Στην καρδιά των Βαλκανίων, δυο εθνικές κοινότητες εξακολουθούν να βιώνουν με τις μνήμες του εμφυλίου πολέμου, ευελπιστούν σε καλύτερες μέρες, αλλά τρέμουν στη σκέψη της επόμενης ανάφλεξης. Ο χώρος τους, εδώ και αιώνες, κοινός. Οι Αλβανοί τον ονομάζουν Κόσσοβα και οι Σέρβοι Κόσσοβο…
Μέρα μεσημέρι και μια παράξενη ησυχία επικρατούσε γύρω μου καθώς βάδιζα πάνω στην κεντρική γέφυρα του ποταμού Ίμπαρ. Μέσα μου ένιωθα μια ανεξήγητη αναστάτωση, μια ένταση όμοια μ’ αυτήν που διέκρινα στα βλέμματα των φρουρών των Ηνωμένων Εθνών που έκαναν τη βάρδιά τους εκατέρωθεν της γέφυρας. Γνώριζα πολύ καλά πως περπατούσα πάνω σε ένα νοητό όριο, πάνω σε μια πολύ λεπτή, εύθραυστη «γραμμή». Είναι η κεντρική γέφυρα που ενώνει (ή χωρίζει) τον βόρειο από τον νότιο τομέα της πόλης Μιτρόβιτσα του Κόσσοβου, σύμβολο μιας πόλης διχοτομημένης σε σερβικό και αλβανικό τομέα. Φυλάκια, καχύποπτοι φρουροί, κάγκελα και συρματοπλέγματα υπήρχαν και στις δυο πλευρές της γέφυρας, του μοναδικού συνδετικού κρίκου δυο διαφορετικών κόσμων που βιώνουν σήμερα τις κοινές μνήμες ενός εμφυλίου πολέμου και το ασίγαστο εθνικιστικό μίσος για εκείνους που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη του ποταμού Ίμπαρ.
Διχοτομημένη πολιτεία
Έχουν περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια από το τέλος του πολέμου και στην Μιτρόβιτσα (που απέχει 38 km βόρεια της πρωτεύουσας του Κόσσοβου, Πρίστινα) μπορεί κανείς ξεκάθαρα να διακρίνει τις αντιθέσεις και τις συνέπειες της εμφύλιας σύρραξης ανάμεσα στους Σέρβους και τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου. Μετά τον επίσημο τερματισμό του πολέμου το 1999, διωγμένοι εκβιαστικά ή φοβούμενοι το ενδεχόμενο αντιποίνων και εθνικιστικών εκκαθαρίσεων, οι Κοσοβάροι Αλβανοί εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο νότιο τομέα της Μιτρόβιτσα και οι Σέρβοι στο βόρειο τμήμα της πόλης. Υπακούοντας στο ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και στα κελεύσματα της εθνοτικής διχόνοιας, οι Κοσοβάροι –Αλβανοί και Σέρβοι– έγιναν δυστυχώς πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Οι πιθανότητες μιας γενικευμένης σύρραξης και αλληλοεξόντωσης των δυο εθνικών κοινοτήτων ανάγκασαν όμως τις νατοϊκές δυνάμεις της KFOR να κλείσουν προσωρινά την κεντρική γέφυρα της πόλης, αφήνοντας για μεγάλο διάστημα τους Σέρβους και τους Αλβανούς της Μιτρόβιτσα δίχως καμία ουσιαστική επαφή. Φυσικό σύνορο και νοητό όριο ανάμεσά τους στάθηκε ο ποταμός Ίμπαρ. Και όταν με το πέρασμα του χρόνου οι τραυματισμένες μνήμες του πολέμου σιγά-σιγά επουλώθηκαν, η γέφυρα άνοιξε ξανά και η καθημερινότητα των κατοίκων της διχοτομημένης πολιτείας άρχισε δειλά να προσαρμόζεται στην νέα τάξη πραγμάτων.
