Στα δίτροχα ταξίδια μου ανά τον κόσμο, δεν αναζητώ μόνο την ταύτιση με το τοπίο που ανοίγεται μπροστά μου, αλλά και τη γνώση της ιστορικής πορείας του κάθε χώρου που με φιλοξενεί. Προσπαθώ πάντα να βουτήξω μέσα στον απέραντο ωκεανό της ανθρώπινης Ιστορία, να εστιάζω το βλέμμα μου σε μορφές πραγμάτων και προσώπων που καθορίζουν απόλυτα την ταυτότητα της χώρας που επισκέπτομαι, να ξεκλειδώνω παλιά της μυστικά και να συλλέγω σπάνιες ταξιδιωτικές εμπειρίες.
Αυτή τη φορά, ακολουθώντας πιστά τα μισοσβησμένα χνάρια των εμπορικών καραβανιών του μεταξένιου δρόμου -και με την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα σε ρόλο Βακτριανής καμήλας- βρέθηκα στο μακρινό Ουζμπεκιστάν, στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας. Τι είναι όμως το Ουζμπεκιστάν; Μια καθαρή πηγή για να ξεδιψάσει κανείς από την καυτή πνοή της κεντροασιατικής στέπας; Ή μήπως ένας κοσμοπολίτικος προορισμός με… εξωτικές παραλίες και έντονη νυχτερινή ζωή; Όχι, όχι! Είναι ο γεωγραφικός χώρος απ’ όπου ξεκίνησαν να κτίσουν τις δικές τους κοσμοκρατορίες οι αιμοδιψείς νομαδικές ορδές του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου. Το Ουζμπεκιστάν είναι από μόνο του μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια Ιστορίας, ένας τόπος που σαγηνεύει όποιον ξέρει να εκτιμά την αυθεντική ομορφιά και τις αιώνιες αξίες της ζωής…
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Ανάμεσα στους ποταμούς Amu Daria και Sur Daria (τον Ώξο και τον Ιαξάρτη των αρχαίων Ελλήνων), τρεις θρυλικές πόλεις μοιάζουν να έχουν μείνει ακίνητες μέσα στους αιώνες. Με τους δείκτες του χρόνου να «σημαδεύουν» τον ισλαμικό κόσμο της μεσαιωνικής περιόδου και του μεταξένιου δρόμου, η Σαμαρκάνδη, η Μπουχάρα και η Χίβα ασκούν μια ακαταμάχητη γοητεία στον ταξιδιώτη, χάρη στα πλινθόκτιστα τζαμιά, τις περίτεχνα διακοσμημένες ιερατικές σχολές, τα οχυρωματικά τείχη, τους τεράστιους εκθαμβωτικούς τιρκουάζ τρούλους και τις σκεπαστές αγορές.
Πρόκειται για τρεις πολιτείες πλημμυρισμένες από ιστορικές μνήμες της εποχής του Ταμερλάνου, που για να τις γνωρίσω χρειάστηκε να σμίξω με τους ανθρώπους που τις κατοικούν, να πιω μαζί τους ένα φλιτζάνι τσάι και να τους αφήσω να μας διηγηθούν, μα για ένα τζαμί ή ένα κάστρο, μα για ένα μύθο ή έναν θρυλικό πολεμιστή. Μόνο έτσι μπόρεσα να ακούσω τους χτύπους της μεγάλης καρδιάς τους, τους χτύπους της κάθε πόλης.
Με ψυχές και πρόσωπα χαρακωμένα από τους ανέμους της στέπας, μου χάρισαν απλόχερα φιλία και χαμόγελα. Πουθενά μοναξιά και αδιαφορία. Εδώ, η φιλοξενία δεν είναι μόνο αίσθημα, είναι και αρετή. Όποιον κι αν συνάντησα, αυτός μίλησε μαζί μου σαν να ήταν παλιός γνωστός μου. Μέσα σε λίγα λεπτά γινόμασταν πραγματικά φίλοι και ειλικρινά λυπόμουν όταν τον αποχαιρετούσα. Οι άνθρωποι στο Ουζμπεκιστάν με ξάφνιασαν. Ήταν διαφορετικοί. Αυθόρμητοι, ζεστοί, απλοί… άνθρωποι! Χαρακτήρες δυνατοί, με το βλέμμα στραμμένο στις απέραντες στέπες της χώρας τους. Εκεί που κρύβεται άλλωστε η ψυχή του Ουζμπεκιστάν.
