Αν θεωρείται τον εαυτό σας δυνατό λύτη και κανένα σταυρόλεξο δεν σας αντιστέκεται, πάρτε μολύβι και απαντήστε: «Χώρα με 11 γράμματα –το πρώτο γράμμα είναι Λ– η οποία: α) παρέχει επενδυτικές ευκολίες και αποτελεί έναν επισφαλή φορολογικό παράδεισο, β) έχει συνολική έκταση μόλις 160 τετρ. χλμ. και είναι από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που δεν διαθέτει αεροδρόμιο, γ) δεν έχει δικό της νόμισμα, αλλά ούτε και εθνική γλώσσα, δ) αριθμεί μόνο 35.000 κατοίκους, ε) το πολίτευμά της είναι συνταγματική κληρονομική μοναρχία κοινοβουλευτικής βάσης και, στ) απέκτησε τον πρώτο της ρωμαιοκαθολικό αρχιεπίσκοπο μόλις το 2008».
Μην βιαστείτε πάντως να απαντήσετε. Αν νομίζετε ότι όλα τα παραπάνω στοιχεία «φωτογραφίζουν» κάποιο τροπικό νησί της Καραϊβικής, ή ένα τριτοκοσμικό κρατίδιο στην Αφρική ή την Λατινική Αμερική, κάνετε μεγάλο λάθος. Γιατί απλά, οι γεωγραφικές συντεταγμένες παραδόξως «δείχνουν» την καρδιά της Ευρώπης, και συγκεκριμένα μια περιοχή στριμωγμένη κάπου ανάμεσα στην Ελβετία και στην Αυστρία, τα 2/3 της οποίας καλύπτονται από τα πανύψηλα αλπικά βουνά.
Οι πολίτες αυτής της χώρας, με 25.000 δολάρια ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα και μέσο προσδόκιμο ζωής τα 80 έτη, ζουν σ’ ένα κομμάτι γήινου παραδείσου. Μιλούν γερμανικά, χρησιμοποιούν το ελβετικό νόμισμα στις συναλλαγές τους και απολαμβάνουν από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αν και θεωρητικά αυτεξούσια χώρα, ανέγγιχτη από τις διαδικασίες ενοποίησης της Ευρώπης, οι οικονομικοί και πολιτικοί της δεσμοί με τη γειτονική Ελβετία είναι τόσο στενοί, που άνετα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το δωδέκατο καντόνι της Ελβετίας.
Ακόμα δεν το βρήκατε; Πρόκειται λοιπόν για το μικροσκοπικό πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν, το τέταρτο μικρότερο κράτος στην Γηραιά ήπειρο ως προς την έκτασή του (μετά το Βατικανό, το Μονακό και τον Άγιο Μαρίνο) και το έκτο μικρότερο στον κόσμο.
ΖΗΛΕΥΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Κλειδί στην ζηλευτή οικονομική ανάπτυξη του Λιχτενστάιν αποτελεί η χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων (μόλις 1,2%). Τo ευνοϊκό αυτό καθεστώς έχει αναδείξει το μικρό πριγκιπάτο σ’ έναν διακριτικό φορολογικό παράδεισο και πάνω από 80.000 εταιρίες το δηλώνουν ως έδρα τους. Τα εισοδήματα από την φορολογία των επιχειρήσεων και από την εισροή διεθνών κεφαλαίων αποφέρουν σήμερα το 30% του συνολικού εισοδήματος της χώρας. Όμως, ο χαλαρός έλεγχος της προέλευσης των διεθνών κεφαλαίων που διακινούνταν μέσω τοπικών τραπεζών, ευνόησε το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, γεγονός που ανάγκασε τις αρχές της χώρας να θεσπίσουν αυστηρότατους ελέγχους για να αποτρέψουν την είσοδο ύποπτων κεφαλαίων.