Επέστρεψα πίσω στην μοτοσυκλέτα, που ήταν αφημένη στον αλβανικό τομέα. Άνοιξα βιαστικά το tank-bag και το χέρι μου έβγαλε την φωτογραφική μηχανή. Ήθελα να τραβήξω μια αναμνηστική φωτογραφία της γέφυρας. Πριν όμως προλάβω να σηκώσω τη φωτογραφική μηχανή και να εστιάσω στη γέφυρα, οι φρουροί αντιλήφθηκαν αμέσως τις προθέσεις μου, κινήθηκαν γρήγορα προς το μέρος μου και με σταμάτησαν: «Απαγορεύονται οι φωτογραφίες πάνω από την γέφυρα, αλλά δεν απαγορεύεται η φωτογράφηση της γέφυρας» ήταν η ρητή διαταγή του επικεφαλή της φρουράς. Από το βλοσυρό ύφος του και μόνο κατάλαβα πως δεν είχα κανένα περιθώριο διαμαρτυρίας ή ανυπακοής. Υπάκουσα χωρίς αντιρρήσεις στην εντολή του ένστολου βαθμοφόρου των Ηνωμένων Εθνών και φωτογράφισα τελικά τη μοτοσυκλέτα και τη γέφυρα από τις οπτικές γωνίες που μου υπέδειξαν. Στη συνέχεια οδήγησα στον σερβικό τομέα, όπου και σταμάτησα για έναν καφέ!
Η μοτοσυκλετιστική μου παρουσία έγινε αμέσως αντιληπτή από τους θαμώνες της καφετέριας «Dolce Vita», που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική γέφυρα. Μαζί με τον καφέ, στο τραπέζι μου ήρθαν και δυο αυτόκλητοι Σέρβοι, ο Γκόραν και ο Ίβιτς, που γεμάτοι περιέργεια με ρώτησαν τους λόγους της παρουσίας μου στην πόλη τους. Πολύ γρήγορα η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε, τα χαμόγελα ζωγράφισαν τα πρόσωπά μας και οι καρδιές ξεκλειδώθηκαν: «…Στην Μιτρόβιτσα ζουν σήμερα 90.000 Αλβανοί και μόλις 10.000 Σέρβοι. Είμαστε δυστυχώς μειονότητα μέσα στην ίδια την πατρίδα μας. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πρόβλημα είναι αυτό της ανεργίας, αφού το ποσοστό των ανέργων εδώ στην Μιτρόβιτσα αγγίζει το 60%. Δουλεύουμε περιστασιακά για ένα-δυο μεροκάματα, προσπαθώντας να ξορκίσουμε την εξαθλίωση και την μιζέριά μας…Ως πότε όμως;…Καλύτερες μέρες; Δεν νομίζω πως μπορούμε να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο. Όχι, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Προσωπικά, δεν περιμένω να προκύψει κάτι θετικό από τις διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του Κοσσυφοπεδίου. Το μέλλον, τουλάχιστον για μας τους Σέρβους, διαγράφεται αβέβαιο. Όλη αυτή η κατάσταση της αβεβαιότητας και της αυξημένης ψυχολογικής πίεσης με έχουν κουράσει και απογοητεύσει. Ειλικρινά, σκέφτομαι σοβαρά να φύγω με την οικογένειά μου για την Σερβία…Και βέβαια κινδυνεύουμε κάθε ώρα και στιγμή από ομάδες Αλβανών υπέρ-εθνικιστών. Πριν από λίγο καιρό, ένας Αλβανός που διέσχισε τη γέφυρα πέταξε μια χειροβομβίδα εδώ στην καφετέρια και μετά εξαφανίστηκε. Από την έκρηξη, αρκετοί θαμώνες τραυματίστηκαν και προκλήθηκαν μεγάλες υλικές ζημιές! Ευτυχώς δεν είχαμε θύματα…Αρκετοί Αλβανοί και Σέρβοι πολίτες έχουν στην κατοχή τους όπλα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκδηλωθεί μια ένοπλη σύγκρουση στην περιοχή με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το Κόσσοβο είναι μια μεγάλη μπαρουταποθήκη στα Βαλκάνια και όλοι ευχόμαστε να μην ανάψει το φιτίλι…Έλληνα φίλε, ο καφές είναι κερασμένος…»
Εδώ …Τουρκία
Στον αλβανικό τομέα, εκεί που κατέληξα μετά τον καφέ, οι παραστάσεις που αποτύπωνε η ματιά μου στους πολύβουους δρόμους του νότιου τομέα της Μιτρόβιτσα, με μετέφεραν σ’ έναν άλλον, τελείως διαφορετικό κόσμο! Η πληθώρα των κεραμόσκεπων κατοικιών, οι μαντηλοφορεμένες γυναικείες μορφές, η διάχυτη ακαταστασία και βρωμιά των δρόμων, η πρόχειρη υποδομή, οι λαλίστατοι υπαίθριοι πωλητές και οι κάθε λογής πραμάτειες που βρίσκονταν απλωμένες στα πεζοδρόμια των κεντρικών αρτηριών, όλα παρέπεμπαν σε καθαρά ανατολίτικες-μουσουλμανικές παραστάσεις. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα διάχυτη την αίσθηση πως βρισκόμουν στα όρια ενός τουρκικού αστικού κέντρου!
