Ξυπνώ μια ωραία μέρα του Απρίλη, πίνω τον καφέ μου, χαιρετώ γυναίκα και παιδί, καβαλάω το παπί κι αντί να πάω στην δουλειά, φεύγω για την Ινδία… Έτσι απλά! Βρε μήπως έχω σαλτάρει ή ψάχνομαι για μια περιπέτεια πάνω από τα όρια;
Πιστεύω ακράδαντα ότι πολλοί από μας γεννιόμαστε με την περιπέτεια μέσα μας. Στην διάρκεια της ζωής μας, ψάχνοντας συνεχώς να βρούμε τα όριά μας (πνευματικά και σωματικά), ανακαλύπτουμε δυνάμεις και ικανότητές μας που δεν γνωρίζαμε, ενώ παίρνοντας μεγάλα ρίσκα πετυχαίνουμε πολλές φορές πράγματα που ποτέ δεν περιμέναμε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίησή μας…
Στην δική μου πάντως περίπτωση, έχω καταλήξει ότι στην ζωή μου υπάρχει ακόμα αρκετός «χώρος» για περιπέτεια. Παρά τα πενήντα μου χρόνια, οι διαδρομές της δίτροχης ζωής μου ευτυχώς συνεχίζονται, με μόνιμη συντροφιά τις ανησυχίες και τα χτυποκάρδια της ψυχής, αλλά και την μοναξιά της πίσω σέλας..
Ναι, είναι όντως δύσκολη η μοναξιά στα ταξίδια, πολλές φορές γίνεται αφόρητη. Αν όμως καταφέρεις να την αποδεχτείς για συντροφιά, μπορεί να γίνει ο καλύτερος συνταξιδιώτης σου. Είναι αυτή που θα σε βοηθήσει να γνωρίσεις βαθύτερα τον εαυτό σου. Αν δεν φοβάσαι την μοναξιά στο ταξίδι δεν φοβάσαι τίποτα, ούτε τους ανθρώπους, ούτε τις δυσκολίες. Γιατί ο φόβος είναι αυτός που σε κρατά μακριά από τα όνειρά σου, που δεν σε αφήνει να αντικρίσεις το άγνωστο και να ρισκάρεις μια περιπέτεια πέρα από τα συνηθισμένα. Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις τον φόβο σου, ξεκινάς αύριο το πρωί και πας σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου – με τα πόδια, με αυτοκίνητο, με μοτοσυκλέτα, με παπί…
Εδώ και αρκετό καιρό, στο μυαλό μου στριφογύριζε η ιδέα ενός ταξιδιού μέχρι την Ινδία των χιλιάδων θεών και των εκατομμυρίων γηγενών. Ήταν το 1995 όταν περνούσα για πρώτη φορά τα ινδικά σύνορα με μοτοσυκλέτα – έκτοτε επισκέφθηκα την χώρα του Γκάντι άλλες δυο φορές. Ωστόσο,καθόλου δεν με ενθουσίαζε η προοπτική να επαναλάβω το ίδιο ταξίδι με πολλά κυβικά και δυνατά άλογα, γι’ αυτό και αναζητούσα επίμονα έναν εναλλακτικό τρόπο προκειμένου να κάνω συναρπαστικότερο το δίτροχο ταξίδι από την Ελλάδα ως την Ινδία (προς Θεού, δεν ήθελα να πάω με ποδήλατο!!).
