Μπορεί το δίτροχο οδοιπορικό στην Αυστραλία με την μαύρη ΚΤΜ 1050 να είχε ολοκληρωθεί, η παρουσία μου στην ήπειρο που λέγεται Ωκεανία έμελλε ωστόσο να συνεχιστεί για ακόμα 12 ημέρες. Σε άλλο όμως νησί και με άλλη, εντελώς διαφορετική μοτοσυκλέτα.
Εδώ και χρόνια προσπαθώ να «βάλω ρόδα» στη Νέα Ζηλανδία. Η αλήθεια είναι ότι για μας τους Έλληνες, το πανέμορφο νησί του νοτίου Ειρηνικού βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Αρκετά δύσκολα παίρνεις την απόφαση να ταξιδέψεις ως εκεί και να γνωρίσεις την κοιτίδα των ιθαγενών Μαορί, που «δάνεισε» τα υπέροχα τοπία της για τα γυρίσματα της γνωστής κινηματογραφικής υπερπαραγωγής «Lord of the Rings» (Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών).
Αν όμως το αποφασίσεις, η νησιωτική χώρα του Ειρηνικού θα σε ανταμείψει με εικόνες ανυπέρβλητου φυσικού κάλλους, αφού μέσα στην σχετικά περιορισμένη έκτασή της, η Νέα Ζηλανδία είναι προικισμένη με πανέμορφα αλπικά βουνά, ενεργά ηφαίστεια και θερμές πηγές, καταπράσινα φιόρδ, ειδυλλιακές λίμνες, ζώνες οργιαστικής υποτροπικής βλάστησης, παγετώνες και μοναδικά σπήλαια.
Περιλαμβάνοντας -σε μικρογραφία- όλα τα βασικά κεφάλαια της φυσικής ιστορίας της υδρογείου, το νησί των Μαορί αποτελεί τον παράδεισο των απανταχού φυσιολατρών και συγκαταλέγεται σ’ έναν από τους κορυφαίους οικολογικούς προορισμούς του κόσμου.
Τώρα πλέον είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ήμουν πολύ κοντά στο να αγγίξω αυτό το όνειρο. Ή τώρα ή ποτέ… Όταν πάντως ανακοίνωσα την απόφασή μου στους συγγενείς και τους φίλους μου στο Σύδνεϋ, όλοι με ρωτούσαν με απορία γιατί είχα επιλέξει την Νέα Ζηλανδία ως τον επόμενο δίτροχο προορισμό μου στις μακρινές θάλασσες του Νότου.
Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι δεν ήταν μόνο οι φυσικές ομορφιές του νησιού που με ενδιέφεραν να γνωρίσω. Μπορεί το πραγματικό αξιοθέατο της Νέας Ζηλανδίας να είναι η ίδια η φύση της, είχα ωστόσο κι άλλους λόγους που ήθελα να επισκεφθώ μια από τις τελευταίες γωνιές του πλανήτη που εποικίστηκε. Η Νέα Ζηλανδία, που αποτελείται από δυο κύρια νησιά (το Βόρειο και το Νότιο) και μια σειρά από άλλα μικρότερα, αντιστέκεται σθεναρά στα πυρηνικά όπλα –δεν δέχεται να γίνονται πυρηνικές δοκιμές στα χωρικά της ύδατα– και είναι μια από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες (1893).