Αυτή την δυνατή ψευδαίσθηση ήρθε να ενισχύσει κατακόρυφα το κάλεσμα του μουεζίνη, που υπενθύμιζε στους πιστούς τον δρόμο προς το τζαμί. Με οδηγό τη διαπεραστική φωνή του, σύντομα έφτασα και εγώ μπροστά στο κεντρικό τζαμί της πόλης, που ήταν κυκλωμένο από μια υπαίθρια ποικιλόμορφη αγορά. Με περίσσιο θράσος πέρασα στο εσωτερικό του ιερού κτίσματος και άρχισα να φωτογραφίζω τους πιστούς που προσεύχονταν γονυπετείς στον Αλλάχ. Όλοι οι παραβρισκόμενοι –εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων– δεν έδειξαν να πολυενοχλούνται από την παρουσία μου, και πολύ περισσότερο από την αναίδειά μου να τους φωτογραφίζω την ώρα που επιτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Καθώς όμως απαθανάτιζα με απληστία τις ιερές στιγμές των Αλβανών Κοσσοβάρων και το κλείστρο της φωτογραφικής μηχανής ανοιγόκλεινε ασταμάτητα, έπιασα τον εαυτό μου να συνειδητοποιεί ξαφνικά το παράδοξο αυτής της διχοτομημένης πόλης, η οποία, μέσα σε απόσταση λίγων μόλις εκατοντάδων μέτρων, προσφέρει στέγη σε δυο διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες!
Δεν ήταν όμως μόνο οι κραυγαλέες αντιθέσεις στην υλικοτεχνική υποδομή που διέκρινα επισκεπτόμενος τους δυο τομείς της Μιτρόβιτσα. Ακόμα και η ψυχολογία των ανθρώπων της αλβανικής κοινότητας διέφερε παρασάγγας από αυτήν των Σέρβων Κοσσοβάρων. Έμελλε να το διαπιστώσω έξω από το τζαμί, όταν περικυκλωμένος από μια παρέα Αλβανόφωνων, έκανα ένα μικρό ρεπορτάζ και ένα ανεπίσημο γκάλοπ για το μελλοντικό καθεστώς του Κόσσοβου. Μια εξέλιξη την οποία οι Αλβανοί Κοσσοβάροι διαπραγματεύονταν μόνο με όρους ανεξάρτητου κράτους: «…μήπως κάποιοι δεν θέλουν να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε με τους Σέρβους; Πολλές φορές έθεσα στον εαυτό μου αυτή την ερώτηση. Όσο και να πάλεψα όμως μέσα μου δεν μπόρεσα να δώσω μια ειλικρινή, αντικειμενική απάντηση! Βλέπεις, έχουν γίνει τόσα πολλά μεταξύ Αλβανών και Σέρβων, που δεν μπορώ να πνίξω μέσα μου το εθνικιστικό σαράκι! Ίσως το καλύτερο φάρμακο να είναι τελικά ο χρόνος…Η οικονομική κατάσταση εδώ είναι αρκετά άσχημη. Όλοι μας όμως ελπίζουμε, πως μετά την ανεξαρτησία του Κόσσοβου τα πράγματα θα καλυτερεύσουν, οι δουλειές θα ανοίξουν και η ζωή μας θα γίνει πιο εύκολη. Ναι, είμαι αρκετά αισιόδοξος για το μέλλον της Μιτρόβιτσα, για το μέλλον του Κόσσοβου. Έχει έρθει η ώρα να απελευθερώσουμε αυτό το κομμάτι αλβανικής γης από τους Σέρβους…!»