Οι τράπεζες στο Λιχτενστάιν διαχειρίστηκαν το 2010 καταθέσεις ύψους περίπου 115,5 δις δολαρίων. Αντιμετωπίζοντας όμως ασφυκτικές πιέσεις από τις χώρες του G20 και από τον ΟΟΣΑ, το Λιχτενστάιν –όπως και η Ελβετία– συμφώνησε από τον Μάρτιο του 2009 να συνεργαστεί περισσότερο στο φορολογικό πεδίο. Πρώτη η Γερμανία είχε ζητήσει την άρση του τραπεζικού απορρήτου, ώστε το Λιχτενστάιν να σταματήσει να αποτελεί τον παράδεισο των Γερμανών φοροφυγάδων. Η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε το 2008 να εξασφαλίσει τα ονόματα 1.400 υπόπτων για φοροδιαφυγή, δωροδοκώντας έναν πρώην υπάλληλο της LGT Bank, ιδιοκτησίας του πρίγκιπα Hans Adams Β΄.
Η ιστορία του πριγκιπάτου είναι στενά συνδεδεμένη με τη δυναστεία των Λιχτενστάιν, μια από τις παλαιότερες οικογένειες ευγενών της Αυστρίας, το γενεαλογικό δένδρο της οποίας φτάνει στον 12ο αιώνα. Ο οίκος των Λιχτενστάιν κατείχε το κάστρο της Βαντούζ και τη γύρω περιοχή από το 1140. Στο πέρασμα των αιώνων, απέκτησαν μεγάλες εκτάσεις γης στην Κάτω Αυστρία, στη Μοραβία και τη Σιλεσία, ενώ το 1712 κατάφεραν να αγοράσουν τα πλήρη δικαιώματα κυριότητας της κομητείας Βαντούζ. Επτά χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κάρολος ΣΤ’ ανακήρυξε την κομητεία Βαντούζ σε πριγκιπάτο με το όνομα Λιχτενστάιν και το κατέστησε μέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 1719 θεωρείται έτος ίδρυσης του Λιχτενστάιν.
Τόσο μικρό είναι το μέγεθος του Λιχτενστάιν, που οι κάτοικοί του χαριτολογώντας αναφέρουν ότι «μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, το έχεις χάσεις». Και δεν έχουν άδικο, αφού η απόσταση από την ανατολή στη δύση είναι κατά μέσο όρο 6,5 χλμ. και από τον βορρά στο νότο 25 χλμ! Ανάλογη σε έκταση –αλλά και πληθυσμό– είναι και η Βαντούζ, η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου, που βρίσκεται στο γεωγραφικό κέντρο της χώρας, κοντά στη δεξιά όχθη του Ρήνου, στα σύνορα με την Ελβετία.
Με περίπου 5.000 κατοίκους, η πρωτεύουσα του Λιχτενστάιν θυμίζει μικρή κωμόπολη της Ελβετίας (ή της Αυστρίας) – σε καμία πάντως περίπτωση δεν θα σας πείσει ότι πρόκειται για πρωτεύουσα κράτους. Είναι άλλωστε από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που δεν διαθέτουν ούτε αεροδρόμιο, ούτε σιδηροδρομικό σταθμό. Κυριολεκτικά στην καρδιά της Ευρώπης, η Βαντούζ βρίσκεται σε μικρή απόσταση από μεγάλες μητροπόλεις: το Μιλάνο απέχει 190 χλμ, το Μόναχο 188 χλμ. και η Ζυρίχη μόλις 78 χλμ.
Στη γνωριμία με την μικροσκοπική πρωτεύουσα, καλύτερα αφήστε την μοτοσυκλέτα και χρησιμοποιείστε τα πόδια σας. Το ενδιαφέρον μέρος της πόλης βρίσκεται άλλωστε στο πλακόστρωτο εμπορικό τμήμα της, που περικλείεται από τις δυο κεντρικές οδικές αρτηρίες Stadtle και Aulestrasse. Αυτή η περιοχή απλώνεται στους πρόποδες ενός κατάφυτου λόφου – στην κορυφή του δεσπόζει το περίφημο κάστρο της πρωτεύουσας.
Μικρά υπαίθρια café, εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια, γκαλερί, κυβερνητικά κτήρια και μουσεία, όλα βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ, τα περισσότερα κατά μήκος της πεζοδρομημένης οδού Stadtle, σε μια απόσταση λιγότερη του ενός χιλιομέτρου! Ξεκινήστε την περιήγησή σας στη Βαντούζ από τους μουσειακούς της χώρους, στο κέντρο της πόλης. Επισκεφθείτε το Μουσείο Τέχνης του Λιχτενστάιν (Kunstmuseum Liechtenstein) – μεταξύ των εκθεμάτων ξεχωρίζει η συλλογή με πίνακες ζωγραφικής του πρίγκιπα του Λιχτενστάιν Hans Adams Β΄.
