Η φύση άγρια, παρθένα. Ο τόπος ιδιαίτερος, μοναχικός, μαγευτικός. Η Ιστορία παρούσα, διαχρονική. Οι άνθρωποι βουνίσιοι, περήφανοι. Οι προορισμοί πολλοί, συναρπαστικοί. Καρύταινα, Ανδρίτσαινα, Νέδα, Φιγαλεία, Λύκειο όρος, Αρχαίες Βάσσες, Λέπρεο…
Στην καρδιά της Πελοποννήσου, σ’ έναν τόπο κλειστό όλο βουνά και ψηλές κορφές, οι τροχοί της μοτοσυκλέτας μου με οδήγησαν στα χνάρια μιας διαδρομή που «παντρεύει» την πέτρινη αρχοντιά του πρόσφατου παρελθόντος με την μακρινή ιστορική παρουσία των αρχαίων προγόνων μας. Εμπιστευόμενος για ακόμα μια φορά τις αισθήσεις μου, περιπλανήθηκα εντελώς ανυποψίαστος σ’ έναν χώρο που απλώνεται στα γεωγραφικά όρια τριών νομών (Αρκαδίας, Μεσσηνίας και Ηλείας) και έχει ως «φυσικούς» καταλύτες το ορεινό οικοσύστημα του Λύκειου όρους και την ανυπέρβλητη φύση της Νέδας, του μοναδικού θηλυκού ποταμού της χώρας μας. Αρχαίες πόλεις, φράγκικα κάστρα, βυζαντινά μνημεία, παραδοσιακές πολιτείες και γραφικά χωριά συνθέτουν ένα ανεπανάληπτο σκηνικό ζωής και ιστορίας σε τούτη την γωνιά της Πελοποννήσου, που γύρισε τους σκουριασμένους δείκτες του χρόνου αρκετούς αιώνες πίσω, μετατρέποντας την μοτοσυκλέτα σε μια δίτροχη μηχανή του χρόνου.
ΤΟ «ΤΟΛΕΔΟ» ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ
Περπατώντας αργόσυρτα στα στενά πλακόστρωτα καλντερίμια, θαύμαζα τα διώροφα και τριώροφα πέτρινα αρχοντικά του 18ου αιώνα, που συνιστούσαν τον οικιστικό πυρήνα της Καρύταινας, του επονομαζόμενου «Τολέδο της Ελλάδας». Σμιλευμένη πέτρα στην πέτρα από τα ροζιασμένα χέρια επιδέξιων μαστόρων και κτισμένη μέσα σε ένα ιδιαίτερα προικισμένο φυσικό περιβάλλον που καθορίζεται απόλυτα από την παρουσία του ποταμού Αλφειού, η αρκαδική Καρύταινα ήταν αναμενόμενο να με γοητεύσει αμέσως χάρη στην αυθεντική προσωπικότητα που την χαρακτηρίζει και τις αστείρευτες ιστορικές μνήμες που αντάμωνα στην κάθε της γωνιά.