Λεωφόρος Μπιλ Κλίντον
Ο Δημήτρης ήταν ο «άνθρωπός» μου στο Κόσσοβο. Εργάζεται σε μια υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών και έχει ταξιδέψει αρκετές φορές με τη μοτοσυκλέτα του (ένα BMW GS 1200) από την Αθήνα στην Πρίστινα τα τελευταία δυο χρόνια. Σ’ αυτόν οφείλεται η απόφασή μου να μεταβώ στο Κόσσοβο και να συναντηθούμε στην Πρίστινα για …καφέ!
Το ταξίδι από την Αθήνα στην Πρίστινα είναι μια αρκετά εύκολη υπόθεση, με τη διαδρομή να περνά και από την πόλη των Σκοπίων. Η απόσταση που είναι αστεία (840 km) επιτρέπει την αυθημερόν προσέγγιση της κοσσοβάρικης πρωτεύουσας. Το ρεκόρ του Δημήτρη –από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα– είναι κάτι λιγότερο από οκτώ ώρες (υπάρχουν, βλέπετε, και οι συνοριακές διαδικασίες). Η συντριπτική πλειοψηφία της διαδρομής μέσα στο έδαφος της Π.Γ.Δ.Μ. (200 km) κινείται πάνω σ’ έναν υποδειγματικό αυτοκινητόδρομο και μόνο η διαδρομή από την πόλη των Σκοπίων ως τα σύνορα του Κόσσοβου (30 km) είναι ένα στενός επαρχιακός άξονας. Τι χρειάστηκε να πάρω μαζί μου; Διαβατήριο, χάρτη, πράσινη κάρτα ασφάλειας, χρήματα, μια τσάντα με ρούχα και τον φωτογραφικό εξοπλισμό μου. Στα σύνορα του Κόσσοβου χρειάστηκε να εκδώσω ασφαλιστική κάλυψη για την μοτοσυκλέτα (κόστος 20 Euro), μια και η πράσινη κάρτα (διεθνής ασφάλεια) της μοτοσυκλέτας δεν ισχύει στο Κόσσοβο. Η ψυχολογία μου; Λες και πήγαινα ταξίδι στην ακριτική …Αλεξανδρούπολη!
Μετά το πέρασμα των συνόρων, η στενή ασφάλτινη λωρίδα φιδόσερνε για περίπου 20 km μέσα στα καταπράσινα βουνά της περιοχής. Στη συνέχεια, ένας σχεδόν ευθυτενής οδικός άξονας με οδήγησε ξεκούραστα στην Πρίστινα, που βρίσκεται σε απόσταση 80 km από την συνοριακή γραμμή με την Π.Γ.Δ.Μ. Διακριτική ήταν η παρουσία των στρατιωτών της νατοϊκής KFOR σε νευραλγικά σημεία της διαδρομής, ενώ στα περίχωρα της πόλης Urosevac πραγματοποίησα μια μικρή στάση στο στρατόπεδο «Ρήγας Φεραίος», όπου εδρεύει η ελληνική στρατιωτική δύναμη του Κόσσοβου. Τι άλλο τράβηξε την προσοχή μου καθοδόν; Οι αμέτρητες αλβανικές σημαίες που ανέμιζαν παντού, οι νεότευκτοι σταθμοί καυσίμων, τα εξυπηρετικά μοτέλ και οι πάμπολλες μάντρες αυτοκινήτων εκατέρωθεν του δρόμου, που γεμάτες με τετράτροχα «σαπάκια» και ανταλλακτικά, κυρίως από την Γερμανία, πρόσδιδαν στο τοπίο την όψη ενός απέραντου σκουπιδότοπου.