Στο Ταχυδρομικό Μουσείο των Γραμματοσήμων (Postage Stamp Museum), ενημερωθείτε για την ιστορία του φιλοτελισμού στο Λιχτενστάιν, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Το Εθνικό Μουσείο (Landesmuseum) άνοιξε τις πύλες του το 1954 και περιλαμβάνει πολιτιστικά και εθνολογικά εκθέματα. Στο πρωτότυπο Μουσείο Σκι (FIS Ski Museum), που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης και όχι στον πεζόδρομο Stadtle, μπορείτε να μάθετε για την ιστορία του σκι τα τελευταία εκατό χρόνια.
Στο νότιο άκρο της οδού Stadtle συναντάτε το επιβλητικό Κυβερνητικό κτήριο που χρονολογείται από το 1905 και ο νέο-γοτθικού ρυθμού Καθεδρικός ναός του 1873. Αυτά τα δυο οικοδομήματα –μαζί με το κάστρο– είναι από τις ελάχιστες μνημειακές μαρτυρίες που σχετίζονται με το ιστορικό παρελθόν της πρωτεύουσας του πριγκιπάτου. Άλλο σημείο αναφοράς της Βαντούζ, αν είστε φιλότεχνοι, αποτελούν οι γκαλερί της, όπου εκτίθενται έργα παγκοσμίου φήμης καλλιτεχνών (Rembrandt, Van Dyck, Rubens, Brueghel).
ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΓΙΑ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ
Η Βαντούζ είναι κτισμένη στο μέσον μιας εύφορης γεωργικής περιοχής που παράγει κατά το πλείστον οπωρικά, σιτηρά και κρασί – το Λιχτενστάιν φημίζεται άλλωστε για τις εκλεκτές ποικιλίες κρασιών του. Αν το καλό κρασί είναι το πάθος σας, στη Βαντούζ μπορείτε να επισκεφθείτε ντόπιους παραγωγούς, να συζητήσετε μαζί τους, να δοκιμάσετε και να αγοράσετε αν θέλετε από το νέκταρ τους.
Στους καλοφροντισμένους αμπελώνες Princely Wine Cellars (ανήκουν στην πριγκιπική οικογένεια) έχετε την δυνατότητα να δοκιμάσετε, αλλά και να αγοράσετε κρασί. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται οι παλαιότεροι αμπελώνες της χώρας (15ου αιώνα), που πλαισιώνονται από ιδιόκτητες εγκαταστάσεις παραγωγής κρασιού, γνωστές ως Red House.
Κυριότερο αξιοθέατο και διαχρονικό σύμβολο της πρωτεύουσας του πριγκιπάτου αποτελεί το μεσαιωνικό κάστρο της. Δεσπόζει πάνω ακριβώς από την πόλη, στην κορυφή ενός βραχώδη λόφου, είναι ορατό από οποιοδήποτε σημείο της Βαντούζ και το προσεγγίζετε, είτε οδικώς, είτε πεζοπορώντας μέσα στην καταπράσινη φύση.
Το κάστρο της Βαντούζ θεωρείται το ίδιο παλιό όσο και η πόλη. Σε κείμενα του 11ου αιώνα υπάρχουν αναφορές για μια πόλη ονόματι Φαρντούζ (Farduzes) που είναι κτισμένη γύρω από το κάστρο της. Το 1469, οι Ελβετοί το κατέστρεψαν, για να ανοικοδομηθεί όμως ξανά τον 16ο αιώνα στη μορφή που σώζεται σήμερα. Από το ύψος του κάστρου έχετε πανοραμική θέα σε ολόκληρη την κοιλάδα της Βαντούζ, και στον ποταμό Ρήνο. Η είσοδος όμως στο εσωτερικό του κάστρου δεν επιτρέπεται στους …κοινούς θνητούς, αφού είναι ο τόπος διαμονής της πριγκιπικής οικογένειας του Λιχτενστάιν.
Μετά το κάστρο, ο βαθύσκιωτος επαρχιακός δρόμος συνεχίζει να σκαρφαλώνει στην βουνοπλαγιά και καταλήγει ύστερα από 3 χλμ. στο ορεινό χωριό Triesenberg, ένα φυσικό «μπαλκόνι» με εκπληκτική θέα στην κοιλάδα του Ρήνου και στις γειτονικές περιοχές της Ελβετίας. Η εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ στο κέντρο του οικισμού αποτελεί το κόσμημα του Triesenberg.