Τούτη τη συναρπαστική ταξιδιωτική εμπειρία έμελλε να ζήσω με τους ανθρώπους που αγαπώ, με την οικογένειά μου. Κάποτε ήμασταν δυο, ταξιδεύαμε με την Όλγα για χρόνια, μοιραζόμασταν τα πάντα. Τώρα, με τον μικρό Γιωργάκη στην παρέα μας, η οικογένεια μεγάλωσε και ο μπαμπάς ταξιδεύει μόνος του – η μαμά έχει μείνει στα μετόπισθεν για την ανατροφή του γιου. Πάντα όμως το σαράκι της εξερεύνησης και της απόδρασης έτρωγε την ψυχή της: «Στο Ουζμπεκιστάν θα πάμε όλοι μαζί, εσύ με την μοτοσυκλέτα και εγώ με τον Γιώργο αεροπορικώς. Εκεί νοικιάζω αυτοκίνητο και σε ακολουθούμε κατά πόδας. Το Ουζμπεκιστάν δεν το χάνω με τίποτα…».
Δεν έφερα καμία αντίρρηση, αντιθέτως, συμφώνησα αμέσως. Ο δεκαοκτάμηνος Γιωργάκης θα έπαιρνε το βάπτισμα του (ταξιδιωτικού) πυρός στο μακρινό Ουζμπεκιστάν. Με τα αεροπορικά εισιτήρια Αθήνα – Τασκένδη στην τσέπη της Όλγας και την πορτοκαλί μοτοσυκλέτα έτοιμη και φορτωμένη, το οικογενειακό μας ραντεβού ορίστηκε μετά από 15 ημέρες, στην κεντρική πλατεία της Μπουχάρα, μπροστά στον μιναρέ Kalan! Έτσι απλά…
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΜΙΝΑΡΕ
Η Μπουχάρα, το «Δεύτερο Ανατολίτικο Θαύμα» (έτσι την υμνούσαν οι ποιητές της Ανατολής), υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα σταυροδρόμια πάνω στο Δρόμο του Μεταξιού. Στο διάβα των αιώνων φιλοξένησε ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες και διπλωματικές αποστολές, γνώρισε ανταγωνιστικές θρησκείες, στέγασε ποικιλόμορφα παζάρια και αλώθηκε από αιμοδιψείς εισβολείς.
Στις ιερατικές σχολές της πόλης αναπτύχθηκαν τα μαθηματικά, η αστρονομία, η ιατρική, η χημεία, αλλά και η ποίηση, γεγονός που επηρέασε θετικά τους ευρωπαϊκούς επιστημονικούς ορίζοντες την περίοδο της Αναγέννησης. Μεγάλοι επιστήμονες και λόγιοι της Ανατολής (όπως οι ποιητές Ferdosi και Rudaki και ο ιατρός-φιλόσοφος Adu All Ibn Sino) έζησαν και διέπρεψαν στην Μπουχάρα, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «ο στύλος του Ισλαμισμού και όλου του μουσουλμανικού κόσμου».
Σε τούτη την φωτισμένη πολιτεία του Ουζμπεκιστάν, που καμαρώνει για τα εξαιρετικά χαλιά της, είχε δοθεί το ραντεβού μας. Διασχίζοντας την Τουρκία, το Ιράν και το Τουρκμενιστάν, ευτύχισα να σφραγίζω το διαβατήριό μου στα ουζμπέκικα σύνορα μετά από 14 μέρες ταξιδιού, με καταγεγραμμένα περίπου 4.200 χλμ. στο κοντέρ της μοτοσυκλέτας. Όλα ευτυχώς είχαν δουλέψει ρολόι, χωρίς απρόβλεπτα ή ατυχίες!