Επίσης, ήθελα οπωσδήποτε να γνωριστώ με τους κάτοικους της χώρας. Ιδιαίτερα δεμένοι με την φύση, οι σκληροτράχηλοι Νεοζηλανδοί λατρεύουν και προωθούν τα extreme sports, που τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί σε μια από τις κυριότερες τουριστικές ατραξιόν της Νέας Ζηλανδίας. Τι μπορείς να κάνεις εδώ, στην άλλη άκρη του κόσμου; Ράφτινγκ, υποβρύχιες καταδύσεις, σκι, bungee jumping, ορειβασία, heli-ski, καγιάκινγκ… και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Επιπλέον, οι Νεοζηλανδοί θεωρούνται πρωτοπόροι στην δημιουργία ενός υποδειγματικού κοινωνικού κράτους, απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα του κόσμου, ασχολούνται ενεργά με τα περιβαλλοντικά θέματα από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 (εδώ γεννήθηκε άλλωστε το πρώτο οικολογικό κίνημα στον κόσμο), ενώ η πολυπολιτισμική κοινωνία τους δεν αντιμετωπίζει προβλήματα ρατσισμού και φυλετικών διακρίσεων. Μήπως θέλετε κι άλλα;
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΜΑΟΡΙ
Μετά από 3,5 ώρες πτήσης, από το ηλιόλουστο Sydney προσγειώθηκα στο βροχερό Όκλαντ (Auckland), την μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη πόλη μιας χώρας 3.800.000 ανθρώπων και 50.000.000 προβάτων! Να λοιπόν που το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα και πατούσα επιτέλους στη νεοζηλανδέζικη γη…
Αν αναρωτιέστε πάντως ποιος ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που πάτησε το πόδι του στη Νέα Ζηλανδία, σίγουρα δεν ήμουν εγώ. Ήταν ο Ολλανδός θαλασσοπόρος Τάσμαν, που αποβιβάστηκε στις δυτικές ακτές του νησιού το σωτήριο έτος 1642. Η υποδοχή των Μαορί δεν ήταν όμως η αναμενόμενη, αφού οι πολεμοχαρείς ιθαγενείς (που ήταν ανθρωποφάγοι) έφαγαν «για πρωινό» αρκετούς άνδρες του πληρώματος, αναγκάζοντας τον Ολλανδό εξερευνητή να εγκαταλείψει εσπευσμένα το νησί του νοτίου Ειρηνικού– πρόλαβε όμως να το «βαπτίσει» Νέα Ζηλανδία (από την ολλανδική επαρχία Zeeland).
Ο επόμενος Ευρωπαίος που παρέπλευσε τις ακτές της Νέας Ζηλανδίας και αποβιβάστηκε ήταν ο θρυλικός Κουκ – ο Άγγλος θαλασσοπόρος έφτασε εδώ το 1769. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες ξεκίνησε, σε οργανωμένη πλέον βάση, ο σταδιακός εποικισμός του νησιού, που πραγματοποιήθηκε όμως εις βάρος της ανεξαρτησίας και της εδαφικής κυριαρχίας των Μαορί.
Στο αεροδρόμιο του Όκλαντ με υποδέχθηκαν δυο παλιοί καλοί φίλοι, ο Βασίλης και η Νάταλι Βερονικιάτη, που είχα γνωρίσει το 1998 στην Νότια Αφρική – εδώ και δέκα χρόνια έχουν μετακομίσει στην Νέα Ζηλανδία. Τώρα, πώς βρέθηκαν να βιοπορίζονται στην άλλη άκρη του κόσμου, αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία. Την τελευταία πάντως φορά που τους είχα συναντήσει ήταν το 2004 στην Αθήνα…
Κι από το αεροδρόμιο βρέθηκα –κυριολεκτικά με τις αποσκευές στα χέρια– στην τοπική αντιπροσωπεία της Harley-Davidson για να παραλάβω μια ασημένια “Ultra Glide Limited Edition”, με την οποία θα γνώριζα τις ομορφιές του νησιού – για την παραχώρηση της μοτοσυκλέτας είχε μεριμνήσει η αντιπροσωπεία της Harley- Davidson στην Ελλάδα.
Ο Νεοζηλανδός αντιπρόσωπος, παραδίδοντας τα κλειδιά της αστραφτερής μοτοσυκλέτας, θέλησε να με προϊδεάσει για την οδηγική εμπειρία που προσφέρει μια Harley-Davidson: « Η εταιρία μας κατασκευάζει μοτοσυκλέτες με κορυφαία ποιότητα και μοναδικό στυλ, που έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τις ανάγκες των πελατών μας, χάρη στο project RUSHMORE. Η ανακάλυψη της ελευθερίας και της εξερεύνησης πάνω στη σέλα μιας Harley–Davidson αποκτά διαφορετική έννοια, όταν ανακαλύπτεις ότι κάθε τι πάνω στη μοτοσυκλέτα έχει σχεδιαστεί για να βελτιώσει την παραμονή σου στο όνειρο. Ο τουρισμός με μια Harley-Davidson είναι τελείως διαφορετικός απ’ όποια άλλη μοτοσυκλέτα. Θα το διαπιστώσετε κι εσείς τις επόμενες μέρες στους δρόμους της Νέας Ζηλανδίας. Καλό σας ταξίδι Mr.Mitsakis…».
