμ. από την Ελλάδα. Στο τελωνείο της Νουβέιμπα χρειάστηκε να παλέψω περίπου 4 ώρες με το τέρας της αιγυπτιακής γραφειοκρατίας προκειμένου να ετοιμάσω τα έγγραφα της μοτοσυκλέτας. Εξυπακούεται ότι το μπαξίσι πήγε «σύννεφο» για να ξεμπερδέψω πιο γρήγορα! Ήταν η χειρότερη και πιο ψυχοφθόρα εμπειρία όλου του ταξιδιού! Στην Τουρκία, την Συρία και την Ιορδανία, αντίθετα, οι συνοριακές διαδικασίες ήταν αρκετά πιο σύντομες και ανώδυνες. Και μόνο όταν παρέλαβα περιχαρής την αιγυπτιακή πινακίδα κυκλοφορίας (στις 22.30 μ.μ.), μου επετράπη να «βάλω» ρόδα στην τέταρτη χώρα του μεσογειακού οδοιπορικού. Πού διανυκτέρευσα; Μα φυσικά στη Νουβέιμπα! Φτωχότερος, όμως, κατά 185 Euro (πινακίδα, ασφάλεια και …γρηγορόσημο)!!
Διατρέχοντας την επομένη τη χερσόνησο του Σινά με προορισμό το Κάιρο (470 χλμ.), ένα πρωτόγνωρο τοπίο γυμνών γρανιτένιων βουνών και κίτρινης άμμου συνόδευαν την μοναχική πορεία μου μέχρι την διώρυγα του Σουέζ. Θερμές οι συντεταγμένες του χώρου, τους 45C φλερτάριζε ο υδράργυρος. Βίωνα στωικά το ζεστό καλωσόρισμα της αφρικανικής γης: στεγνός ο λαιμός, χείλια σκασμένα, καυτή η ανάσα του ανέμου και ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι στο κορμί.
Ο χειρότερος εφιάλτης για έναν Ευρωπαίο οδηγό –και ειδικότερα για έναν μοτοσυκλετιστή– είναι η οδήγηση στους πολυσύχναστους δρόμους του Καΐρου. Πρόκειται για μια άκρως τρομολαγνική εμπειρία, αφού η άναρχη και ριψοκίνδυνη συμπεριφορά των ντόπιων οδηγών μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε «ξαπλώσει» στην άσφαλτο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι προφυλακτήρες των αυτοκινήτων σταματούσαν ελάχιστα εκατοστά από το πόδι μου, ενώ πλημμυρισμένος από ιδρώτα και τρόμο, τους έβλεπα να έρχονται καταπάνω μου κι αναρωτιόμουν: «Θα σταματήσουν άραγε;».
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην μεγαλούπολη του Νείλου κλείδωσα τη μοτοσυκλέτα στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου και επέλεξα την ασφάλεια ενός ταξί, προκειμένου να περιηγηθώ στα αξιοθέατα της πόλης. Στις Πυραμίδες της Γκίζας, στους τάφους των Χαλίφηδων, στην Ακρόπολη του Σαλαντίν, στα ανάκτορα Αλ-Γκαουχάρα, στην αγορά Αλ-Χαλίλι και στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, παντού με ταξί! Και μόνο όταν ήρθε η ώρα να συνεχίσω το οδοιπορικό μου στις βορειοαφρικανικές ακτές της Μεσογείου, τότε ανέβηκα και πάλι στη σέλα της μοτοσυκλέτας.
Μόλις 200 χλμ. χωρίζουν το Κάιρο από την υδάτινη πολιτεία της Αλεξάνδρειας, που ίδρυσε το 331 π. Χ ο Μακεδόνας στρατηλάτης στο Δέλτα του Νείλου. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αλεξάνδρεια, μια αίσθηση οικειότητας με πλημμύρισε. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση που συνέχεια μεγάλωνε και με ακολουθούσε παντού, σε κάθε μου βήμα. Γιατί τούτη η πόλη, που εδώ και 2.340 χρόνια διατηρεί τ’ όνομα και την αρχαία θέση της –βρίσκεται στο Δέλτα της Ιστορίας– μιλούσε μια γλώσσα που την ήξερα καλά. Από την ημέρα που γεννήθηκε, η Αλεξάνδρεια μιλά συνέχεια ελληνικά: μου μίλησε για τον ιδρυτή της τον Μέγα Αλέξανδρο, για τους Πτολεμαίους, για τους Αλεξανδρινούς φιλόσοφους και την διάσημη Βιβλιοθήκη της, για τον Αβέρωφ, τον Μπενάκη, την Πηνελόπη Δέλτα, τον Καβάφη…
Με μια πρώτη ματιά, η σύγχρονη Αλεξάνδρεια μου θύμισε περισσότερο νοτιοευρωπαϊκή πόλη της Μεσογείου, παρά αστικό κέντρο της Μέσης Ανατολής, αφού διατηρούσε ακόμα τον κοσμοπολίτικο αέρα που έφεραν εδώ μαζί τους, στα μέσα του 19ου αιώνα, Έλληνες και Ευρωπαίοι μεγαλοαστοί. Η γοητεία της παλιάς Αλεξάνδρειας ήταν ακόμα παρούσα και «μπερδεύονταν» γλυκά με την πολύβουη καθημερινότητα των Αράβων κατοίκων της.