Η Όλγα, αντίθετα, είχε αρκετά πιο εύκολη αποστολή. Αεροπορικό δρομολόγιο Αθήνα-Τασκένδη και εν συνεχεία εσωτερική πτήση Τασκένδη-Μπουχάρα. Φτάνοντας μια μέρα πριν από μένα, κατέλυσε σ’ ένα ξενοδοχείο και άρχισε να ψάχνει για μεταφορικό μέσο. Την λύση έδωσε τελικά ο Κομίλ, που με το μισθωμένο αυτοκίνητό του θα αναλάμβανε μέσα στις επόμενες 7 ημέρες τις μετακινήσεις της Όλγας και του μικρού Γιώργου από πόλη σε πόλη, ενώ εγώ θα τους ακολουθούσα με την μοτοσυκλέτα.
Μπροστά στην τεράστια φιγούρα του μιναρέ Kalan πραγματοποιήθηκε το πολυπόθητο αντάμωμα της οικογένειας Μητσάκη. Μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά, τις εκατέρωθεν εξιστορήσεις και τις αναμνηστικές φωτογραφίες, ακολούθησε ένα λουκούλλειο τραπέζωμα σε παραδοσιακό εστιατόρια της παλιάς πόλης – έτσι, για να το γιορτάσουμε! Η πρώτη –και πιο δύσκολη– φάση του σχεδίου «Μεταξένιο Οδοιπορικό» είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία.
Αργά το ίδιο βράδυ, και ενώ ο Γιωργάκης είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, καταστρώναμε το δεύτερο μέρος του σχεδίου. Η αυστηρή τήρηση των κανόνων ατομικής υγιεινής του μικρού ήταν στο επίκεντρο της συζήτησης, αφού το τριτοκοσμικό περιβάλλον γύρω μας δεν ήταν το ιδανικότερο για ένα δεκαοκτάμηνο παιδί. Παραβλέποντας την υστερική αντίδραση του παιδίατρου (που ήταν εντελώς αρνητικός σ’ ένα τέτοιο ταξίδι) και τηρώντας κατά γράμμα τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, ο μικρός συνοδοιπόρος του μεταξένιου δρόμου –προς μεγάλη μας ικανοποίηση– δεν αντιμετώπισε τελικά το παραμικρό πρόβλημα! Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει…
Κι όσον αφορά το οδικό κομμάτι του σχεδίου, μετά την Μπουχάρα, σειρά είχαν η Χίβα, η Σαμαρκάνδη και η Τασκένδη να μας φιλοξενήσουν. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, το ταξίδι μέσα στο Ουζμπεκιστάν θα άγγιζε τα 1450 χλμ. (όλα ασφάλτινα), ενώ ο Κομίλ –εκτός από τις μεταφορές– είχε αναλάβει και το θέμα των διανυκτερεύσεων.
ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ
Η σημερινή Μπουχάρα (απέχει 98 χλμ. βόρεια των συνόρων με το Τουρκμενιστάν) χαρακτηρίζεται από ζεστές γήινες αποχρώσεις και μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ανάτασης. Η καφετιά απόχρωση της ερήμου κυριαρχεί στα περισσότερα κτίσματα της πόλης, που χάρη στα 150 διατηρημένα αρχιτεκτονικά μνημεία της, μας χάρισε τη μεστή γεύση μιας αρχαίας ανατολίτικης πολιτείας 2500 χρόνων.