Το ίδιο βράδυ, μετά το δείπνο, ο Βασίλης και η Νάταλι έβαλαν κάτω τους χάρτες και μου έκαναν ένα καλό «φροντιστήριο» για τα μικρά και μεγάλα μυστικά της χώρας. Μεγάλο αγκάθι ο χειμώνας, που στην Νέα Ζηλανδία είναι αρκετά δριμύς, ιδιαίτερα στο νότιο νησί, με πυκνές χιονοπτώσεις και θερμοκρασίες πολύ κάτω του μηδενός.
Έτσι, με δεδομένο τον χρόνο που διέθετα (12 μέρες), τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν (βρισκόμουν στην καρδιά του χειμώνα) και τα must αξιοθέατα που έπρεπε οπωσδήποτε να δω, σχεδιάσαμε ένα οδοιπορικό συνολικής απόστασης 2.800 χλμ., ταξιδεύοντας και στα δυο νησιά (βόρειο και νότιο) της Νέας Ζηλανδίας. Κι επειδή οι μετεωρολογικές προβλέψεις έδιναν για τις επόμενες 4-5 ημέρες σχετικά καλές καιρικές συνθήκες στο νότιο νησί, αποφάσισα να πάω αμέσως εκεί, μεταθέτοντας για την επιστροφή την γνωριμία με το βόρειο νησί.
Προηγείτο όμως η γνωριμία με το Όκλαντ, που εσφαλμένα νόμιζα πως εκτελούσε χρέη πρωτεύουσας – το ρόλο αυτό επωμίζεται η πόλη Wellington. Έτσι, παρέα με τους αγαπητούς οικοδεσπότες μου, περιπλανήθηκα στους δρόμους του Όκλαντ, που στην γλώσσα των Μαορί ονομάζεται Ταμάκι Μακάου Ράου ή Ακαράνα (Tamaki Makau Rau ή Akarana).
Στα μάτια μου, η πολυπληθέστερη πόλη της χώρας παρουσίαζε την εικόνα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης δυτικής αρχιτεκτονικής αιχμής που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το υδάτινο στοιχείο και φημίζεται για την ηρεμία και την ασφάλεια που προσφέρει στους κατοίκους της. Όχι άδικα λοιπόν, το Όκλαντ καταφέρνει και πλασάρεται τα τελευταία χρόνια στην πρώτη δεκάδα της ετήσιας λίστας «Best Cities to Live», την οποία δημοσιεύουν τα πιο έγκυρα ταξιδιωτικά έντυπα και ιστοσελίδες του κόσμου. Το γεγονός αυτό και μόνο, τα λέει όλα…
Αυτό όμως που έμαθα από τον Βασίλη για το Όκλαντ και πραγματικά με σοκάρισε, ήταν η πληροφορία ότι η περιοχή όπου βρίσκεται κτισμένο το μεγαλύτερο αστικό και οικονομικό κέντρο της χώρας είναι ένα τεράστιο ηφαιστειακό πεδίο (σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες είναι εν μέρει εν υπνώσει) που σχηματίστηκε από την ένωση περίπου πενήντα σβησμένων ηφαιστείων….
Ο Βασίλης και η Νάταλι θεώρησαν σωστό πως η γνωριμία μου με το Όκλαντ έπρεπε να ξεκινήσει από την περιοχή του λιμανιού Viaduct Harbour. Με μοδάτα καφέ και μπαρ-ρεστοράν που σερβίρουν γκουρμέ πιάτα και θαλασσινές γεύσεις, το πολύβουο Viaduct Harbour λογίζεται ως ένα από τα καλύτερα σημεία διασκέδασης και ψυχαγωγίας της πόλης – πέρασα κι από εδώ τελικά.
Περπατώντας στην παραλιακή ζώνη του Viaduct Harbour, το θέαμα των αμέτρητα καταρτιών ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή μου – εκατοντάδες αγκυροβολημένα ιστιοφόρα δημιουργούσαν την εικόνα ενός δάσους από κατάρτια. Το Όκλαντ έχει μια από τις μεγαλύτερες μαρίνες του δυτικού ημισφαιρίου, την τρίτη μεγαλύτερη του κόσμου, που φιλοξενεί περισσότερα από 2.000 σκάφη.