Η πετρόκτιστη πολιτεία της Καρύταινας, που εικάζεται πως βρίσκεται στη θέση της αρχαίας Βρένθης (και η οποία καταστράφηκε από τον Επαμεινώνδα), βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 450 μ., μόλις 19 χλμ. βορειοδυτικά της Μεγαλόπολης και αποτελούσε την πρώτη στάση του οδοιπορικού μας στην Κεντρο-δυτική Πελοπόννησο. Η Καρύταινα, που γνώρισε ημέρες δόξας και ακμής κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, «φιλοξένησε» αρκετούς κατακτητές που φρόντισαν να αφήσουν τη δική τους σφραγίδα στην πολιτιστική της πορεία μέσα στον χρόνο. Ο πρώτος Φράγκος ηγεμόνας της Καρύταινας υπήρξε ο Ουγκό ντε Μπριγιέρ, του οποίου ο γιος αναφέρεται ως ο θεμελιωτής του κάστρου που ορθώνεται πάνω από τις πέτρινες γειτονιές της Καρύταινας. Μετά τους Φράγκους, η Καρύταινα πέρασε το 1320 στα χέρια των Βυζαντινών, για να γνωρίσει το 1458 μια ολιγόχρονη κυριαρχία των Ενετών. Από τα μέσα του 15ου αιώνα, η αρκαδική πολιτεία πέρασε στα χέρια των Τούρκων, έως ότου απελευθερώθηκε από τους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑΣ
Το φράγκικο κάστρο που υψώνεται σαν ακοίμητος βιγλάτορας πάνω από το αρκαδικό κεφαλοχώρι (και αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Καρύταινας) ήταν εκείνο που με είχε καλωσορίσει το προηγούμενο απόγευμα στην πετρόκτιστη πολιτεία των 270 κατοίκων. Εκεί έμελλε άλλωστε να καταλήξει η πολύωρη περιπλάνησή μου στην ιστορική πολιτεία του Μωριά, η οποία έχει ανακηρυχθεί σε διατηρητέο οικισμό. Αφού μπόρεσα να ξεπεράσω την κόπωση της ανάβασης και την ζέστη του ήλιου, κατάφερα τελικά να αγγίξω την κορυφή του κάστρου. Χαρακτηριστικό δείγμα της γαλλικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα, το κάστρο της Καρύταινας αποτέλεσε στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 το αρχηγείο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και το ορμητήριό του ενάντια στις στρατιές του Ιμπραήμ. Σήμερα, μόνο τα εξωτερικά τείχη του κάστρου –σε αντίθεση με τα κτίσματα του εσωτερικού– διατηρούνται σε σχετικά καλή κατάσταση. Κατεβαίνοντας από την πυρακτωμένη κορυφή του οχυρωμένου λόφου, σταμάτησα για λίγο στην εκκλησία της Παναγίας ή όπως την λένε οι ντόπιοι την «εκκλησία του Κολοκοτρώνη» που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το κάστρο. Στον ίδιο χώρο συνάντησα και την προτομή του Πελοποννήσιου οπλαρχηγού, στολισμένη με δάφνινα στεφάνια και ηρωικές θύμησες αλλοτινών ένδοξων εποχών.
ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Μετά τον χώρο του κάστρου, άφησα τα βήματά μου να με οδηγήσουν και πάλι στα στενά πλακόστρωτα σοκάκια της Καρύταινας. Γνώρισα μερικές από τις παλαιές, βυζαντινές εκκλησίες του τόπου (Ζωοδόχου Πηγής, Αγίου Νικολάου), ξεδίψασα και δροσίστηκα στην βρύση του Σπολάτη, ενώ αργά το ίδιο βράδυ ήπια τον καφεδάκι μου σ’ ένα από γραφικά καφενεία της κεντρικής πλατείας, πλαισιωμένος από ανοιχτόκαρδους και παρορμητικούς ντόπιους. Το επόμενο πρωινό, αποχαιρετώντας την Καρύταινα με προορισμό την Ανδρίτσαινα, είχα προλάβει να επισκεφτώ τη γνωστή σπηλιά της Κάβιας, καθώς και την παλιά μονότοξη γέφυρα του Λούσιου, που βρίσκεται 4 χλμ. βόρεια της Καρύταινας, στον δρόμο προς τον οικισμό Ατσίχολο.
Δεν είχα προλάβει να ζεστάνω καλά-καλά τα λάστιχά μου, όταν έκανα μια μικρή στάση (μόλις 3 χλμ. μακριά από την Καρύταινα) για να θαυμάσω στα νερά του κοντινού ποταμού Αλφειού τη βυζαντινή γέφυρα (13ου αιώνα) που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη σύγχρονη γέφυρα της οδικής αρτηρίας Καρύταινας – Ανδρίτσαινας. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή εξάτοξη γέφυρα, που διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στην οδική επικοινωνία της Γορτυνίας με την Μεσσηνία. Εξίσου σημαντικό μνημείο θεωρείται όμως και το βυζαντινό εκκλησάκι που βρίσκεται στον ίδιο ακριβώς χώρο.