Εδώ η Όλγα άρχισε να ξεφυλλίζει με οίστρο τις παραμυθένιες «Χίλιες και μια Νύχτες». Ακατάβλητοι έμποροι διαλαλούσαν στην μικρή σκεπαστή αγορά τη πραμάτεια τους, ζωήλατα κάρα μετέφεραν ανθρώπους και αγαθά στον προορισμό τους, σοφοί γέροντες δίδασκαν στα τεϊοποτεία της πόλης τις νεότερες γενιές, ενώ στα πλακόστρωτα σοκάκια, το αργόσυρτο ανθρώπινο πλήθος βίωνε την δική του ράθυμη καθημερινότητα. Παραστάσεις αλλοτινών εποχών που αποτύπωσε η μαμά του Γιώργου με τα μάτια της φαντασίας της…
Σήμα κατατεθέν της αιώνιας Μπουχάρα ο μιναρές Kalan (1127), ο ψηλότερος της Κεντρικής Ασίας (47 μ.). Τα 105 σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κορυφή του Kalan, ανέβηκε πρώτος ο Γιωργάκης – τελευταίος έφτασε ο υπέρβαρος μπαμπάς του, καθότι είχε μόλις «τσακίσει» τρία τεράστια σάσλικ (σουβλάκια)! Μακάβρια λεπτομέρεια: από την κορυφή του μιναρέ Kalan, με το αποκαλυπτικό πανόραμα της πόλης, o Χαν (βασιλιάς) της Μπουχάρας έριχνε κάθε μεσημέρι στο κενό έναν βαρυποινίτη – αν επιζούσε, του χάριζαν την ζωή.
Η πόλη είχε και άλλους κρυμμένους θησαυρούς που εντοπίσαμε, όπως την ιερατική σχολή Mir-i-Arab (16ου αιώνα), το τζαμί Kalan, η ιερατική σχολή Ulughbek (η αρχαιότερη της Κεντρικής Ασίας – 1418), το μοναδικό στο είδος του τζαμί Char Minar με τους τέσσερις μιναρέδες, το κομψό μαυσωλείο του Ismail Samani (χτισμένο εξ’ ολοκλήρου από πυρότουβλα) και φυσικά το κάστρο Ark, το παλαιότερο κτίσμα της Μπουχάρα (5ου π.Χ. αιώνα).
Δεν ήταν όμως μόνο τα μεσαιωνικά κτίσματα της παλιάς πόλης που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον μας. Οι λίγες, εναπομείναντες δεξαμενές νερού (hauz) που υπάρχουν σήμερα στη Μπουχάρα αποτελούν σημείο συνάντησης των ντόπιων, που συναθροίζονται εδώ, όχι για να πλύνουν πλέον ρούχα, αλλά για να πιούν ένα φλιτζάνι τσάι, να παίξουν μια παρτίδα σκάκι ή απλά να κουβεντιάσουν.
Η δεξαμενή Labi Hauz, στο κέντρο της παλαιάς πόλης, είναι η πιο γνωστή απ’ όλες. Τα δυο απογεύματα που περάσαμε στα τεϊοποτεία της Labi Hauz πίνοντας με τους ντόπιους αράκ (το αγαπημένο ποτό των Ουζμπέκων), ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις μας στη Μπουχάρα. Σ’ αυτό βοήθησε όμως και ο Γιωργάκης, αφού η παρουσία του προκαλούσε αμέσως την προσοχή των θαμώνων – πολλοί έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να έρθουν στο τραπέζι μας, να συστηθούν και να μας ανοίξουν κουβέντα. Στο άκουσμα της καταγωγής μας, σχεδόν όλοι αναφέρονταν στο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την χώρα, ενώ οι ιδιαιτερότητες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των δυο λαών κρατούσαν κατόπιν ζεστή την συζήτηση μέχρι αργά.
ΤΟ ΑΝΤΡΟ ΤΩΝ ΔΟΥΛΕΜΠΟΡΩΝ
Ο άνεμος της Ανατολής φυσούσε δυνατά και οι συντεταγμένες του GPS έδειχναν την Χίβα, την αλλοτινή πρωτεύουσα του εμιράτου της Χορεσμίας. Η πόλη που έχει συνδέσει το όνομά της με το πιο απάνθρωπο σκλαβοπάζαρο της Κεντρικής Ασίας βρισκόταν παγιδευμένη μέσα στο θανάσιμο περιβάλλον της ερήμου Καρακούμ, περίπου 420 χλμ. βορειοδυτικά της Μπουχάρα.