Τι άλλο είχε το πρόγραμμα; Σουλάτσο στον κεντρικό εμπορικό δρόμο Queen St., επίσκεψη στο Εθνικό Ναυτικό Μουσείο «New Zealand Maritime Museum», εκδρομή στο κοντινό προάστιο Devonport (ξεναγήθηκα στην τοποθεσία «North Head Historic Reserve») και δείπνο στο περιστρεφόμενο εστιατόριο του φουτουριστικού πύργου Sky Tower, σε ύψος 192 μ. Πέρα της απεριόριστης θέας που είχα από την κορυφή του Sky Tower (σε ημέρες με ιδανικές καιρικές συνθήκες, η ορατότητα φτάνει τα 80 χλμ.), υπήρχε επίσης η δυνατότητα να επιχειρήσω ένα Sky Jump (bungee jumping) από τα 192 μ. – ακραία εμπειρία, αλλά σίγουρα συναρπαστική. Φίλε Βασίλη μην επιμένεις, δεν είμαστε τώρα για τέτοια…
Εκτός από την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρά του, άλλο ένα κύριο χαρακτηριστικό του Όκλαντ ήταν η πολυσυλλεκτικότητα των εθνικοτήτων και των πολιτισμών που συνυπήρχαν εδώ αρμονικά. Μέσα στην τελευταία δεκαετία έχει αυξηθεί κατακόρυφα στην πόλη του Όκλαντ η εισροή και εγκατάσταση μεταναστών από όλον τον κόσμο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μου παρέθεσε ο Βασίλης, η πλειοψηφία των κατοίκων εξακολουθεί να έχει ευρωπαϊκή –κυρίως βρετανική– καταγωγή (67%), οι αυτόχθονες Μαορί αγγίζουν ποσοστά της τάξης του 14%, ενώ σημαντικός είναι ο αριθμός των μεταναστών από την Πολυνησία (15%) και την Νοτιοανατολική Ασία (15,5%).
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ WELLINGTON
Auckland – Wellington 635 χλμ. Αυτή ήταν η πρώτη διαδρομή μου στη Νέα Ζηλανδία. Πριν αποχαιρετήσω τους οικοδεσπότες μου εκείνο το κρύο πρωινό, φρόντισα να βάλω στο ενσωματωμένο GPS της Harley-Davidson τις συντεταγμένες του λιμανιού της νεοζηλανδέζικης πρωτεύουσας, αφού απ’ εκεί θα έπαιρνα το πλοίο για το νότιο νησί.
Και ξεκίνησα! Η ψυχολογία μου; Συγκρατημένη αγωνία και λίγο άγχος: για τις καιρικές συνθήκες καθοδόν, το οδικό δίκτυο, αλλά κυρίως, για την πρώτη επαφή μου με την δίτροχη αστραφτερή «κυρία». Τελικά όλα κύλησαν ομαλά… Ελάχιστη βροχή, υπέροχοι δρόμοι, υποδειγματική σήμανση, γαλήνια βουκολικά τοπία με χαμηλούς λόφους, καταπράσινα ορεινά στιγμιότυπα και μια στιβαρή, όσο και ευέλικτη μοτοσυκλέτα, που ανταποκρίθηκε απόλυτα στις δύσκολες απαιτήσεις της στριφτερής διαδρομής, επιβεβαιώνοντας έτσι στην πράξη τα λεγόμενα του Νεοζηλανδού αντιπροσώπου.
Μετά από 9 ώρες οδήγησης στην αναπαυτική σέλα της ασημένιας Harley-Davidson, με υποδέχτηκαν τα φώτα της πρωτεύουσας Wellington, η οποία και με κοίμισε εκείνο το βράδυ. Χάρη στο internet (www.booking.com), βρήκα σε χρόνο dt το πιο φθηνό hostel στην πόλη – μόλις $30 NZD το κρεβάτι! Αν στην Αυστραλία το κόστος διαβίωσης ήταν κατά 20-25% ακριβότερα σε σχέση με την Ελλάδα, η Νέα Ζηλανδία ήταν κατά μέσο όρο 15% ακριβότερη από την γειτονική Αυστραλία – όπως καταλαβαίνετε, ένας οικονομικός Αρμαγεδδών «περίμενε» την ήδη ξεσχισμένη τσέπη μου.
