Από τον παράδεισο στην κόλαση. Κάπως έτσι αντιλήφθηκα το πέρασμα από το Ιράν στο Πακιστάν. Πίσω μου άφηνα την τάξη, την καθαριότητα, τη σιγουριά και την οργάνωση, για να αντικρίσω μπροστά μου μια κατάσταση σκέτο μπάχαλο. Οι πακιστανικές συνοριακές εγκαταστάσεις του Ταφτάν (90 χλμ. ανατολικά του Ζαχεντάν), κτισμένες μέσα στην άμμο της ερήμου, ήταν ένα σωρό παραπήγματα που με προδιέθεσαν για το χειρότερο. Αφού τελείωσα με τα γραφειοκρατικά (οφείλω να ομολογήσω ότι όλοι τους ήταν εξυπηρετικότατοι) και άλλαξα συνάλλαγμα στους μαυραγορίτες, ανέβηκα στο σκονισμένο από την άμμο της ερήμου Crypton για να ξεκινήσω με προορισμό την πόλη Νταλμπαντίν, 270 χλμ. ανατολικά.
Λογάριαζα όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Πριν προλάβω να πατήσω την μίζα, ο στρατιωτικός διοικητής των συνόρων κατέφθασε μ’ ένα τζιπ και μου ανακοίνωσε ότι ταξίδι στο Πακιστάν χωρίς την συνοδεία επανδρωμένου στρατιωτικού οχήματος δεν γίνεται. Οι ληστές, οι λαθρέμποροι, οι απαγωγείς, αλλά και οι μαχητές της Αλ Κάιντα που «παίζουν δυνατά μπάλα» στην περιοχή, αποτελούσαν την αιτία της ιδιότυπης συνοδείας που ίσχυε μέχρι την πόλη Κουέτα, 640 χλμ. ανατολικά των συνόρων. Ήταν ένα μέτρο προστασίας που λάμβαναν οι πακιστανικές στρατιωτικές Αρχές για όλους τους ξένους υπηκόους που διέσχιζαν την περιοχή του Βαλουχιστάν.
Επειδή για τις επόμενες ώρες δεν υπήρχε διαθέσιμο όχημα να με συνοδεύσει ως την Νταλμπαντίν, ο διοικητής αποφάσισε να περάσω την νύχτα μου στο συνοριακό στρατόπεδο, ενώ ο ίδιος μου παραχώρησε το γραφείο του για να περάσω το βράδυ – εκεί μετέφερα τα πράγματά μου και έστρωσα κατάχαμα για να κοιμηθώ. Την επομένη, με την συνοδεία ενός επανδρωμένου στρατιωτικού οχήματος θα ταξίδευα αρχικά ως την πόλη Νταλμπαντίν και την μεθεπόμενη για την πόλη Κουέτα.
Και εγώ που βιάστηκα να φύγω… Έτσι όμως θα έχανα την μεγάλη απόδραση, που επιχειρήθηκε τα ίδια μεσάνυχτα από τις φυλακές του στρατοπέδου. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να κοιμηθώ, όταν την σιωπή της ερήμου διέκοψαν απανωτοί πυροβολισμοί. Σηκώθηκα τρομαγμένος, πιστεύοντας ότι στο στρατόπεδο είχαν επιτεθεί Ταλιμπάν. Θεέ μου, αυτό μου έλειπε τώρα, να βρεθώ αιχμάλωτος σε καμιά σπηλιά του Νοτίου Αφγανιστάν περιμένοντας πότε θα με ανταλλάξουν ή θα με αποκεφαλίσουν.