Ο Δημήτρης με περίμενε στο προκαθορισμένο σημείο του ραντεβού μας, στην είσοδο της Πρίστινα, και με οδηγήσει κατόπιν στο σπίτι του κάπου στα δυτικά προάστια της πόλης. Αφού τακτοποιήθηκα στον ξενώνα, έκανα ένα ζεστό μπάνιο και αμέσως μετά ξεχυθήκαμε στους δρόμους της κοσσοβάρικης πρωτεύουσας των 180.000 ψυχών: «…η Πρίστινα ξεχωρίζει για μια παγκόσμια αποκλειστικότητα, που δεν την συναντάς σε καμιά άλλη πόλη του κόσμου. Ένας από τους κεντρικούς δρόμους της Πρίστινα φέρει το όνομα του πρώην προέδρου των Η.Π.Α. Bill Clinton (!), σαφής ένδειξη της ευγνωμοσύνης και της συμπάθειας που τρέφουν οι Αλβανοί Κοσσοβάροι στο πρόσωπο του Αμερικανού προέδρου για τις εμπνευσμένες ενέργειές του να προωθήσει την ανεξαρτησία του Κόσσοβου! Μπροστά στην προοπτική μιας ανεξαρτησίας με ΄΄δεκανίκια΄΄ και μιας πιθανής ένωσης του Κόσσοβου με την Αλβανία, οι Αλβανόφωνοι δεν νοιάζονται διόλου εάν το Κοσσυφοπέδιο έχει μετατραπεί σ’ ένα αμερικανικό προτεκτοράτο και λογίζεται σήμερα ως η σημαντικότερη στρατιωτική βάση των νατοϊκών δυνάμεων στα Δυτικά Βαλκάνια. Όπως και εσύ θα είδες, η μισή Πρίστινα είναι γεμάτη στρατόπεδα, συρματοπλέγματα και μπάρες ασφαλείας, ενώ ένα πλήθος κυβερνητικών και μη οργανώσεων βρίσκονται εγκατεστημένες εδώ και δραστηριοποιούνται, είτε με ανιδιοτελή, είτε με υστερόβουλα κίνητρα και σκοπούς. Και φυσικά, δεν μπορώ να κλείσω τα αυτιά μου στις έντονες φήμες που κυκλοφορούν ευρέως και θέλουν το Κόσσοβο να έχει μετατραπεί –με την συναίνεση των Αλβανών Κοσσοβάρων– στην μεγαλύτερη αποθήκη πυρηνικών όπλων της Ευρώπης! Αλλοίμονό μας Κώστα…».
Περιδιαβαίνοντας με τον Δημήτρη την κεντρική λεωφόρο Bulevardi Bill Clinton, ρουφούσα σαν σφουγγάρι όλες τούτες τις πληροφορίες που μου παρέθετε ο αρκετά ενημερωμένος οικοδεσπότης μου. Το Κόσσοβο σίγουρα αποτελεί ένα αρκετά μπερδεμένο γεωπολιτικό και εθνοτικό παζλ που ήθελα κομμάτι-κομμάτι να το «συναρμολογήσω» μέσα στο μυαλό μου. Χαμογελούσα πικρά όταν σκεφτόμουν πως κάποτε, στο κοντινό παρελθόν, Σέρβοι, Αλβανοί, Τούρκοι και Βόσνιοι συμβίωναν αρμονικά εδώ στην καρδιά των Βαλκανίων, ενώ σήμερα βρίσκονται ταμπουρωμένοι στα χαρακώματα ενός παράλογου πολέμου.
Η συζήτηση και ο περίπατός μας στους δρόμους της Πρίστινα κράτησε όλο το απόγευμα. Κάποια στιγμή, η πρόθεσή μου να φωτογραφήσω δυο όμορφες Κοσσοβάρες μπροστά στο τζαμί Jashar Pasha, στο κέντρο της πόλης, σκόνταψε πάνω στις αντιρρήσεις του Δημήτρη, που με προέτρεψε να μην πατήσω το κουμπί: «Οι περισσότεροι εδώ είναι μουσουλμάνοι και δεν συμπαθούν την φωτογράφηση. Ειδικότερα οι γυναίκες! Το ξέρεις αυτό άλλωστε από τα ταξίδια σου στην Ασία! Πληροφοριακά, για να «βγάλεις» εδώ γυναίκα, πρέπει να είσαι μουσουλμάνος ή Αμερικανός! Εμείς οι Έλληνες δεν τυγχάνουμε ιδιαίτερης συμπάθειας από τους Αλβανούς Κοσσοβάρους, αφού ως γνωστόν μας θεωρούν παραδοσιακά φίλους με τους ομόθρησκους Σέρβους. Βλέπεις, εδώ ισχύει η ρήση: ο φίλος του εχθρού μου είναι και αυτός εχθρός μου! Τα τελευταία όμως χρόνια, η έντονη δραστηριότητα της επίσημης ελληνικής αντιπροσωπείας και του Έλληνα πρόξενου στο Κόσσοβο, έχει μεταστρέψει αυτή την εικόνα και έχει αποδυναμώσει το όποιο κλίμα αντιπάθειας, θεμελιώνοντας νέες σχέσεις εμπιστοσύνης».