Ενδεικτικά, η βενζίνη κόστιζε $2,10 NZD το λίτρο, ένα κιλό ντομάτες στο σούπερ μάρκετ είχε $9 NZD, ένα χάμπουργκερ κόστιζε $7 NZD, ενώ για το ατμοπλοϊκό εισιτήριο Wellington–Picton–Wellington πλήρωσα μόλις $230 NZD….
ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ΝΗΣΙ
Με τον Mike γνωριστήκαμε στο πλοίο της γραμμής Wellington-Picton. Κάτοχος μιας Harley-Davidson “Ultra Glide Classic”, o γιγαντόσωμος Νεοζηλανδός biker μού δάνεισε δυο ιμάντες για να δέσω την μοτοσυκλέτα μου, μιας και οι καιρικές συνθήκες προβλέπονταν δύσκολες για το τρίωρο ατμοπλοϊκό ταξίδι προς το νότιο νησί.
Αφού τα «είδα όλα» εν πλω από την τρικυμία που επικρατούσε στο πέρασμα Cook Strait, αποβιβάστηκα μισοζαλισμένος στην μικρή κωμόπολη Picton, την πύλη-εισόδου στο νότιο νησί της Νέας Ζηλανδίας. Ένας ζεστός καφές στο μικρό λιμάνι του Picton παρέα με τον Mike κρίθηκε απαραίτητος για να ανακτήσω δυνάμεις, ενώ παράλληλα μας δόθηκε η ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις και σχόλια για τις «ομόσταυλες» μοτοσυκλέτες μας. Και μπορεί οι δρόμοι μας να χώρισαν σχετικά νωρίς (στην κωμόπολη Bleinhaim, 26 χλμ. νότια), ανανεώσαμε ωστόσο το ραντεβού μας στην Christchurch –την πόλη του Mike– μέσα στις αμέσως επόμενες ημέρες.
Ρολάροντας την ασημένια μοτοσυκλέτα με χαλαρούς ρυθμούς πάνω στην ορεινή διαδρομή Picton–Bleinham–Westport (340 χλμ.), την πρώτη διαδρομή που επιχειρούσα στο νότιο νησί, πήρα μια πρόγευση για τις φυσικές ομορφιές του νότου. Ένα πληθωρικό ορεσίβιο τοπίο –που θύμιζε αρκετά αντίστοιχο αυστριακό ή ελβετικό– φιλοξενούσε το μεγαλύτερο μέρος της φιδίσιας διαδρομής, πράγμα που με υποχρέωνε να ακινητοποιώ κάθε τόσο την μοτοσυκλέτα στην άκρη του δρόμου και να απαθανατίζω φωτογραφικά τις εκπληκτικές παραστάσεις της κατάφυτης νεοζηλανδέζικης γης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αναμενόμενο να χρειαστώ περίπου 5 ώρες για να προσεγγίσω την παραλιακή πόλη Westport, όπου και διανυκτέρευσα. Τουλάχιστον είχα σύμμαχο τις αρκετά καλές καιρικές συνθήκες (παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες των 6-8οC) και έτσι δεν υποχρεώθηκα να επιστρατεύσω αδιάβροχα ή ισοθερμικά. Σύμφωνα πάντως με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, είχα ακόμα μια μέρα καλοκαιρίας στην διάθεσή μου…
Ο παραλιακός άξονας Westport–Greymouth–Franz Josef Glacier (γνωστός κι ως «Great Coast Road»), που ανέλαβε την επομένη να με οδηγήσει κατά μήκος της νοτιοδυτικής ακτογραμμής, «πάντρευε» με απίστευτα μαγευτικό τρόπο γαλάζια θαλασσινά τοπία και ορεινές παραστάσεις υποτροπικής βλάστησης. Όλη εκείνη την ημέρα οδηγούσα με το βλέμμα στραμμένο περισσότερο στον ωκεανό παρά στην ασφάλτινη λωρίδα του δρόμου. Για την συντριπτική πλειοψηφία των ταξιδιωτών, ο «Great Coast Road» είναι η συναρπαστικότερη παράκτια διαδρομή στη Νέα Ζηλανδία – κι εγώ στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξα…
Εξυπακούεται ότι οι αιώνιοι παγετώνες Franz Josef Glacier και Fox Glacier βρίσκονταν αμφότεροι στην ατζέντα του ταξιδιού. Σε κοντινή απόσταση ο ένας από τον άλλον, οι δύο νεοζηλανδέζικοι παγετώνες αντιπροσωπεύουν έναν ακαταμάχητο πόλο έλξης για τους χιλιάδες τουρίστες του νοτίου νησιού. Ο περιορισμένος χρόνος που διέθετα ήταν η αιτία που επισκέφθηκα μόνο τον παγετώνα Franz Josef Glacier, ενώ υπήρχε η δυνατότητα να προσγειωθώ στην κορυφή του παγετώνα Fox με ελικόπτερο. Μόλις όμως έμαθα την τιμή της πτήσης ($280 NZD), μου κόπηκε αμέσως ο βήχας…
Το ορεινό πέρασμα Haast είναι ο μοναδικός διάδρομος για να περάσει κανείς οδικώς από την νοτιοδυτική ακτή του νησιού στο εσωτερικό – μοιραία λοιπόν αποχαιρέτησα τον ωκεανό και ξεκίνησα την ανάβαση στα 566 μ. Με γεωγραφικές συντεταγμένες ημερήσιου προορισμού την πόλη Queenstown, σύντομα βρέθηκα να οδηγώ μέσα σ’ ένα υπέροχο χιονισμένο σκηνικό.