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
Μια διαδρομή 25 χλμ. με συνεχόμενες στροφές που «χορεύουν» στον ρυθμό του ορεινού ανάγλυφου της περιοχής, χωρίζει την Καρύταινα από την Ανδρίτσαινα. Οι καλοχαραγμένες ασφάλτινες καμπύλες του δρόμου, η οδική μοναξιά, ο εύστροφος κινητήρας των 1000 κυβικών της FZR και οι άψογα ρυθμισμένες αναρτήσεις της, ευθύνονταν για το «παιχνίδι» που απόλαυσα καθ’ οδόν προς την Ανδρίτσαινα: την ιδιαίτερη πατρίδα του Φιλικού Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου και του γνωστού πολιτικού Αθανάσιου Κανελλόπουλου, της οποίας η παρουσία στο στίβο της Ιστορίας χρονολογείται αρκετά πριν από τη Φραγκοκρατία.
Πέτρινα κεραμόσκεπα αρχοντικά με καφασωτά παράθυρα και ισχυρές ιστορικές μνήμες βρίσκονται «πνιγμένα» μέσα στην οργιώδη βλάστηση της γοητευτικής Ανδρίτσαινας, που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 750 μ. στις δασωμένες βουνοκορφές της ορεινής Ηλείας. Ρομαντική και ήρεμη, ζωντανή και ακμάζουσα, η Ανδρίτσαινα άνοιξε την αγκαλιά της και αποτέλεσε την επόμενη οικοδέσποινα του οδοιπορικού μου. Η Ανδρίτσαινα, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτελούσε ένα αξιόλογο πνευματικό κέντρο του ελληνισμού, ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εδώ υπάρχει μια από τις πιο σημαντικές βιβλιοθήκες της Ελλάδας με 20.000 τίτλους, όπου περιλαμβάνονται σπάνιες εκδόσεις, χειρόγραφα, πολύτιμα αρχαία και συλλογές κειμηλίων από τον αγώνα της Επανάστασης του 1821.
Εκτός όμως από τη Βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας (που στεγάζεται στο παλιό σχολείο), επισκέφθηκα και το τοπικό Λαογραφικό Μουσείο που στεγάζεται σε αρχοντικό της οικογένειας Κανελλόπουλου. Προορισμοί στην εξερεύνηση της «Μεσαιωνικής Αρχόντισσας του Μωριά» αποτέλεσαν επίσης οι παλιές εκκλησίες (18ου-19ου αιώνα) του Αγίου Θεράποντα, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Αθανασίου. Παράλληλα, περιδιαβαίνοντας τα λιθόστρωτα ανηφορικά καλντερίμια της Ανδρίτσαινας, που ξεκινούν από το ύψος του κεντρικού δρόμου, με ανακούφιση και ικανοποίηση αντίκρισα πάμπολλα πετρόκτιστα αρχοντικά να αναπαλαιώνονται με σεβασμό στην παράδοση και την αρχιτεκτονική του τόπου, ισχυρή ένδειξη της προσπάθειας των ντόπιων να διατηρήσουν την πολιτιστική κληρονομιά τους.
Η ΤΡΑΝΗ ΒΡΥΣΗ
Με ορμητήριο την Ανδρίτσαινα, επιχείρησα επίσης και μια μικρή εξόρμηση με προορισμό τη γνωστή Μονή Σεπετού, που βρίσκεται 13,5 χλμ. βορειοδυτικά, κοντά στο χωριό Κάτω Αμυγδαλιά. Η Μονή Σεπετού, που είναι χτισμένη σαν αετοφωλιά σ’ έναν απόκρημνο βράχο πάνω από τον ποταμό Τρίτωνα (παραπόταμο του Αλφειού), ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα και υπήρξε κέντρο συνάντησης των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Μια πυρκαγιά κατέστρεψε το 1915 μεγάλο μέρος του μοναστικού οικοδομήματος, που ανοικοδομήθηκε όμως και πάλι το 1918.