Διπλοκλείδωσα την πόρτα του γραφείου, λούφαξα σε μια γωνιά και απλά περίμενα. Περίπου μισή ώρα αργότερα, όταν όλα και όλοι είχαν ηρεμήσει, πήρα το θάρρος να βγω έξω για να μάθω τι έγινε. Από το κτίριο των φυλακών του στρατοπέδου είχαν επιχειρήσει να αποδράσουν 5 κρατούμενοι Αφγανοί, αλλά την τελευταία στιγμή έγιναν αντιληπτοί από τους φρουρούς που άνοιξαν πυρ στον αέρα για εκφοβισμό – μόνο ένας κατάφερε τελικά να ξεγλιστρήσει μέσα στο σκοτάδι της ερήμου…
Το πρώτο –και μοναδικό– σκασμένο λάστιχο
Με την συνοδεία ενός στρατιωτικού οχήματος ξεκίνησα νωρίς το πρωί την πορεία μου στο Πακιστάν, με αρχικό προορισμό την πόλη Νταλμπαντίν. Εκεί θα διανυκτέρευα το ίδιο βράδυ (στο στρατιωτικό φυλάκιο της πόλης φυσικά, για λόγους ασφαλείας).
Στα πρώτα 130 χλμ. ο δρόμος ήταν κατεστραμμένος – η άσφαλτος ήταν σε άθλια κατάσταση. Το Crypton σε ρόλο εντούρο προσπαθούσε να ξεπεράσει με αξιοπρέπεια τις δυσκολίες του δρόμου… Τελικά, ένα σκασμένο λάστιχο ήταν η πρώτη απώλεια από την άνιση μάχη. Σε λιγότερη από μισή ώρα, με την βοήθεια και των στρατιωτών, άλλαξα σαμπρέλα και συνέχισα την πορεία μου.
Φτάνοντας στην κωμόπολη Νοκούντι, οι στρατιώτες με αποχαιρέτησαν κι ένα άλλο στρατιωτικό όχημα ανέλαβε κατόπιν να με συνοδέψει (σε κάθε στρατιωτικό φυλάκιο ή χωριό που φτάναμε, άλλαζε το όχημα συνοδείας). Εδώ ο διοικητής ήταν ανένδοτος και απαίτησε να φορτωθεί το παπί στο όχημα συνοδείας, γιατί στην περιοχή είχαν γίνει το τελευταίο διάστημα αρκετές επιθέσεις σε διερχόμενα οχήματα –προφανώς δε ήθελε να πάρει το ρίσκο να συμβεί κάτι το δυσάρεστο. Παρά τις αντιρρήσεις μου, το μαύρο Crypton φορτώθηκε τελικά στην καρότσα του στρατιωτικού οχήματος και ταξιδέψαμε όλοι μαζί για περίπου 90 χλμ. Στο επόμενο φυλάκιο, το παπί ξεφορτώθηκε και συνέχισα on the road την πορεία μου ως την πόλη Νταλμπαντίν – πάντα φυσικά με συνοδεία.
Στην Νταλμπαντίν, αφού οδηγήθηκα στο στρατιωτικό φυλάκιο της πόλης, όπου και διανυκτέρευσα το βράδυ, βγήκα κατόπιν στην πόλη με την συνοδεία δυο στρατιωτών για να αγοράσω ένα καινούριο πίσω λάστιχο, μιας και το άλλο είχε «φάει τα ψωμιά του» – αυτή ήταν άλλωστε η αιτία που έσκασε. Έτσι, με καινούριο πίσω λάστιχο και ήρεμη διάθεση, ήμουν έτοιμος την επομένη να ταξιδέψω μέχρι την πόλη Κουέτα, την πρωτεύουσα της επαρχίας Βαλουχιστάν…
Απόγονος του Οδυσσέα
Αυτή η μέρα ήταν για γέλια και για κλάματα. Πιο πολύ ώρα σπατάλησα καθοδόν για να αλλάζω συνοδεία, παρά για να κάνω τα χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι την πόλη Κουέτα. Δέκα ώρες στον δρόμο ήταν όντως πολλές για 330 χλμ. σ’ ένα σχετικά καλό οδικό άξονα. Συνολικά άλλαξα 12 συνοδευτικά οχήματα -σε δυο μάλιστα περιπτώσεις, λόγω έλλειψης οχήματος με συνόδευσαν με μοτοσυκλέτα!