Περνώντας στο εσωτερικό του νησιού, ήρθα ωστόσο αντιμέτωπος με κάποια απρόβλεπτα προβλήματα που είχαν προκύψει από τις χιονοπτώσεις των τελευταίων ημερών. Αν και τα εκχιονιστικά μηχανήματα είχαν ανοίξει σε πολλά σημεία τον κεντρικό οδικό άξονα, ο κίνδυνος από πάγο στο οδόστρωμα ήταν ιδιαίτερα αυξημένος. Παρά την ευπρόσδεκτη παρουσία του ήλιου, ήμουν υποχρεωμένος –για λόγους ασφαλείας– να πατάω την πρώτη «μιζιά» γύρω στις 10:00 το πρωί και να κλειδώνω την μοτοσυκλέτα με την δύση του ηλίου. Πριν και μετά, ο υδράργυρος βρισκόταν κάτω από τους -7οC, με αποτέλεσμα το οδόστρωμα να μεταμορφώνεται σ’ ένα επικίνδυνο παγοδρόμιο…
Ο Mike είχε απόλυτο δίκιο για την πόλη Queenstown. Κτισμένη στο κέντρο του νησιού, σε μια πανέμορφη τοποθεσία δίπλα στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, επρόκειτο για την πιο ειδυλλιακή ίσως πόλη της Νέας Ζηλανδίας. Ακολουθώντας κατά γράμμα τις νουθεσίες του φίλου μου, δεν παρέλειψα –μεταξύ άλλων– να κάνω μια βόλτα με το τελεφερίκ – το αποκαλυπτικό πανόραμα της Queenstown και της γύρω περιοχής ήταν πραγματικά μια συναρπαστική εικόνα.
Κι από την Queenstown, η ασημένια Harley στράφηκε κατόπιν στην Christchurch, την πόλη του Mike. Κάπου εδώ όμως, το διάλειμμα της καλοκαιρίας δυστυχώς τελείωσε. Τον λαμπερό ήλιο των προηγούμενων ημερών διαδέχτηκαν οι βροχές, η ομίχλη και το τσουχτερό κρύο. Ευτυχώς, στην δύσκολη μάχη με τα στοιχεία της φύσης, πολύτιμη βοήθεια μου πρόσφεραν τα θερμαινόμενα γκριπ και ο ανεμοθώρακας της μοτοσυκλέτας.
Η πιο δυνατή ανάμνηση της διαδρομής Queenstown–Christchurch (486 χλμ.) ήταν η χιονισμένη κορμοστασιά του όρους Mt. Cook. Με την κορυφή του να αγγίζει τα 3.760 μ., είναι το ψηλότερο βουνό της Νέας Ζηλανδίας και αποτελεί τον αγαπημένο προορισμό των απανταχού ορειβατών και πεζοπόρων.
Η πόλη Christchurch έγινε παγκοσμίως γνωστή το 2011, όταν την επισκέφθηκε ο εγκέλαδος και ισοπέδωσε αρκετά κτίρια στο κέντρο της πόλης. Ο μισογκρεμισμένος Καθεδρικός ναός που δέσποζε στην ομώνυμη πλατεία ήταν η τραγική μαρτυρία του φονικού κτυπήματος των 6,3 Ρίχτερ που έπληξε το πολυπληθέστερο αστικό κέντρο του νοτίου νησιού, αφήνοντας πίσω 185 νεκρούς.