Ο δρόμος, μετά το Triesenberg συνεχίζει να ανηφορίζει και καταλήγει μετά από 12 χλμ. στο παραθεριστικό θέρετρο Malbun, σε υψόμετρο 1.600 μ., όπου βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο της χώρας. Το Malbun, που οι ντόπιοι αποκαλούν «ανεξερεύνητο St Moritz», είναι ένα από τα πιο ακριβά τουριστικά θέρετρα της Ευρώπης και προσελκύει επισκέπτες υψηλού εισοδήματος. Συνδυάζοντας φυσικές ομορφιές, άψογες αθλητικές και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, ατμοσφαιρικά εστιατόρια και υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, το Malbun δικαίως θεωρείται ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει το πριγκιπάτο για χειμερινές διακοπές, και όχι μόνο…
ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΤΡΗΤΗΣ ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ
Αφού τελειώσετε με το Λιχτενστάιν, κλείστε την πόρτα και μπείτε στην Ελβετία. Αν η πρώτη «γευστική» λέξη που έρχεται στο νου σας είναι οι σοκολάτες της, τότε η δεύτερη σίγουρα είναι το τυρί Emmental. Δυο διεθνώς καταξιωμένα προϊόντα, με κοινό συστατικό στοιχείο το λαχταριστό γάλα που παράγουν οι χιλιάδες ευτυχισμένες αγελάδες που βόσκουν στον καταπράσινο παράδεισο της κοιλάδας Emmental. Πρόκειται για μια περιοχή περίπου 25 χλμ. ανατολικά της Βέρνης, που πήρε το όνομά της από τον παραπόταμο του Ρήνου Emme, ο οποίος αρδεύει μια από τις πιο γνωστές κοιλάδες της χώρας.
Δεν χρειάζεται να είστε οπαδοί της «διάτρητης απόλαυσης» για να πραγματοποιήσετε μια επίσκεψη γνωριμίας στην περιοχή Emmental. Μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, ένας προορισμός με έντονες αγχολυτικές «ιδιότητες» σας περιμένει εδώ. Χαλαρές αναβάσεις σε δασωμένους λόφους, παραποτάμιες πεζοπορίες, επισκέψεις σε παραδοσιακά τυροκομεία, γνωριμία με την τοπική οικιστική αρχιτεκτονική και εκδρομές στα όμορφα χωριά της κοιλάδας, είναι ορισμένες από τις δραστηριότητες που μπορείτε να απολαύσετε σ’ αυτή την ειδυλλιακή τοποθεσία του καντονιού της Βέρνης, όπου ο χρόνος κυλά αργά και «συμβαδίζει» με το ρυθμικό μυρύκασμα των αγελάδων.
Το βουκολικό τοπίο με τους χαμηλούς λόφους και τα πλούσια βοσκοτόπια, τα γραφικά χωριά με τις ξύλινες αγροικίες και τα μικρά τυροκομεία, η αρμονία των χρωμάτων και η γαλήνια ατμόσφαιρα που αποπνέει η τοπική φύση, αποτελούν έναν ακαταμάχητο πόλο έλξης για τους οικοτουρίστες, που έρχονται εδώ για να «αποκωδικοποιήσουν» την ιδιαίτερη ταυτότητα της περιοχής, η οποία θεωρείται πατρίδα του τυριού Emmental.
Το πιο διάσημο διάτρητο τυρί στον κόσμο άρχισε να παράγεται εδώ από τον 13ο αιώνα. Η πρώτη γραπτή αναφορά για την περιοχή Emmental γίνεται, ωστόσο, στα μέσα του 19ου αιώνα (1845) από τον Albert Bitzious, έναν κληρικό του οικισμού Lutzelfluh, που υπέγραφε με το φιλολογικό ψευδώνυμο Jeremias Gotthelf. Μέσα από μια σειρά μυθιστορημάτων που έγραψε, ο κληρικός-συγγραφέας υμνούσε την εργατικότητα και την εντιμότητα των κατοίκων της περιοχής Emmental, οι οποίοι από τότε ασχολούνταν με την παρασκευή τυροκομικών προϊόντων. Μέσα από σύντομες αναφορές διάφορων περιηγητών του προηγούμενου αιώνα, μαθαίνουμε επίσης ότι το πρώτο οργανωμένο τυροκομείο άρχισε να λειτουργεί εδώ το 1815.