Και τι έκανα από βενζίνη; Να’ ναι καλά οι ντόπιοι στα χωριά της διαδρομής που περίμεναν με μπιτόνια και βαρέλια στις άκρες του δρόμου για να κεράσουν (με το αζημίωτο φυσικά) το παπί με βενζίνη αναμφίβολης ποιότητας, «ενισχυμένη» με λίγη… άμμο ερήμου! Δεν μάσησε πάντως το Crypton, κατάπινε τα πάντα δίχως να βήξει ούτε μια φορά.
Φτάνοντας στην Κουέτα, μπορεί να άφησα πίσω μου τις δυσκολίες της ερήμου Βαλουχιστάν, όμως, καινούρια προβλήματα με περίμεναν. Δεν χρειαζόταν να μου το πουν οι στρατιώτες που με συνόδευαν – γνώριζα ότι η Κουέτα ήταν μια άκρως επικίνδυνη πόλη. Το γεγονός ότι απείχε μόλις 120 χλμ. νότια των αφγανικών συνόρων την καθιστούσε εύκολο στόχο στις επιθέσεις των Ταλιμπάν. Περίπου 20 μέρες πριν την άφιξή μου, ένα παγιδευμένο με εκρηκτικά μοτοποδήλατο είχε ανατιναχτεί στην αγορά της πόλης, σκοτώνοντας 34 άτομα. Την ευθύνη ανέλαβαν φυσικά οι Ταλιμπάν…
Για λόγους ασφαλείας, δεν μου επιτράπηκε να βγω από το ξενοδοχείο, ούτε στα 50 μ., ενώ για την προστασία μου ένας στρατιώτης εγκαταστάθηκε όλο το 24ωρο στο ξενοδοχείο – ούτε VIP να ήμουν. Παρόλο αυτά, ως απόγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα, κατάφερα δυο φορές να ξεγλιστρήσω κάτω από την μύτη του «δεσμοφύλακά» μου και να περιπλανηθώ για λίγο στο κέντρο της πόλης. Να είσαι πολεμικός ανταποκριτής και να κρύβεσαι στο δωμάτιό σου; Ανεπίτρεπτο!
Πώς τα κατάφερα; Για να απασχολήσω τον φρουρό μου επιστράτευσα την τεχνολογία – τον έβαζα να παίζει παιχνίδια στο laptop μου κι εγώ την κοπανούσα από την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου! Την δεύτερη όμως φορά η απουσία μου έγινε αντιληπτή (τελείωσε η καταραμένη μπαταρία), με αποτέλεσμα να κινητοποιηθεί ένα ολόκληρο στρατιωτικό όχημα, που με εντόπισε στην αγορά της πόλης και με «τσουβάλιασαν» άρον άρον. Από το αυτί και πίσω στο ξενοδοχείο. Βρε παιδιά, πως κάνετε έτσι, μέχρι το περίπτερο είχα πάει να πάρω τσιγάρα και χάθηκα…
Καλό το διάλειμμα στην Κουέτα, αλλά έπρεπε να συνεχίσω προς την πόλη Σοκκούρ (410 χλμ. νοτιοανατολικά) – φυσικά με την γνωστή στρατιωτική συνοδεία. Προκειμένου όμως να φύγω από την πόλη, έπρεπε να μου δοθεί από την στρατιωτική Αρχή της Κούετα η σχετική άδεια. Μου είχε τύχει σε διάφορα μέρη του κόσμου να χρειάζομαι άδεια για να επισκεφθώ μια πόλη ή μια περιοχή, αλλά για να φύγω από μια πόλη, πρώτη φορά μου συνέβαινε. Το είδα κι αυτό…
Ένα ολόκληρο πρωινό έτρεχα από γραφείο σε γραφείο για ένα απλό χαρτί, που ήθελε συνολικά 2 υπογραφές – αθάνατο ελληνικό δημόσιο, πόσες φορές σε σκέφτηκα! Αφού κατάφερα να πάρω τελικά το πολύτιμο έγγραφο στα χέρια, επέστρεψα στο ξενοδοχεία (με συνοδεία φυσικά) και ξεκίνησα να ετοιμάζω ορεξάτος τις αποσκευές για την επομένη.