Ησυχία πριν την καταιγίδα
Το φαγητό στο εστιατόριο Tiffany ήταν φοβερό. Τα άδεια πιάτα με τις παραδοσιακές γεύσεις που είχαμε δοκιμάσει σκέπαζαν όλο το τραπέζι, δικαιώνοντας απόλυτα την επιλογή του Δημήτρη για ένα λουκούλλειο δείπνο. Τα παραπανίσια του κιλά μαρτυρούσαν άλλωστε την έφεση που έχει στο καλό φαγητό, ενώ κάθε τόσο φώναζε προς την πλευρά του σερβιτόρου: «Μια σόδα βρε φίλε, θα σκάσουμε!» Συνδαιτυμόνες στο μεγάλο φαγοπότι της Πρίστινα ήταν ο Στέφανος, ο Κυριάκος και ο Τάκης, όλοι συνάδελφοι του Δημήτρη, που ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμά του και πλαισίωσαν την παρέα μας εκείνο το βράδυ.
Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, η παρουσία Ελλήνων εργαζομένων στο Κόσσοβο είναι έντονη. Εκτός των στρατιωτικών και των αστυνομικών –που βρίσκονται εδώ στα πλαίσια της διεθνούς ειρηνευτικής προσπάθειας– υπάρχουν πολλοί Έλληνες που εργάζονται, είτε σε διεθνείς οργανισμούς βοήθειας (Ο.Η.Ε, Ε.Ε, ΟSCE), είτε σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες (FERIJAI). Μια φορά το μήνα, οι Έλληνες διοργανώνουν εδώ «ελληνικές βραδιές» γεμίζοντας ασφυκτικά ένα ολόκληρο μαγαζί. Μέχρι αργά το βράδυ, οι χαρακτηριστικοί ήχοι και μουσικές από ελληνικό γλέντι ξεσηκώνουν τους πάντες, ενώ ο αέρας αυτού που λέμε «Ελλάδα» απλώνεται παντού. «Των Ελλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία» τραγουδούσε κάποτε ο Διονύσης Σαββόπουλος…
«Ησυχία πριν την καταιγίδα». Κάπως έτσι χαρακτήριζαν όλοι στο τραπέζι την τωρινή κατάσταση στο Κόσσοβο. Πόσο κοντά όμως ήταν η καταιγίδα; Τον Νοέμβριο του 2007 θα ξεκινούσε στον Ο.Η.Ε άλλος ένας γύρος συνομιλιών σχετικά με το καθεστώς του Κόσσοβου. Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις των συνομιλιών, οι Αλβανόφωνοι Κοσσοβάροι είχαν προκηρύξει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου στις 17/11/07. Όλοι οι συνδαιτυμόνες μου φοβόντουσαν πως εκείνες τις ημέρες ίσως γίνουν κάποιες προβοκατόρικες-τρομοκρατικές ενέργειες, που σκοπό θα έχουν να δυναμιτίσουν το κλίμα των συνομιλιών και να βγάλουν τον κόσμο ξανά στους δρόμους! Η ιδιάζουσα γεωπολιτική κατάσταση στο Κόσσοβο προσφέρεται για επικίνδυνα εθνικιστικά παιχνίδια με απρόβλεπτες εξελίξεις, ικανές να παγιδέψουν την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων σε μια διελκυστίνδα δίχως τέλος!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τυφλού μίσους και της αδιόρατης έντασης που επικρατεί, αποτελούν οι ταραχές που έγιναν τον Μάρτη του 2004, όταν ένας Σέρβος στην πόλη Μιτρόβιτσα κυνήγησε με τον σκύλο του τρία Αλβανόπουλα, δυο εκ των οποίων, στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν, πνίγηκαν στα νερά του ποταμού Ίμπαρ. Για αντίποινα, οι Αλβανοί πέρασαν κρυφά στον βόρειο τομέα της πόλης και σκότωσαν ένα Σέρβο έφηβο. Ταυτόχρονα, κάποιοι εκμεταλλευόμενοι πολιτικά το γεγονός, ξεσήκωσαν τους Αλβανούς του Κόσσοβου, με αποτέλεσμα ένα ατυχές γεγονός να πάρει διαστάσεις γενικευμένης σύρραξης με στόχο τον σερβικό πληθυσμό. Μέσα στις επόμενες ημέρες, εξαιτίας της ατολμίας και της αναποτελεσματικότητας που επέδειξαν οι δυνάμεις της KFOR, σκοτώθηκαν 19 Σέρβοι πολίτες, περίπου 600 σέρβικες κατοικίες παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ 30 ορθόδοξα μοναστήρια και εκκλησίες, κυρίως της μεσαιωνικής εποχής, καταστράφηκαν από το εθνικιστικό μένος των Αλβανόφωνων.