Εκεί μας οδήγησε ένας μέτριος σε κατάσταση ασφαλτόδρομος, που τον σφικταγκάλιαζαν οι καυτές θίνες της τοπικής ερήμου. Ελάχιστα τα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας καθοδόν, οι ακτίνες του ήλιου έσπρωχναν τον υδράργυρο πάνω από τους 40ο C, ενώ χάρη στην προνοητικότητα του Κομίλ, δεν ξέμεινα από βενζίνη στην μέση του πουθενά – ένα μισογεμάτο 20άλιτρο κάνιστρο στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου ήταν η σωτηρία μου. Αμόλυβδη βενζίνη; Τι είναι αυτό;
Περιτριγυρισμένη από καλοδιατηρημένα μεσαιωνικά τείχη, η παλιά Χίβα είναι ένα τεράστιο υπαίθριο μουσείο ανατολίτικης αρχιτεκτονικής και κουλτούρας που έπρεπε να την περπατήσουμε προκειμένου να ικανοποιηθούν οι εξερευνητικές ανησυχίες μας. Τούτη η απομονωμένη πόλη της ερήμου φιλοξενούσε περισσότερες από 250 παραδοσιακές κατοικίες του 18ου -19ου αιώνα, ενώ περίπου 50 αυθεντικά μνημειακά οικοδομήματα διασώζονταν σε άριστη κατάσταση.
Το επόμενο πρωινό, άλλο ένα ταξίδι μέσα στην Ιστορία ξεκινούσε. Προορισμός η παλιά πόλη της Χίβα (γνωστή με την ονομασία Itchan Kala) και ξεναγοί μας το πλήθος των χρονολογιών, των μεσαιωνικών μνημείων και των ιστορικών γεγονότων που με δυσκολία προσπαθούσαμε να χωρέσουμε στην ήδη κορεσμένη μνήμη μας.
Χίβα, Itchan Kala, ώρα 08.50 π. μ.!
Ας πιάσουμε όμως το κουβάρι της Ιστορίας από την αρχή. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση η Χίβα ιδρύθηκε από τον Σημ (γιο του Νώε), που εγκαταστάθηκε στην περιοχή μετά τον κατακλυσμό. Η πρώτη περίοδος ακμής της Χίβα σημειώθηκε τον 17ο αιώνα, επί ηγεμονίας Abu I-Ghazi Bahadur Khan. Η πόλη γνώρισε τότε μια αξιόλογη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη, που στηρίχθηκε κυρίως στο εμπόριο και τη γεωργία. Ο γιος του -και διάδοχος- Anusha, αντίθετα, επεδίωξε την ανάπτυξη της Χίβα με πιο ανορθόδοξους τρόπους. Πρόσφερε άσυλο και προστασία σε κάθε λογής κακοποιά στοιχεία και ενθάρρυνε το σκλαβοπάζαρο, που γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Η Χίβα έφτασε στο απόγειο της δόξας της στις αρχές του 19ου αιώνα, χάρη στο εμπόριο του τσαγιού με την Ρωσία. Όμως, η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Trans-Caspian Railway (1880) άφησε εκτός τροχιάς τη Χίβα, που σταδιακά παρήκμασε και προσαρτήθηκε τελικά το 1924 στην Ουζμπέκικη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.
Χίβα, Itchan Kala, ώρα 09.00 π. μ.!