Τι τις ήθελα όμως τις χαρές; Η «σφαλιάρα» που έφαγα από τον αστυνομικό διευθυντή λίγη ώρα αργότερα, όταν ήρθε και με συνάντησε στο ξενοδοχείο, ήταν δυνατή και πόνεσε: ο πρωθυπουργός της χώρας θα επισκεπτόταν την επομένη την πόλη Σοκκούρ και την ευρύτερη περιοχή. Τι σήμαινε αυτό; Απαγορευόταν η προσέγγιση της πόλης (θα ήταν αποκλεισμένη) και η αναχώρησή μου για την Σοκκούρ έπρεπε να μετατεθεί για την μεθεπόμενη μέρα! Άλλη μια μέρα στην Κουέτα, άλλες 24 ώρες φυλακισμένος στο δωμάτιό μου. Έλεος…
Επιτέλους, Ινδία
«…Κάποτε εσείς οι Γιουνάνοι (Έλληνες) με τον Ισκαντέρ (Μέγα Αλέξανδρο) φτάσατε μέχρι εδώ τον Ινδό ποταμό, δεν φοβηθήκατε τίποτα, δεν μπόρεσε να σας αντισταθεί κανείς. Μας δώσατε τότε πολλά: πολιτισμό, παιδεία, έναν άλλο τρόπο ζωής. Σίγουρα σας χρωστάμε αρκετά – όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι λαοί της περιοχής. Τώρα, πώς καταφέρατε σήμερα να χρωστάτε εσείς σε όλους και να είστε σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, αυτό δεν το καταλαβαίνω…».
Δεν ήξερα τι να απαντήσω στον αντιδήμαρχο της πόλης Σοκκούρ, που ήρθε να με συναντήσει στο ξενοδοχείο που κατέλυσα. Έμαθε από τον στρατιωτικό διοικητή για την άφιξή μου στην πόλη και ήρθε με λαχτάρα να γνωρίσει από κοντά έναν Έλληνα. Άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, το όνειρό του ήταν κάποια μέρα να επισκεφθεί την πατρίδα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Σωκράτη. Ήταν όντως συγκινητικό να γνωρίζεις ανθρώπους στα βάθη της Ασίας που εκτιμούν και σέβονται την αρχαιοελληνική κληρονομιά μας. Κι όταν μετά από μια ώρα εγκάρδιας συνομιλίας σφίξαμε τα χέρια, με αποχαιρέτησε απαγγέλλοντας δυο στίχους από την Ιλιάδα του Ομήρου… Είναι μετά να μην βουρκώνεις;
Όσον αφορά το οδικό πρόγραμμα εκείνης της ημέρας, τα 410 χλμ. βγήκαν με πολύ κόπο μετά από 11 ώρες στην σέλα του μαύρου Crypton. Αναβάτης και παπί τα «είδαμε όλα»: στρατιωτική συνοδεία, δεκάδες χωμάτινες παρακαμπτήριες (λόγω έργων), αμέτρητα ποικιλοστόλιστα φορτηγά, πολλή σκόνη, καυσαέριο, επικίνδυνοι οδηγοί και μια αφόρητη ζέστη που έλιωνε σίδερα (43 βαθμούς Κελσίου). Κι όλα αυτά οδηγώντας ανάποδα, βρετανικά.