Στο σημαντικότερο διαπολιτισμικό κέντρο της ελληνιστικής εποχής, αναζήτησα τυχόν ίχνη από τη πρόσφατη ελληνική παρουσία. Ως γνωστόν, μέχρι την δεκαετία του 1950, η Αλεξάνδρεια φιλοξενούσε περίπου 150.000 ομογενείς. Δυστυχώς, μόλις 600 πάροικοι έχουν πια απομείνει, ενώ ελάχιστες ήταν οι μαρτυρίες από την δημιουργική εκείνη περίοδο του ελληνισμού. Εκτός από την κατοικία του Αλεξανδρινού ποιητή Καβάφη, το Ελληνικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο και τον ορθόδοξο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, άλλη μια ξεθωριασμένη ελληνική ανάμνηση που κατάφερα να εντοπίσω ήταν το καφέ-εστιατόριο «Αθηναίος», στη παραλιακή Λεωφόρο Corniche, εκεί όπου χτυπούσε κάποτε η καρδιά της τοπικής παροικίας.
Εδώ έριξα άγκυρα για λίγο. Είχα υποσχεθεί στον θείο μου, τον 80αρη μπάρμπα-Χρήστο, να πιω έναν διπλό ελληνικό στο καφέ «Αθηναίος». Μου είχε παραγγείλει μια-δυο φωτογραφίες του μαγαζιού, αφού από το 1957, όταν και πήρε το δρόμο της φυγής από την Αλεξάνδρεια, δεν είχε επιστρέψει ποτέ στην πόλη που τον γέννησε και τον μεγάλωσε. Συνέχεια τον ρωτούσα γιατί δεν το αποφάσιζε: «Δεν πάω πίσω, θα πληγωθώ, θα χάσω τις όμορφες παιδικές μου αναμνήσεις…».
ΣΑΧΑΡΑ – Στην όαση των Θεών
Μια μονότονη ασφάλτινη ευθεία, που ακροβατούσε ανάμεσα στην απεραντοσύνη της ερήμου και στο τιρκουάζ της Μεσογείου, ανέλαβε να με φυγαδεύσει προς τη δυτική άκρη της Αιγύπτου. Οδηγώντας από την Αλεξάνδρεια ως την παραλιακή πόλη Μάρσα Ματρού (305 χλμ.), θεώρησα χρέος μου να κάνω ακόμα μια στάση στην Ιστορία μας: στο Ελληνικό Κοιμητήριο του Ελ-Αλαμέιν (110 χλμ. δυτικά της Αλεξάνδρειας). Ένα λιτό μνημείο, απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον της ερήμου, έστεκε εκεί για να υπενθυμίζει τον ηρωισμό των Ελλήνων που σκοτώθηκαν το 1942 σε μια από τις σημαντικότερες μάχες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αλλοτινές εποχές, το ταξίδι από τη Μάρσα Ματρού προς την όαση Σίβα (300 χλμ. νότια) ήταν ένα δύσκολο ταξίδι οκτώ ημερών πάνω στον ύβο μιας καμήλας. Το είχε επιχειρήσει και ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν θέλησε να προσεγγίσει τη μυθική όαση της Σαχάρας για να πάρει από το Μαντείο του Άμμωνα Δία το χρησμό του ιερατείου και παράλληλα να ανακηρυχτεί γιος του Θεού Άμμωνα.