Χάρη στη μορφολογία του εδάφους, που χαρακτηρίζεται από ένα χαμηλό ανάγλυφο δίχως μεγάλες υψομετρικές διακυμάνσεις, μπορείτε να περιηγηθείτε στην κοιλάδα ακόμα και με ποδήλατο. Στις κωμοπόλεις Langnau και Burgdorf, έξω από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, υπάρχουν σημεία όπου μπορείτε να νοικιάσετε ποδήλατο και να γνωρίσετε την περιοχή. Είναι συνηθισμένη, άλλωστε, η εικόνα ολόκληρων οικογενειών που ποδηλατούν μέσα σ’ ένα μοναδικό φυσικό περιβάλλον, με πρωταγωνίστριες τις ευτυχισμένες αγελάδες της ελβετικής κοιλάδας.
ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ
Πρώτος σημαντικός σταθμός στην κοιλάδα Emmental αποτελεί η κωμόπολη Burgdorf, 25 χλμ. βορειοανατολικά της Βέρνης. Κτισμένη πάνω σε λόφο, δίπλα στις όχθες του ποταμού Emme, η Burgdorf (που ετυμολογικά σημαίνει χωριό-κάστρο) είναι μια «άθικτη» παλιά πολιτεία με αξιόλογα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Περιτριγυρισμένη από το σκηνικό τοπίο της κοιλάδας, η Burgdorf χωρίζεται στην Άνω (παλιά) και στην Κάτω (νέα) πόλη.
Κάθε Πέμπτη, στα όρια της παλιάς πόλης πραγματοποιείται η εβδομαδιαία υπαίθρια αγορά, στην οποία αξίζει να περπατήσετε. Θεωρείται ένα σημαντικό εμπορικό και οικονομικό γεγονός για όλη τη περιοχή – εδώ μπορείτε να αγοράσετε ντόπια τυριά, κρασιά, φρούτα και είδη λαϊκής τέχνης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τμήμα της παλιάς πόλης (Upper Town). Δημοφιλής προορισμός ντόπιων και επισκεπτών, προσφέρεται για περιπάτους, ψώνια, καφέ και γαστρονομικές απολαύσεις. Όμορφα μπαρόκ κτίρια, δείγματα μιας αστικής αρχιτεκτονικής με υψηλή ποιότητα ζωής, κυριαρχούν στην καρδιά της παλιάς πόλης, ενώ τα λιθόστρωτα ατμοσφαιρικά σοκάκια οδηγούν τους επισκέπτες ψηλά στο κάστρο Schloss-Burgdorf, το αρχιτεκτονικό ορόσημο της πόλης.
Κατάλοιπο του φεουδαρχικού παρελθόντος (13ο αιώνα) της περιοχής, το μεσαιωνικό κάστρο εποπτεύει από την κορυφή του βραχώδη λόφου όλη την πόλη. Σημείο αναφοράς (σε όλη την Ελβετία και την Κεντρική Ευρώπη) για την φρουριακή του αρχιτεκτονική, το Schloss-Burgdorf, με τα πανύψηλα γεροδεμένα τείχη του, θεωρείται το καλύτερα διατηρημένο κάστρο της χώρας και φιλοξενεί στο εσωτερικό του τρία ξεχωριστά μουσεία: το Εθνολογικό Μουσείο, το Μουσείο Τοπικής Ιστορίας και το Μουσείο Χρυσού (το πρώτο στο είδος του στην Ελβετία).