Η Σοκκούρ, κτισμένη στις όχθες του Ινδού ποταμού, βρίσκεται στις δυτικές παρυφές της γνωστής ερήμου Θαρ, η οποία εκτείνεται και στην γειτονική Ινδία. Από εδώ και μέχρι το Νέο Δελχί, ο υδράργυρος δεν θα έπεφτε κάτω από τους 38 βαθμούς Κελσίου. Ωστόσο, φτάνοντας στην Σοκκούρ, δυο πράγματα με χαροποίησαν ιδιαίτερα: α) ήμουν πλέον ελεύθερος να συνεχίσω χωρίς στρατιωτική συνοδεία το ταξίδι μου στο Πακιστάν και β) είχα σπάσει την «χιλιάρα» – η συνοριακή πύλη της Ινδίας απείχε από την Σοκκούρ μόλις 800 χλμ…
Μετά λοιπόν την Σοκκούρ βρέθηκα να ταξιδεύω μόνος στους σκονισμένους δρόμους του Πακιστάν. Αρκετά ευδιάθετος, ξεκίνησα με βορειοανατολική ρότα και προορισμός την ινδο-πακιστανική μεθόριος Aττάρι (30 χλμ. ανατολικά της Λαχώρης), το μοναδικό συνοριακό πέρασμα μεταξύ των δυο κρατών.
Όλη εκείνη την ημέρα οδηγούσα, προσπερνούσα, κορνάριζα, φρενάριζα, έβριζα, έστριβα. Κι όσο έγραφα χιλιόμετρα στο κοντέρ του ακούραστου Crypton, τόσο πλησίαζα στο όνειρο, στην Ινδία. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, ήθελα μόνο να φτάσω όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα σύνορα – σ’ αυτό με βοήθησε αρκετά η καλή κατάσταση του εθνικού οδικού άξονα Ν5. Κι μόνο όταν ο ήλιος πήγε να κοιμηθεί, τότε τελικά πάτησα φρένο μπροστά σ’ ένα μικρό πανδοχείο στην άκρη του δρόμου, μόλις 290 χλμ. από τα σύνορα. Εκεί ξεκούρασα το ταλαίπωρο κορμί μου με μόλις 5 Euro το δωμάτιο…
Από νωρίς το πρωί ξανά στο δρόμο, τραγουδούσα συνεχώς ένα δικό μου τραγουδάκι, ενδεικτικό της ψυχολογίας που με διακατείχε: «Τίποτα, τίποτα δεν με σταματά, στην Ινδία φτάνω με τον τσαμπουκά». Όντως, ήθελε τρελό τσαμπουκά και πάθος για να φτάσεις μ’ ένα παπί στην Ινδία, μετά από 17 μέρες συναρπαστικού ταξιδιού. Κι όσο πλησίαζα στα σύνορα, τα συναισθήματά μου άρχισαν να χορεύουν μέσα μου.
Παραβλέποντας την ζέστη, την σκόνη, τον ιδρώτα και τα δολοφονικά φορτηγά, αργά το μεσημέρι έφτασα μπροστά στην σιδερένια συνοριακή πύλη με την λέξη “INDIA”. Εδώ έμεινα για λίγο μετέωρος –συγκινησιακά. Ήταν από τις λίγες στιγμές στην ζωή μου που πραγματικά δεν ήξερα αν θα έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω από χαρά. Κώστα τα κατάφερες, κέρδισες άλλο ένα μεγάλο στοίχημα…
Κι αφού η συναισθηματική «καταιγίδα» που είχε ξεσπάσει μέσα μου καταλάγιασε σιγά σιγά, στάθηκα δίπλα στο ηρωικό παπί και μαζί ατενίζαμε το βάθος του ορίζοντα, εκεί που ξεδιπλωνόταν η χώρα του Γκάντι. Τι σκεφτόμασταν; Τα πάντα: το ταξίδι πίσω μας, το στοίχημα να φτάσουμε, την αγωνία των χιλιομέτρων, την λαχτάρα του προορισμού, όλα…..
Το ταξίδι όμως δεν τελείωνε στα ινδικά σύνορα. Υπολείπονταν ακόμα 490 χλμ. για να βάλω ρόδα στην πρωτεύουσα Δελχί, εκεί όπου θα γραφόταν ο επίλογος ενός επικού οδοιπορικού.