Η είσοδός μας στην Itchan Kala έγινε από την Δυτική Πύλη (Ota Darvoza). Σ’ αυτό το σημείο, τα τείχη της πόλης είχαν πλήρως αναστυλωθεί, προσφέροντας μια αντιπροσωπευτική εικόνα της μεγαλοπρέπειας των ημερών δόξας της Χίβα. Με μόνιμη συντροφιά μια μικρή παρέα παιδιών (τους καινούριους φίλους-κολλητούς του Γιώργου), επισκεφθήκαμε αρχικά τον επιβλητικό κάστρο Kukhna-Ark του 12ου αιώνα (τόπο κατοικίας του εκάστοτε ηγεμόνα) και τον πλινθόκτιστο ημιτελή μιναρέ Kalta Minor (1850), σήμα κατατεθέν της πόλης.
Η λίστα των μνημείων μεγάλη, όπως και η λαχτάρα μας να δούμε και να μάθουμε. Σταθήκαμε για λίγο στο Μαυσωλείο του Said Allauddin, στο τζαμί Juma Mosque, στο Μαυσωλείο του Πέρση ηγεμόνα Pahlavon Mahmud, στο παλάτι Τosh-Khovil, στο τζαμί Sayid Ata…Την εντυπωσιακότερη πανοραμική θέα της Χίβα την απολαύσαμε πάντως από την κορυφή του μιναρέ Islom-Hodja (45 μ.), που χάρη στις τιρκουάζ και κόκκινες αποχρώσεις του, έμοιαζε περισσότερο με φάρο και λιγότερο με μιναρέ!
Χίβα, Itchan Kala, ώρα 16.50 μ. μ.!
Φτάνοντας στην Ανατολική Πύλη (Palvan Darvoza), το ταξίδι πίσω στον χρόνο τελείωσε – επιστροφή και πάλι στο παρόν. Ήμασταν πια έξω από τα τείχη, αλλά μέσα σ’ ένα μικρό καταπληκτικό παζάρι, όπου τα φρούτα, τα υφάσματα και τα μπαχαρικά είχαν τον πρώτο λόγο. Όχι όμως και οι σκλάβοι…
ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
Απέραντες βαμβακοφυτείες απλώνονταν εκατέρωθεν του οδικού άξονα, καθώς ταξιδεύαμε στην διαδρομή Μπουχάρα – Σαμαρκάνδη (289 χλμ.). Μια μονότονη εικόνα που επιβεβαίωνε περίτρανα τα στοιχεία που θέλουν το Ουζμπεκιστάν στις πρώτες θέσεις παραγωγής βαμβακιού στο κόσμο. Σ’ αυτό είχαν συμβάλει καθοριστικά τα αρδευτικά συστήματα που κατασκεύασαν οι Σοβιετικοί τη δεκαετία του 1960 προκειμένου να καταστήσουν καλλιεργήσιμες τις άγονες εκτάσεις της χώρας.
Τεράστια αρδευτικά κανάλια κατασκευάστηκαν τότε με σκοπό να μεταφερθούν στο Ουζμπεκιστάν υδάτινοι πόροι από τη λίμνη Αράλη. Ήταν ένα φιλόδοξο επίτευγμα, που, αν και βοήθησε σημαντικά στην αύξηση της τοπικής αγροτικής παραγωγής, ζημίωσε ανεπανόρθωτα το οικοσύστημα της Αράλης, η οποία απειλείται σήμερα με ολοκληρωτική εξαφάνιση.
Στη Σαμαρκάνδη, ο Κομίλ μας αιφνιδίασε, φρενάροντας το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι του θείου του. Παρά τις αντιρρήσεις μας, ήταν κάθετος: «Για όσο χρειαστεί, εδώ θα είναι το σπίτι σας. Ο θείος μου θα χαρεί να σας φιλοξενήσει, πάντα μίλαγε με τα καλύτερα λόγια για σας τους Έλληνες. Είκοσι χρόνια στην Τασκένδη δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας με συμπατριώτες σας. Δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ αν μάθει ότι ήμασταν εδώ και δεν σας έφερα στο σπίτι του…».