Σε απόσταση αναπνοής από την κωμόπολη Burgdorf (6 χλμ.) βρίσκεται ο οικισμός Hasle-Ruegsan, ο πιο αμφιλεγόμενος της κοιλάδας Emmental. Ο σημερινός οικισμός προέκυψε από την ένωση δυο μικρών γειτονικών χωριών (του Hasle και του Ruegsan), των οποίων οι κάτοικοι ανέκαθεν μισούνταν θανάσιμα. Πριν από έναν αιώνα περίπου, οι αγρότες του ορεινού οικισμού Ruegsan αναγκάστηκαν (για οικονομικούς λόγους) να μετακινηθούν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν δίπλα στο Hasle. Σύντομα, οι νέο-εγκαταστημένοι κάτοικοι της κοιλάδας κατάφεραν να ορθοποδήσουν οικονομικά, μια εξέλιξη που μόνο ζήλεια και μνησικακία γέμισε τους κατοίκους του Hasle. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στις δυο κοινότητες υπήρξε μεγάλη και διαρκής. Αν και έχουν περάσει πολλές δεκαετίες, τα συναισθήματα εκατέρωθεν δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Απλά, το ένα χωριό μοιάζει να ανέχεται το άλλο.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά τα δυο αντίπαλα χωριά της κοιλάδας ένωνε (ή χώριζε, αν θέλετε) η μεγαλύτερη ξύλινη τοξωτή γέφυρα (μήκους 69 μ.) στην Ευρώπη. Κατασκευασμένη το 1839, η Holzebrucke (Ξύλινη Γέφυρα) δυστυχώς καταστράφηκε το 1955 από τις συχνές διελεύσεις αυτοκινήτων. Οι δεσμοί αγάπης και μίσους μεταξύ των δυο οικισμών αποκαταστάθηκαν με μια καινούρια γέφυρα, που κατασκευάστηκε σε απόσταση 800 μ. μακριά από την πρώτη. Η παλιά Holzebrucke, ανακαινισμένη πλέον, βρίσκεται πίσω από τον εμπορικό σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού και είναι επισκέψιμη.
ΕΔΩ ΤΟ ΚΑΛΟ EMMENTAL
Η διαδρομή που ενώνει τους οικισμούς Hasle-Ruegsan και Affoltern (11 χλμ.) είναι ίσως η γοητευτικότερη της κοιλάδας. Ο μικρός επαρχιακός δρόμος ελίσσεται ανάμεσα σε χαμηλούς λόφους με σμαραγδένιο γρασίδι, που τους στολίζουν γραφικά αγροτόσπιτα, σχεδόν παραμυθένια. Όλα νοικοκυρεμένα, με τα μπαλκόνια και τα παρτέρια γεμάτα πολύχρωμα ανθισμένα λουλούδια και τις ξύλινες επιφάνειες περίτεχνα ζωγραφισμένες, μοιάζουν να έχουν βγει μέσα από παιδικό βιβλίο. Την γαλήνη της καταπράσινης φύσης έρχεται να συμπληρώσει η ιδιότυπη ρουτίνα της ήρεμης καθημερινότητας των κατοίκων, που εδώ και αιώνες συντηρούν πιστά τις τοπικές παραδόσεις.
Πριν επισκεφθείτε το Affoltern, κάντε μια μικρή παράκαμψη και ανηφορίστε βορειοδυτικά του χωριού, στην κοντινή τοποθεσία Lueg. Εδώ, από ύψος 887 μ., αφήστε τη ματιά σας να «ταξιδέψει» πάνω από την ειδυλλιακή κοιλάδα και καταγράψτε εικόνες συγκλονιστικής ομορφιάς.
Το Affoltern, από τα πιο ψηλά χωριά της περιοχής, είναι μια φυσική βεράντα με έξοχη πανοραμική θέα. Ο καλοδιατηρημένος οικισμός είναι η «σημαία» της κοιλάδας Emmental και κατακλύζεται καθημερινά από εκατοντάδες επισκέπτες. Αιτία της κοσμοσυρροής, η παρασκευή του γνωστού διάτρητου τυριού σύμφωνα με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο, τον οποίο μπορείτε να παρακολουθήσετε σ’ ένα ανακαινισμένο τυροκομείο του 18ου αιώνα, στο κέντρο του χωριού. Η όλη διαδικασία γίνεται αποκλειστικά για τουριστικούς λόγους και είναι αναμφίβολα το κερασάκι στην τούρτα.
Ακριβώς απέναντι, στο καφέ-εστιατόριο που υπάρχει, έχετε τη δυνατότητα να δείτε –από βίντεο– τον σύγχρονο τρόπο παρασκευής του διάτρητου Emmental, να ενημερωθείτε αναλυτικά για την τοπική βιομηχανία τυριού, να ξεναγηθείτε στους υπόγειους χώρους του κτιρίου όπου λειτουργεί ένα τυροκομείο υψηλών προδιαγραφών και να αγοράσετε φυσικά όσο Emmental θέλετε. Κάθε χρόνο, το συγκεκριμένο τυροκομείο αγοράζει από τους ντόπιους κτηνοτρόφους και επεξεργάζεται περίπου 6 εκατομμύρια λίτρα γάλα.