Ένα τρελό όνειρο έγινε πραγματικότητα
Να λοιπόν που είχα επιτέλους φτάσει στην Ινδία. Πρώτη στάση και διανυκτέρευση στην πόλη Αμριτσάρ, μόλις 30 χλμ. από τα σύνορα. Γιατί εδώ; Η Αμριτσάρ, το διοικητικό κέντρο της ινδικής επαρχίας Punjab, αποτελεί το ιερό-θρησκευτικό κέντρο των Σιχ και έχει ως σημείο αναφοράς τον περίφημο Χρυσό Ναό Hari Mandir Sahib.
Υπέρτατος χώρος λατρείας και διαλογισμού για τους απανταχού Σιχ, ο Χρυσός Ναός είναι για τους Σιχ κάτι ανάλογο με την Κάαμπα των μουσουλμάνων στη Μέκκα. Ένα τόσο σημαντικό θρησκευτικό μνημείο, δύσκολα λοιπόν το χάνεις. Έτσι, ακολουθώντας την μακριά αλυσίδα των προσκυνητών, και αφού πρώτα έβγαλα τα παπούτσια μου, έπλυνα τα πόδια μου και σκέπασα διακριτικά το κεφάλι μ’ ένα μαντήλι, εισήλθα στον ιερό χώρο του Χρυσού Ναού, που δέσποζε στο μέσο μιας μικρής τετράγωνης λίμνης. Κατάνυξη, δέος, θρησκευτικότητα, όλα σε υπερθετικό βαθμό…
Κτισμένος στα τέλη του 16ου αιώνα από τον γκουρού Atjan Singh, ο υπέρλαμπρος ναός της Αμριτσάρ καλύπτεται εξωτερικά με 750 κιλά χρυσό, ενώ το εσωτερικό του είναι διακοσμημένο με ασήμι, χρυσάφι και ελεφαντόδοντο. Πώς λοιπόν μετά να μην μείνω με το στόμα ανοικτό όταν περιηγήθηκα στο ιερό οικοδόμημα της Αμριτσάρ, τον οποίον περίπου 3.000.000 πιστοί επισκέπτονται κάθε χρόνο αναζητώντας τη γαλήνη της ψυχής τους;
Τελευταία μέρα στη σέλα του Crypton. Οδηγώντας από την Αμριτσάρ στο Δελχί, διέτρεχα τα τελευταία 460 χλμ. του ταξιδιού. Ωραία αίσθηση… Χωρίς άγχος, βιασύνη, σκέψεις και αγωνία. Το μόνο που είχα να αντιμετωπίσω ήταν η απαράδεκτη συμπεριφορά των Ινδών οδηγών. Άκρως επικίνδυνοι και αψυχολόγητοι, οδηγούσαν δίχως κανόνες και σεβασμό, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που νόμισα ότι την τελευταία μέρα θα συνέβαινε το μοιραίο. Σε σύγκριση με τους Ινδούς, οι Ιρανοί και οι Πακιστανοί έμοιαζαν με … πειθαρχημένους Γερμανούς οδηγούς!
Τέτοια θερμή υποδοχή δεν την περίμενα στο Δελχί. Μιλάω φυσικά για την θερμοκρασία, που είχε τελείως ξεφύγει. Στους 43 βαθμούς Κελσίου ο υδράργυρος, όλη η πόλη έβραζε το μεσημέρι που έφτασα. Κι επειδή είχα ορκιστεί σ’ αυτό το ταξίδι να μην πάρω μαζί μου GPS (πράγμα που έκανα φυσικά), για να βρω στο ξενοδοχείο που είχα κλείσει την προηγούμενη μέρα στο internet, εφάρμοσα την παλιά, δοκιμασμένη μέθοδο: πληρώνοντας μόλις 2 Euro στον οδηγό ενός τοκ-τοκ (μικρό τρίκυκλο ταξί), με οδήγησε γρήγορα και χωρίς κόπο στο δροσερό κατάλυμά μου, κάπου στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Οι δυο πρώτες μέρες στην πολύβουη ινδική μεγαλούπολη αναλώθηκαν στις προετοιμασίες (γραφειοκρατικά και κατασκευή ξυλοκιβωτίου) για την επιστροφή του μαύρου παπιού στην Ελλάδα (ατμοπλοϊκά από Βομβάη). Για μένα, αντίθετα, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά και εύκολα, μιας και στην τσέπη μου υπήρχε ένα αεροπορικό εισιτήριο Δελχί – Αθήνα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να πίστευε ότι θα επέστρεφα στην Ελλάδα οδικώς με το παπί. Μην τρελαθούμε τελείως….