Κάποια στιγμή τα ποτήρια, γεμάτα με γλυκόπιοτο κρασί από το Μαυροβούνιο, υψώθηκαν και όλοι μου ευχήθηκαν καλή συνέχεια στο ταξίδι μου. Μετά την Πρίστινα, είχα αποφασίσει –αντί να γυρίσω στην Ελλάδα ξανά μέσω Σκοπίων– να επισκεφθώ το Μαυροβούνιο και να επιστρέψω κατόπιν στην Ελλάδα μέσω Αλβανίας. Πρόβλημα θα αντιμετώπιζα μόνο στην περίπτωση που ήθελα να μεταβώ από το Κόσσοβο στην Σερβία, γιατί δεν υπάρχει επίσημη συνοριακή είσοδος και οι Σέρβοι αρνούνται να δεχτούν ξένους ταξιδιώτες από το Κόσσοβο. Κατά συνέπεια, για να οδηγήσω προς το Μαυροβούνιο έπρεπε πρώτα να περάσω από τις πόλεις Μιτρόβιτσα και Πέγια (Peja) και στη συνέχεια -μέσω της θεαματικής ορεινής διάβασης Rugova- θα έβαζα ρόδα στο ανεξάρτητο πλέον Μαυροβούνιο. Δημήτρη, Στέφανε, Κυριάκο και Τάκη, καλή τύχη και υπομονή!
Πύρινα λόγια
Ένα χαμηλό ανάγλυφο λόφων φιλοξένησε την πορεία του καλοσυντηρημένου επαρχιακού άξονα από την Μιτρόβιτσα στην Πέγια (82 km). Οι μισογκρεμισμένες και ερειπωμένες κατοικίες που αντίκριζα συχνά πυκνά πάνω στην διαδρομή αποτελούσαν τις θλιβερές μαρτυρίες των εθνικιστικών ταραχών που είχαν σημειωθεί το 2004. Την προσοχή μου τράβηξαν επίσης τα πάμπολλα μνημεία που δέσποζαν στην άκρη του δρόμου, αφιερωμένα σε αντάρτες του UCK (Απελευθερωτικός Στρατός της Αλβανίας) που σκοτώθηκαν εκεί στον πόλεμο του 1999. Οι αλβανικές σημαίες που ανέμιζαν παντού, σε κάθε πόλη και χωριό, επιβεβαίωναν παράλληλα την κυρίαρχη παρουσία του αλβανικού στοιχείου, που αγγίζει το 85% του συνολικού πληθυσμού των 2.500.000 κατοίκων του Κόσσοβου. Όσοι Σέρβοι είχαν απομείνει μετά τον πόλεμο του 1999 στην περιοχή του Βόρειου και Δυτικού Κόσσοβου, μετά τα γεγονότα του 2004 εγκατέλειψαν τις εστίες τους και προωθήθηκαν, άλλοι κοντά στα σερβικά σύνορα και άλλοι πέρασαν για ασφάλεια στο σερβικό έδαφος.
Η παραμεθόρια πόλη Πέγια, που απλώνεται κάτω από την σκιά των επιβλητικών βουνών του Μαυροβούνιου, με αιφνιδίασε ευχάριστα. Αρκετά πιο γραφική και παραδοσιακή από τις υπόλοιπες πόλεις του Κόσσοβου που είχα γνωρίσει, η Πέγια ήταν ένα πολύχρωμο αστικό κέντρο γεμάτο ζωντάνια και κίνηση, που μέχρι πρότινος διεκδικούσε από την Πρίστινα τον τίτλο της πρωτεύουσας του Κόσσοβου.