Ήταν μια πρόκληση την οποία δεν μπορούσα να αρνηθώ. Έτσι, γυρνώντας την πλάτη μου στα γαλαζοπράσινα νερά της Μεσογείου, τόλμησα την παράκαμψη προς το εσωτερικό της αφρικανικής ηπείρου. Το ταξίδι στη καρδιά της Σαχάρας άρχισε νωρίς τα ξημερώματα, πριν ο υδράργυρος εκτοξευτεί στα ύψη (μιλάμε για 50-52C), ενώ για πρώτη φορά είχα γεμίσει το εφεδρικό κάνιστρο βενζίνης. Οι πληροφορίες που είχα συλλέξει στην Μάρσα Ματρού έκαναν λόγο για μια διαδρομή 300 χλμ. μέσα στο απόλυτο τίποτα! Και επειδή η αυτονομία της μοτοσυκλέτας δεν ήταν η ιδανικότερη, έπρεπε να φροντίσω για τα αυτονόητα…
Οι πληροφοριοδότες μου είχαν δίκαιο! Ο ασφαλτοστρωμένος οδικός άξονας Μάρσα Ματρού – Σίβα θύμιζε το καρδιογράφημα ενός νεκρού – ήταν η έννοια της απόλυτης ευθείας. Κανένα ίχνος ζωής καθοδόν, μόνο κάποιες καμήλες που περιφέρονταν ελεύθερες στο βασίλειο της ερήμου, ενώ το εκνευριστικά επίπεδο τοπίο επιβεβαίωνε πανηγυρικά τα γραφόμενα του Αρριανού: «δεν υπάρχουν καθόλου σημάδια κατά τη διαδρομή, καθόλου βουνά, δέντρα, συμπαγείς βράχοι, με τη βοήθεια των οποίων οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να συμπεράνουν τη σωστή πορεία τους». Βλέπετε, τότε δεν υπήρχαν τα …GPS!
Για δυο μέρες, η ονειρική όαση των 300.000 φοινικόδεντρων με παγίδεψε στους δικούς της νωχελικούς ρυθμούς, προσφέροντας αναρίθμητες γοητευτικές εικόνες που γύριζαν τους δείκτες του χρόνου δεκαετίες πίσω: ζωήλατα κάρα μετέφεραν στους σκονισμένους δρόμους της όασης εμπορεύματα και ανθρώπους, γυναικείες μορφές περπατούσαν τυλιγμένες με τσαντόρ, καλοσυνάτοι βεδουίνοι κάπνιζαν ναργιλέ στα μικρά καφενεία, παιδιά διασκέδαζαν στα νερά των πηγών, παραδοσιακές πλινθόκτιστες κατοικίες βρίσκονταν κρυμμένες ανάμεσα στα φοινικόδεντρα…
Δεν έλειψαν φυσικά και οι μικρές περιπέτειες κάτω από τον καυτό ήλιο της Σαχάρας. Οι χωμάτινες εξορμήσεις με την ΚΤΜ πέριξ της όασης μού έμειναν αξέχαστες, μάλλον εξαιτίας των πολλών πτώσεων που είχα -ευτυχώς ανώδυνες- οδηγώντας στην άμμο. Όμως, η σημαντικότερη στιγμή της παρουσίας μου στη Σίβα υπήρξε αναμφίβολα η επίσκεψη στο μαντείο του Άμμωνα Δία (γνωστό ως Αμμώνιο), που οι αρχαίοι Έλληνες το σέβονταν εξίσου με τα Μαντεία της Δωδώνης και των Δελφών.
Αφού αποθήκευσα στον «σκληρό δίσκο» του μυαλού μου τις πιο δυνατές αναμνήσεις από την όαση των Θεών, ανεφοδιάστηκα με καύσιμα στο μοναδικό πρατήριο της Σίβα και τόλμησα ξανά, με προορισμό τις μεσογειακές ακτές, την ατέρμονη πλεύση μέσα στη θάλασσα της σαχαρινής απεραντοσύνης. Επιστρέφοντας και πάλι στη Μάρσα Ματρού, το ταξιδιωτικό ημερολόγιο είχε φτάσει στην 18η σελίδα και το κοντέρ της ΚΤΜ είχε καταγράψει 3.950 χλμ. Μπορεί οδικώς να βρισκόμουν αρκετά μακριά από την Ελλάδα, αλλά με καθησύχαζε το γεγονός ότι το γεωγραφικό μου στίγμα ήταν περίπου 300 ναυτικά μίλια νότια της λεβεντογέννας Κρήτης!
Πολύ πιο κοντά, όμως, ήταν η Λιβύη, που με καρτερούσε 190 χλμ. δυτικά της Μάρσα Ματρού. Χρειάστηκε, ωστόσο, να περάσω ένα τρίωρο γραφειοκρατικό Γολγοθά στα αιγυπτιακά τελωνεία πριν αποχαιρετήσω την χώρα των Φαραώ. Μια ταλαιπωρία που συνεχίστηκε και από την άλλη πλευρά της νεκρής ζώνης, καθώς ξόδεψα άλλες δυο ώρες από την ζωή μου τρέχοντας για σφραγίδες, έγγραφα, ασφάλειες και λιβυκές πινακίδες κυκλοφορίας. Κι όταν επιτέλους ήρθε η πολυπόθητη στιγμή να πατήσω τη μίζα της λευκής μοτοσυκλέτας, εντελώς αυθόρμητα άρχισα να φωνάζω δυνατά: «Συνταγματάρχη Καντάφι, σου ‘ρχομαι…».