Ο επίλογος της παρουσίας μου στην Ανδρίτσαινα γράφτηκε με καφεδάκι κάτω από την ευλογημένη σκιά του αιωνόβιου πλάτανου της πλατείας, φαγητό σε μια από τις γραφικές ταβέρνες της πετρόκτιστης κωμόπολης και με μια στάση δροσιάς στην κτισμένη από πέτρα «Τρανή Βρύση», την παλαιότερη χρονολογημένη βρύση (1724) της Πελοποννήσου, που βρίσκεται πάνω στον κεντρικό δρόμο. Αυτά μου πρόσφερε η Ανδρίτσαινα και της ήμουν ειλικρινά ευγνώμων για την αλησμόνητη φιλοξενία που απλόχερα μου πρόσφερε.
ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Ο ξακουστός ναός του Επικούρειου Απόλλωνα, που βρίσκεται στις αρχαίες Βάσσες, 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας, αποτελούσε την επόμενη στάση της δίτροχης χρονομηχανής, η οποία κλήθηκε να με ταξιδέψει 2.500 χρόνια πίσω. Καθώς μάλιστα προσέγγιζα μέσα από ένα τραχύ και σχετικά άγονο οικοσύστημα το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Ικτίνου, γνωστό και ως «Μικρός Παρθενώνας», η θέα της ορεινής κορμοστασιάς του Λύκαιου όρους στάθηκε η αφορμή να ανατρέξει η μνήμη μου πίσω στα σχολικά εγχειρίδια και να θυμηθώ πως στην κορυφή του ανεμοδαρμένου βουνού -σύμφωνα πάντα με τον μύθο- είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ο Δίας.
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα με συγκλόνισε από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον αντίκρισα, καθώς πρόκειται αναμφίβολα για έναν από τους ωραιότερους και λαμπρότερους ναούς της αρχαιότητας. Κτισμένος στις πλαγιές του Λύκειου όρους σε υψόμετρο 1.130 μ. ο ανυπέρβλητος ναός της πελοποννησιακής γης οικοδομήθηκε από τους αρχαίους Φιγαλείς μεταξύ του 430-410 π.Χ. προς τιμήν του θεού Απόλλωνα που τους έσωσε από μεγάλο λοιμό. Κατασκευασμένος από ντόπιο πωρόλιθο, ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα συνδυάζει αρμονικά τον δωρικό, τον ιωνικό και τον κορινθιακό ρυθμό και μας εντυπωσίασε με την επιβλητικότητα και τις συμμετρικές αρχιτεκτονικές γραμμές του. Ο ναός ανακαλύφτηκε το 1765 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Bocher, αλλά μέσα στα επόμενα χρόνια λεηλατήθηκε από πλήθος αρχαιοκάπηλων, με αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα από τα ανάγλυφα της ζωφόρου να βρεθούν στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λούβρο και στο Μουσείο του Μονάχου. Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα, που περιλαμβάνεται από το 1986 στη λίστα των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, βρίσκεται κάτω από ένα ειδικό προστατευτικό περίβλημα-στέγαστρο, για να προστατεύεται από τις καιρικές συνθήκες.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΓΑΛΕΙΑ
Ωστόσο, το ταξίδι μου στους αρχαίους χρόνους συνεχίστηκε και πέρα από την εμπειρία του υπέρλαμπρου ναού του Επικούρειου Απόλλωνα. Προσεγγίζοντας τον μικρό γραφικό οικισμό Περιβόλια, που απέχει 8,5 χλμ. από τις αρχαίες Βάσσες, εγκατέλειψα και πάλι τον κεντρικό ασφαλτόδρομο Ανδρίτσαινας–Ζαχάρω και κατευθύνθηκα 3 χλμ. νοτιότερα, στο κοντινό χωριό Φιγαλεία, εκεί όπου βρίσκονται οι μαρτυρίες της άλλοτε δοξασμένης αρχαίας ομώνυμης πολιτείας. Μέσα στα καταπράσινα όρια του μικρού οικισμού της Φιγαλείας υπάρχουν σήμερα δυο αρχαιολογικοί χώροι: ο ένας βρίσκεται στην είσοδο του χωριού, όπου δεσπόζουν τα ερείπια του ναού της Αθηνάς και κάποια καλοδιατηρημένα τμήματα της αρχαίας οχύρωσης. Ο άλλος αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στην έξοδο του χωριού (στο τέλος του κεντρικού πλακοστρωμένου δρόμου της Φιγαλείας), όπου ξεχωρίζει μια αρχαία κρήνη του 4ου π. Χ. αιώνα, καθώς και κάποια τμήματα των αρχαίων τειχών. Στον ίδιο χώρο δεσπόζει επίσης η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου (1889).