Ακολουθώντας δυο νεαρούς με το μοτοποδήλατό τους, που πρόθυμα προσφέρθηκαν να με οδηγήσουν στον προορισμό μου, δεν δυσκολεύτηκα διόλου να προσεγγίσω το Μοναστήρι του Πατριαρχείου (Patrijarsija Monastery), τον χώρο όπου στεγάζεται η έδρα του Ορθόδοξου Σερβικού Πατριαρχείου της Πέγια. Το μοναστικό συγκρότημα του Πατριαρχείου, ένα θρησκευτικό οικοδόμημα του 13ου αιώνα, είναι κτισμένο στα ριζά του βουνού, δίπλα στη κοίτη ενός κελαρυστού ποταμού. Φημισμένο για τις υπέροχες, καλοδιατηρημένες αγιογραφίες του (που χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα), το μοναστήρι του Πατριαρχείου φυλασσόταν από τις δυνάμεις της KFOR, προκειμένου να αποτραπούν τυχόν επιθέσεις και βανδαλισμοί από μουσουλμάνους Αλβανόφωνους. Την ίδια προστασία τύγχανε και το κοντινό Ορθόδοξο Σερβικό μοναστήρι Decani (14ου αιώνα), ένα εξίσου αξιόλογο θρησκευτικό μνημείο της περιοχής, που βρίσκεται 15 km νότια της Πέγια.
Χρειάστηκε να περάσω δυο σημεία ελέγχου μέχρι να μπω στο εσωτερικό της μονής. Στο πρώτο μάλιστα φυλάκιο μου ζητήθηκε να παραδώσω το διαβατήριο και τα έγγραφα της μοτοσυκλέτας, ενώ οι Ιταλοί στρατιώτες της KFOR, που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη της μονής, μου γνωστοποίησαν πως απαγορευόταν αυστηρά η φωτογράφηση στο εσωτερικό του μοναστηριού. Ο πειρασμός, ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλος, που δεν μπόρεσα τελικά να αντισταθώ και προχώρησα σε μια κρυφή φωτογράφηση των σπάνιων αγιογραφιών του καθολικού. Η ενέργειά μου αυτή έγινε αντιληπτή όμως από την ηγουμένη της μονής, που με αρκετά ευγενικό τρόπο με υποχρέωσε να παραιτηθώ από το ιερόσυλο έργο μου. Λίγο η εθνική μου καταγωγή, λίγο το γεγονός ότι ήμουν ομόθρησκος, κατάφερα τελικά να αποσπάσω τη συγχώρησή της και να γλιτώσω έτσι από τα χέρια των ανδρών της KFOR.
Μετά τη ξενάγηση που μου έγινε στους υπόλοιπους χώρους του μοναστικού συγκροτήματος, η ευγενικότατη ηγουμένη προσφέρθηκε να με συνοδεύσει μέχρι τον εξωτερικό περίβολο της μονής, στο σημείο που ήταν παρκαρισμένη η μοτοσυκλέτα. Πριν με αποχαιρετήσει, η μαυροντυμένη μοναχή έστρεψε το κεφάλι της ψηλά στο βουνό, στην κατεύθυνση που θα ακολουθούσα για το Μαυροβούνιο. Το βουβό της βλέμμα έμεινε μετέωρο πάνω στην γρανιτένια βουνοκορφή, ενώ ο λόγος της μίλησε κατευθείαν στην καρδιά μου και σφράγισε με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο την επίσκεψή μου στο Κόσσοβο. Ήταν λόγια πύρινα, γεμάτα αλήθειες και αγωνίες, που φανέρωναν μια ανυπέρβλητη δύναμη ψυχής, πραγματικά μοναδική: «…πρέπει όλοι οι Κοσσοβάροι να ενωθούμε ξανά, να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε δίχως εθνικιστικά και θρησκευτικά τείχη ανάμεσά μας. Στο παρελθόν συμβιώσαμε μαζί και σίγουρα μπορούμε και στο μέλλον. Δεν μπορώ να δεχτώ τον τρόπο που σκέπτονται και αντιμετωπίζουν οι μεν τους δεν. Όχι, δεν απογοητεύομαι, έχω πίστη στο Θεό αλλά και στις νεότερες γενιές. Μόνο οι νέοι μπορούν να χαράξουν ένα καινούριο, ελπιδοφόρο μέλλον γι’ αυτόν τον τόπο. Έχουν τον τρόπο τους. Ας τους δώσουμε τουλάχιστον μια ευκαιρία…»