Δυο μέρες έμειναν μετά για να περπατήσω και να γνωρίσω την πρωτεύουσα Δελχί, το απέραντο «σπίτι» 12.500.000 κατοίκων. Με κούρασε πολύ αυτή η mega-city, κίνηση, καυσαέριο, φασαρία, βρώμα, ένα γενικό μπάχαλο. Ίσως κι εγώ όμως να μην είχα την ανάλογη διάθεση για να την εξερευνήσω. Μια άλλη φορά…
Το τελευταίο μου απόγευμα στο Δελχί περπατούσα δίχως προορισμό στο κέντρο της πόλης. Άλλο ένα δίτροχο οδοιπορικό είχε φτάσει στο τέλος του. Μπροστά στην Πύλη-Αψίδα της Ινδίας, κοίταξα μέσα μου βαθιά, κοίταξα πίσω στο ταξίδι. Ενδοσκόπηση ή απολογισμός; Πολλές φορές, καθισμένος στην σέλα του μαύρου Crypton, αναρωτιόμουν γιατί ταξίδευα μ’ ένα παπί προς την Ινδία. Γιατί ξεκίνησα αυτό το (παράλογο για πολλούς) ταξίδι, τι έψαχνα να βρω; Δυνατά και αντικρουόμενα συναισθήματα, μια περιπέτεια πέρα από τα όρια, ακριβοθώρητες εικόνες, χρώματα Ανατολής, ευγενικούς ανθρώπους ή μήπως μαθήματα πολιτισμού και Ιστορίας;
Όλα αυτά προσδοκούσα να «οικειοποιηθώ» ταξιδεύοντας μ’ ένα παπί στους δρόμους της Ασίας. Και ναι, τα βρήκα… Με μόλις 135 cc, και μέσα σε μόνο δεκαεφτά μέρες, διατρέχοντας τόπους με λαμπρό ιστορικό παρελθόν και άδηλο μέλλον, είδα απόλυτα δικαιωμένος και ευτυχισμένος ένα τρελό μου όνειρο να μετουσιώνεται σε μια αληθινή ιστορία ζωής. Ελλάδα – Ινδία με παπί, είναι πλέον πραγματικότητα….
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΟΡΗΓΟΥΣ
- Θερμές ευχαριστίες σε όλους τους ανθρώπους της ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ Α.Ε.Ε, που αποδέχτηκαν και δούλεψαν για να ολοκληρωθεί με επιτυχία το project «ΕΛΛΑΔΑ – ΙΝΔΙΑ ΜΕ CRYPTON Τ-135». Ειδικότερα, για την παραχώρηση της μικρής μοτοσυκλέτας και των αναγκαίων ανταλλακτικών, την τεχνική υποστήριξη, καθώς και την χορηγία του εξοπλισμού του αναβάτη (κράνος SHARK Openline, μπουφάν ALPINESTARS).
- Στο κατάστημα φωτογραφικών PHOTOAGORA GR. (Ακαδημίας 69, 210-3842354, 210-3303445) για την χορηγία φωτογραφικού εξοπλισμού και μιας βιντεοκάμερας SONY.
- Στο ειδησεογραφικό site WWW.NEWSBEAST.GR.
- Στο κατάστημα ελαστικών RIDER’S SHOP.