Η καυτή οργή του ήλιου με παρότρυνε να αναζητήσω την δροσιά στα κελαρυστά νερά της κοντινής Νέδας. Έτσι, αφού παρκάρισα την μοτοσυκλέτα μπροστά στην εκκλησία του χωριού, ακολούθησα το μονοπάτι που ξεκινά από το χωριό και κατηφορίζει στις όχθες της Νέδας, η οποία πηγάζει από τους πρόποδες του Λύκαιου όρους και εκβάλλει στον Κυπαρισσιακό Κόλπο. Η φύση που διαμορφώνεται κατά μήκος της μαιανδρικής διαδρομής του θηλυκού ποταμού είναι μεγαλειώδης: στενά φαράγγια, πυκνή βλάστηση, καταβόθρες, μικρές λίμνες και εντυπωσιακοί καταρράκτες φροντίζουν για τις πάμπολλες συγκλονιστικές εναλλαγές του τοπίου. Παρεμπιπτόντως, ένας από τους εντυπωσιακότερους καταρράκτες της Νέδας βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ των οικισμών Φιγαλείας και Στομίου, ενώ η κίνησή μου να ζητήσω από τους κατοίκους της Φιγαλείας να μου υποδείξουν το ακριβές σημείο του συγκεκριμένου καταρράχτη αποδείχτηκε τελικά σωστή.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Ήταν πια απόγευμα όταν ανηφόριζα και πάλι στον κεντρικό ασφαλτόδρομο, για να συνεχίσω την πορεία μου προς τα δυτικά, οδηγώντας πάνω στις νότιες απολήξεις του όρους Μίνθη. Περίπου 18 χλμ. χωρίζουν τη διασταύρωση της Φιγαλείας από το χωριό της Νέας Φιγαλείας, ενώ ο οικισμός Λέπρεο (7 χλμ. δυτικά της Νέας Φιγαλείας) θα αποτελούσε την τελευταία στάση της διαδρομής μου, πριν διασταυρωθώ με την Εθνική οδό Πύργου – Κυπαρισσίας. Ακολουθώντας τις πινακίδες σήμανσης που υπάρχουν, ανηφόρισα στον μικρό λόφο του Λέπρεου, όπου απλώνεται (2,5 χλμ. μακριά από τον σημερινό οικισμό) ο αρχαιολογικός χώρος της ομώνυμης αρχαίας πόλης, την οποία έφερε στο φως το 1970 η αρχαιολογική σκαπάνη του Νίκου Γιαλούρη. Ανάμεσα στις εναπομείνασες αρχιτεκτονικές μαρτυρίες του αρχαίου Λέπρεου ξεχωρίζουν τα ερείπια της ακρόπολης, ένα μεγάλο τμήμα της οχύρωσης, καθώς και ο -κτισμένος από πωρόλιθο- ναός της Δήμητρας.
Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο του αρχαίου Λέπρεου ήταν αναμφίβολα η καταπληκτική θέα που πρόσφερε, καθώς από την κορυφή του λόφου, η πανοραμική ματιά μου ταξίδευε ανεμπόδιστα μέχρι και τις κοντινές ακτές του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Εκεί άλλωστε με μετέφερε το ίδιο βράδυ η δίτροχη χρονομηχανή μου. Άφιξη δίπλα στα γαλάζια νερά του Ιονίου, επιστροφή και πάλι σε χρόνο ενεστώτα, για να γραφτεί έτσι ο επίλογος μιας περιπλάνησης σε μια γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου που φιλοξενεί πολύτιμες ιστορικές μνήμες και εμφανίζεται πάντα πρόθυμη να τις αποκαλύψει μονάχα στους συνειδητοποιημένους οδοιπόρους της ελληνικής γης.