Αυτή ήταν η μια πλευρά της Christchurch, την οποία θέλησα να γνωρίσω μόνος μου. Αντίθετα, την ξένοιαστη «έκδοση» της Christchurch μού την έδειξε ο Mike, κερνώντας αμέτρητες μπύρες στις παμπ της πόλης του…
ΔΥΟ HARLEY- DAVIDSON ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Εκείνο το βράδυ, η πρόταση του Mike με αιφνιδίασε ευχάριστα και πραγματικά δεν είχα κανέναν λόγο να αρνηθώ. Ιδιαίτερα ενθουσιασμένος από την γνωριμία μας, ο Νεοζηλανδός Harley-biker μου πρότεινε να ταξιδέψουμε μαζί από την Christchurch ως το λιμάνι του Picton (340 χλμ.), εκεί όπου θα έπαιρνα το καράβι της επιστροφής για το βόρειο νησί. Ο Mike, αντίθετα, θα επέστρεφε αυθημερόν στην πόλη του…
Έτσι, νωρίς το πρωινό της επομένης, δυο Harley-Davidson ρολάριζαν μαζί στον κεντρικό οδικό άξονα «1», με αρχικό προορισμό την παραλιακή κωμόπολη Kaikoura στην ανατολική ακτή του νότιου νησιού (183 χλμ. βόρεια της Christchurch). Ο λαμπερός ήλιος που ανέλαβε να «στεγνώσει» την φύση από τις βροχές των δυο προηγούμενων ημερών είχε ανεβάσει κατακόρυφα και την διάθεσή μας, ενώ για πρώτη φορά είδα τον υδράργυρο στο νότιο νησί να αγγίζει διψήφια νούμερα (11οC). Ο χειμώνας του νοτίου ημισφαιρίου πλησίαζε στο τέλος του…
Προσεγγίζοντας την Kaikoura των 2.500 κατοίκων, κατευθυνθήκαμε αμέσως στην προβλήτα του μικρού λιμανιού. Αφού αφήσαμε παράμερα τις μοτοσυκλέτες, επιβιβαστήκαμε σ’ ένα μικρό ταχύπλοο και βγήκαμε στα ανοικτά για να εντοπίσουμε γαλάζιες φάλαινες που συνηθίζουν να κάνουν την καθημερινή βουτιά τους στα ωκεάνια νερά της περιοχής. Ήμασταν όμως άτυχοι, οι φάλαινες μάς «σνομπάρισαν», μόνο φώκιες και δελφίνια κολυμπούσαν δίπλα στο μικρό πλεούμενο και έπαιζαν με τα κύματα…
Φώκιες, όμως, δεν έτυχε να δω μόνο στην θάλασσα, αλλά και στον… δρόμο. Λίγο μετά την Kaikoura, δεκάδες παιχνιδιάρες φώκιες λιάζονταν στην παραλία, δίπλα ακριβώς στην άσφαλτο, ενώ αρκετά πρωτότυπη ήταν η πινακίδα σήμανσης που επιστούσε την προσοχή των διερχόμενων οδηγών για την παρουσία των θαλάσσιων ζώων στο οδόστρωμα…
Με μια θερμή χειραψία και τις καθιερωμένες αναμνηστικές φωτογραφίες, αποχαιρέτησα τον Mike στο λιμάνι του Picton – 3,5 ώρες μετά αντίκριζα την αστική παραλιακή ζώνη του Wellington. Στη νεοζηλανδική πρωτεύουσα των μόλις 400.000 κατοίκων παρέμεινα και την επόμενη μέρα για μια σύντομη γνωριμία με τα πιο αντιπροσωπευτικά αξιοθέατα, όπως το Κοινοβούλιο, την Εθνική Βιβλιοθήκη, την πλατεία Civil Square, τον Καθεδρικό ναό και το εκπληκτικό Μουσείο «Museum Te Papa Tongarewa». Και φυσικά, δεν έχασα την ευκαιρία να πάρω μέρος στην ογκώδη διαδήλωση που πραγματοποιούσαν χιλιάδες Νεοζηλανδοί στους δρόμους του Wellington, διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση της νεοζηλανδέζικης κυβέρνησης να «ανοίξει την πόρτα» στα αμερικανικά μεταλλαγμένα προϊόντα…
BYE-BYE ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ AOTEAROA
Όμως, η άμμος στην κλεψύδρα του νεοζηλανδέζικου οδοιπορικού τελείωνε δραματικά. Είχα μόλις δυο μέρες στην διάθεσή μου να επιστρέψω στο Όκλαντ για να παραδώσω την ασημένια Harley-Davidson στην τοπική αντιπροσωπεία και να ετοιμάσω κατόπιν τις αποσκευές μου για το μεγάλο αεροπορικό ταξίδι του επαναπατρισμού στην Ελλάδα.
Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, ήθελα –και προλάβαινα με την ψυχή στο στόμα– να επισκεφθώ δυο αρκετά δημοφιλείς προορισμούς του βορείου νησιού. Η τοποθεσία «Hobbiton Movie Set» ήταν ένα οικογενειακό αγρόκτημα (περίπου 10 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της κωμόπολης Matamata και 160 χλμ. νοτιοανατολικά του Όκλαντ), όπου έγιναν τα γυρίσματα των επικών κινηματογραφικών ταινιών «Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών» και «Hobbit». Παρόλο που δεν τυγχάνω fun των συγκεκριμένων κινηματογραφικών έργων, πραγματοποίησα τελικά μια δίωρη οργανωμένη ξενάγηση στο χώρο και στις εγκαταστάσεις των γυρισμάτων, έναντι του τσουχτερού όμως αντιτίμου των $75 NZD.
Όλη η ευρύτερη περιοχή της πόλης Rotorua (220 χλμ. νοτιοανατολικά του Όκλαντ), εκτός από κοιτίδα πολιτισμού των ιθαγενών Μαορί, είναι μια τοποθεσία που κρύβει στα σωθικά της τεράστια ενέργεια και θερμότητα. Η ηφαιστειακή γη της Rotorua είναι γεμάτη από αμέτρητες θειούχες θερμές πηγές που αχνίζουν, μικρές λίμνες με πολύχρωμα νερά και φαντασμαγορικούς θερμοπίδακες (geyser).
Στο Πάρκο «Way-O-Tape / Thermal Wonderland» η πηγή γκέιζερ «Lady Knox Geyser» και οι θειούχες πηγές «Champagne Pool» και «Mud Pool» ήταν «όλα τα λεφτά». Στην δε κοντινή πόλη Rotorua, το «Meeting House Ohinemutu» των ιθαγενών Μαορί και το Μουσείο Πολιτισμού «Rotorua Museum» μού πρόσφεραν ένα ενδιαφέρον ταξίδι γνώσεων στα άδυτα του πολιτισμού των αυτοχθόνων Μαορί.
Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασα στο «Meeting House Ohinemutu» για να παρακολουθήσω μια παραδοσιακή γιορτή των Μαορί. Ήθελα πραγματικά να γνωρίσω από κοντά τους ιθαγενείς της χώρας, οι οποίοι, παρά τις διώξεις, την δήμευση της γης τους και τις πληθυσμιακές απώλειες που υπέστησαν εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων με τους νεοφερμένους Ευρωπαίους αποίκους (αλλά και από τις αρρώστιες που κουβάλησαν μαζί τους), κατάφεραν τελικά να διατηρήσουν ζωντανή την γλώσσα και την κουλτούρα τους και να επιβιώσουν με λιγότερες απώλειες –και κυρίως με μεγαλύτερη αξιοπρέπεια– απ’ ότι οι Αβοριγίνες της γειτονικής Αυστραλίας.
Ήταν η τελευταία μου νύχτα στη Νέα Ζηλανδία. Το επόμενο βράδυ, με γεμάτες τις αποσκευές της καρδιάς, θα αποχαιρετούσα τον Βασίλη, την Νάταλι και μαζί την πανέμορφη Aotearoa («Χώρα του Λευκού Σύννεφου»), όπως αποκαλούν τον τόπο τους οι περήφανοι Μαορί. Αυτοί οι πάλαι ποτέ φοβεροί πολεμιστές του Ειρηνικού, που αποτελούν σήμερα ένα πολύ ζωντανό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας και δεν διστάζουν να διατρανώνουν με πάθος και δύναμη ψυχής ότι: «Η γη μας είναι μια μάνα που ποτέ δεν πεθαίνει»…