Ο υπερήλικας Αμίρ άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του φτωχικού σπιτιού του, αλλά και της καρδιάς του. Το ζεστό του χαμόγελο έδιωξε αμέσως από πάνω μας όλη την κούραση του δρόμου, ενώ το μικρό τραπέζι μπροστά μας ήταν στρωμένο μ’ ότι νόστιμο είχε προλάβει να ετοιμάσει στα γρήγορα η γυναίκα του. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα πρωτόγνωρης οικειότητας, μια μικρή, πρόχειρη γιορτή στήθηκε για να τιμηθούν οι Έλληνες επισκέπτες. Μια γιορτή που κράτησε δυο ημέρες…
«Η Μπι-Μπι Χανούμ, η Κινέζα γυναίκα του Ταμερλάνου, κατά την απουσία του άντρα της σε κάποια εκστρατεία, αποφάσισε την ανέγερση ενός επιβλητικού τζαμιού, προκειμένου να τιμήσει τον Μογγόλο αυτοκράτορα. Όμως, η Μπι-Μπι υπολόγιζε χωρίς τον… αρχιτέκτονα. Ο οποίος, ναι μεν ανέλαβε την κατασκευή του τζαμιού, αλλά στην πορεία αρνήθηκε την αποπεράτωσή του! Ο λόγος; Τρελά ερωτευμένος με την Μπι-Μπι, ο αρχιτέκτονας διαπραγματεύτηκε την αποπεράτωση του τζαμιού μ’ ένα της φιλί! Και παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, το φιλί τελικά δόθηκε, το τζαμί τελείωσε, αλλά το σημάδι του πάθους στο πρόσωπο της Μπι-Μπι Χανούμ έμεινε.
Ο Ταμερλάνος, που γύρισε όμως νωρίτερα, βρήκε την Μπι-Μπι… σημαδεμένη. Αποκεφάλισε αμέσως τον αρχιτέκτονα και υποχρέωσε την Μπι-Μπι να κυκλοφορεί εφ’ όρου ζωής με φερετζέ. Η διαταγή του Ταμερλάνου επιβλήθηκε όμως σε όλες τις γυναίκες της αυτοκρατορίας. Έτσι λοιπόν, εξαιτίας της απερίσκεπτης Μπι-Μπι Χανούμ, οι γυναίκες της μακρινής Ανατολής υποχρεώθηκαν να κρύβουν το λάγνο πρόσωπό τους πίσω από ένα φερετζέ»
Κρεμασμένη κυριολεκτικά από τα χείλια του γενειοφόρου Αμίρ, η Όλγα αφουγκραζόταν το ίδιο βράδυ τον γοητευτικό μύθο της Μπι-Μπι Χανούμ, έναν από τους χιλιάδες της Ανατολής. Και μπορεί το σενάριο της Μπι-Μπι να άγγιζε (;) την σφαίρα της φαντασίας, το ομώνυμο τζαμί-μαυσωλείο που αντικρίζαμε όμως στο κέντρο της πόλης την επόμενη μέρα ήταν πέρα για πέρα αληθινό.
Στη γαλάζια Σαμαρκάνδη, ζητήσαμε αρχικά από τον Κομίλ να μας οδηγήσει στο χωμάτινο κάστρο Αφραζιάμπ, όπου κατέλυσε ο Μέγας Αλέξανδρος στη διάρκεια της πολύμηνης παραμονής του εδώ. Η Μαρακάνδη (νυν Σαμαρκάνδη) κατάφερε να αποπλανήσει τον Μακεδόνα Στρατηλάτη, ο οποίος, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα της Σορδιανής (329 π. Χ.), αναφώνησε εκστασιασμένος: «Οτιδήποτε είχα ακούσει για τη Μαρακάνδα είναι τελικά αλήθεια, με εξαίρεση το γεγονός ότι τελικά είναι πιο όμορφη απ’ ό, τι την είχα φανταστεί».