Αποχαιρετώντας το Affoltern, η κατηφορική διαδρομή που οδηγεί προς τα νότια της κοιλάδας, περνά από τους οικισμούς Sumiswald και Lutzelfluh. Ο πρώτος είναι γνωστός για την περίφημη εκκλησία της Παναγίας (Marienkirche) που ιδρύθηκε το 1510-1512 από το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών. Τα βιτρώ του ναού είναι πραγματικά αριστουργήματα και θεωρούνται από τα πιο σπάνια δείγματα αυτής της τέχνης, τόσο για τις θρησκευτικές παραστάσεις, όσο και για τις αποχρώσεις τους.
Στο Lutzelfluh, την ιδιαίτερη πατρίδα του κληρικού-συγγραφέα Jeremias Gotthelf, ξεχωρίζει η γοτθική εκκλησία του χωριού (1505), στην αυλή της οποίας βρίσκεται ο τάφος του Ελβετού συγγραφέα. Στα περίχωρα του οικισμού, ο παλιός μύλος που χρονολογείται από το 1821 είναι ένας από τους ομορφότερους της κοιλάδας και λειτουργεί σήμερα ανακαινισμένος ως πολιτιστικό κέντρο (Kulturmuhle) με αξιόλογη δραστηριότητα.
ΓΙΑ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ FONDUE
Στα νότια της κοιλάδας, σε απόσταση 20 χλμ. νοτιοανατολικά της Βέρνης, βρίσκεται η κωμόπολη Langnau. Με περίπου 10.000 κατοίκους, είναι το σημαντικότερο οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής Emmental και στήριξε την ανάπτυξή του αποκλειστικά στην παραγωγή και το εμπόριο του φημισμένου τυριού. Η υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών και η άρτια τουριστική υποδομή που χαρακτηρίζει την Langnau είναι ο κυριότερος λόγος που πολλοί τουρίστες την επιλέγουν ως ορμητήριο για τις εξορμήσεις τους στην περιοχή.
Αλλά και η ίδια η κωμόπολη αποτελεί από μόνη της ένα αξιοθέατο. Το Εθνολογικό-Ιστορικό μουσείο «Regional Museum – Chuechlihus», η εβδομαδιαία υπαίθρια αγορά της Παρασκευής στη πλατεία Viehmarktplatz, οι παραδοσιακές ξύλινες κατοικίες στις επάνω γειτονιές που δένουν με το αλπικό περιβάλλον και οι εννιά ξύλινες γέφυρες που υπάρχουν στη διαδρομή Langnau – Eggiwil, έλκουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών, που κατακλύζουν την Langnau όλες τις εποχές του χρόνου και απολαμβάνουν εξαιρετική φιλοξενία, είτε σε πολυτελή ξενοδοχεία, είτε σε μικρές οικογενειακές πανσιόν με παράδοση και θαλπωρή.
Πριν αποχαιρετήσετε την κοιλάδα του ποταμού Emme, επιλέξτε ένα από τα πολλά ρουστίκ εστιατόρια της Langnau και μυηθείτε στην ιεροτελεστία του fondue, του εθνικού φαγητού των Ελβετών. Η συνταγή για αυθεντικό fondue επιτάσσει γνήσιο ελβετικό Emmental, που μαζί με λευκό κρασί –κατά προτίμηση από τους αμπελώνες του Ρήνου– σιγολιώνουν στο ειδικό σκεύος, ενώ οι συνδαιτυμόνες, με τα μακριά ραβδάκια τους, βουτάνε μπουκίτσες από λευκή γαλλική μπαγκέτα μέσα στο παχύρευστο μίγμα. Θυμηθείτε ότι το καλό Emmental κάνει το καλό fondue, που μαζί με πράσινη σαλάτα και εξαιρετικής ποιότητας κρασί, ανεβάζει τη διάθεση της παρέας και ζεσταίνει την ατμόσφαιρα, ακόμα και τις πιο παγερές νύχτες του χειμώνα. Έτσι, τουλάχιστον, υποστηρίζουν οι ντόπιοι…