Τα μουσειακά εκθέματα των ελληνιστικών χρόνων που αντικρίσαμε στο μουσείο της πόλης μάς γέμισαν παράλληλα θαυμασμό -αλλά και απορία- για το πόσο μακριά από τη μητρόπολη είχε φτάσει ο πολιτισμός των αρχαίων προγόνων μας! Τότε…
Αυτή τη μυθική πολιτεία επέλεξε το 1370 ο τρομερός Ταμερλάνος να κάνει πρωτεύουσα της τεράστιας κοσμοκρατορίας του. Σύντομα η νέα Σαμαρκάνδη απόκτησε περίοπτη θέση στο οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι της Κεντρικής Ασίας, ενώ ο Μογγόλος ηγέτης φρόντισε να την κοσμήσει με τρία εξαίσια αρχιτεκτονήματα: τις μεγαλόπρεπες ιερατικές σχολές Tilla-Kari, Ulughbek και Sher Dor, που ορθώνονται στην κεντρική πλατεία Rejestan. Τρία βαθυγάλαζα διαμάντια της κεντροασιατικής αρχιτεκτονικής, που μόνο δέος και θαυμασμό προκαλούν. Γονατίζει η ψυχή του αποσβολωμένου επισκέπτη μπροστά σ’ αυτά τα κοσμήματα αρμονίας και κομψότητας. Γονάτισε και η δική μας…
ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΖΩΗΣ
Εκείνο το πρωινό ξεκινούσαμε για την πρωτεύουσα Τασκένδη (282 χλμ. βορειοανατολικά), την πολυπληθέστερη πόλη της Κεντρικής Ασίας με 2.500.000 κατοίκους, και στέγη μιας πολυάριθμης ελληνικής κοινότητας. Μπροστά οδηγούσε ο Κομίλ και πίσω ακολουθούσα με την πορτοκαλί ΚΤΜ. Το οδοιπορικό στο Ουζμπεκιστάν για την Όλγα και τον Γιώργο έφτανε στο τέλος του – μετά από δυο μέρες θα επέστρεφαν στην Ελλάδα. Εγώ όμως είχα και συνέχεια…
Ρίχνοντας κλεφτά μια τελευταία ματιά στους καθρέπτες, στην Σαμαρκάνδη που χανόταν πίσω μου, ένιωσα μια αδιόρατη θλίψη να με πλημμυρίζει, ενώ εντελώς ασυναίσθητα ήρθαν στο μυαλό μου οι στίχοι ενός ανώνυμου ποιητή: «Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο μπορείς να θαυμάσεις τις Πυραμίδες και το αινιγματικό χαμόγελο της Σφίγγας. Να απολαύσεις τα γαλάζια κύματα της Μεσογείου και να γονατίσεις ευλαβικά κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Να ανακαλύψεις τη Ρώμη μέσα από το Κολοσσαίο και να εκστασιαστείς από την Παναγία των Παρισίων ή τον Καθεδρικό ναό του Μιλάνου. Όμως, αν μία μόνο φορά δεις τη Σαμαρκάνδη, θα αιχμαλωτιστείς από τη μαγεία της για πάντα…»
Ο ποιητής είχε δίκιο. Η ψυχή μου είχε παραμείνει εκεί πίσω, στη γαλάζια Σαμαρκάνδη. Το κορμί μου, αντίθετα, «προχωρούσε» μπροστά. Αλλά με δυσκολία! Ο άνεμος της στέπας φυσούσε δυνατά, είχε ορκιστεί να με γκρεμίσει από τη σέλα της Βακτριανής καμήλας. Γαντζωμένος πάνω της με δύναμη, συνέχιζα αγόγγυστα το ταξίδι μου πάνω στον Δρόμο του Μεταξιού. Η μανία του ανέμου ήταν πολύ μεγάλη, ισχυρή – μικρότερη όμως από την έλξη που ασκούσε πάνω μου τούτος ο ανεπιτήδευτος τόπος με το μεταξένιο παρελθόν: «Κάποια μέρα θα έρθω ξανά εδώ. Παρέα όμως με τον μικρό Μητσάκη στην πίσω σέλα». Του το είχα υποσχεθεί άλλωστε…