Κι επειδή χρειάζεται να κουβαλάς αρκετή δόση τρέλας για να μετουσιώνεις τις όποιες ταξιδιωτικές σου φαντασιώσεις και επιθυμίες σε πραγματικές ιστορίες ζωής, αποφάσισα τελικά να ταξιδέψω ως την Ινδία κατεβάζοντας στο ναδίρ τα κυβικά της μοτοσυκλέτας και βάζοντας παράλληλα ένα αυστηρό χρονικό πλαίσιο, γύρω στις 20 μέρες. Κάτι δηλαδή σαν ένα ιδιότυπο ταξιδιωτικό Dakar!! Κι ο κύβος ερρίθφη: Ελλάδα – Ινδία μ’ ένα ταπεινό παπί 135 cc… Καλό, ε;
Δυνατό το (προσωπικό) στοίχημα, πρωτόγνωρη η πρόκληση να φτάσω στην μυστηριώδη Ινδία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, με μια τόσο μικρή μοτοσυκλέτα – μιλάμε δηλαδή για το απόλυτο ρεκόρ!Και πριν προλάβω καλά-καλά να το συνειδητοποιήσω, ένα πρωινό στα μέσα Απριλίου στήθηκα στην γραμμή εκκίνησης, πάνω σ’ ένα μαύρο Crypton Τ-135.Από το παραθαλάσσιο Τσεσμέ της Τουρκίας, μπροστά μου έβλεπα μόνο… Ινδία. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, απέραντη λαχτάρα και προσμονή, πάτησα τελικά τη μίζα και ξεκίνησα–με μόλις 135 κυβικά κάτω από τα πόδια μου–μια τρελή όσο και παράτολμη περιπέτεια δρόμου στα βάθη της Ασίας.… Ποιό ήταν το μότο του ταξιδιού; «Υπομονή και επιμονή».
Οι προετοιμασίες του ταξιδιού
Ένα ταξίδι ως τις μακρινές Ινδίες με παπί (όπως και με μοτοσυκλέτα άλλωστε) χρειάζεται πολύπλευρη προετοιμασία και προσεκτικό σχεδιασμό, καθώς υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν, όπως οι γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες της διαδρομής, οι τριτοκοσμικές συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής, οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες και κυρίως οι πολιτικές καταστάσεις στις χώρες καθοδόν. Το πιο επικίνδυνο κομμάτι όλης της διαδρομής; Οι ληστείες, οι απαγωγείς ξένων υπηκόων και οι επιθέσεις αυτοκτονίας των μαχητών της Αλ Κάιντα έχουν μετατρέψει σε μια θανάσιμη “dangerous zone” ολόκληρη την περιοχή του νοτιοδυτικού Πακιστάν.
Η διαδρομή Αθήνα – Νέο Δελχί (7.100 χλμ.) στην οποία κατέληξα, διέτρεχε την Τουρκία (1.950 χλμ.), το Ιράν (2.560 χλμ.), το Πακιστάν (1960 χλμ.) και την Ινδία (490 χλμ.). Σχεδιάστηκε βάση της πανάρχαιας εμπορικής διαδρομής του «Δρόμου του Μεταξιού» και η επιλογή της εποχής του ταξιδιού καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες. Η χρονική περίοδος Απρίλιος – Μάιος είναι η καταλληλότερη για να περάσει κανείς τις ορεινές διαβάσεις της Ανατολικής Τουρκίας (υπάρχουν χιόνια μέχρι και τις αρχές Απριλίου), να διασχίσει την έρημο Βαλουχιστάν με ήπιες θερμοκρασίες (25-30 βαθμούς Κελσίου) και να γλιτώσει τους μουσώνες στην Ινδία (οι βροχές συνήθως ξεκινούν στις αρχές Ιουνίου).
Κι όσον αφορά το παπί που ανέλαβε να μοιραστεί μαζί μου την δόξα (ή την αποτυχία) του ταξιδιού, ήταν ένα καινούργιο CryptonΤ-135 που μου παραχωρήθηκε από την “ΜΟΤΟΔΥΝΑΜΙΚΗ Α.Ε.Ε”, την επίσημη αντιπροσωπεία της YAMAHA στην Ελλάδα. Αφού στρώθηκε ευλαβικά γράφοντας από μένα τον ίδιο τα πρώτα 1.000 χλμ. στο κοντέρ, έγινε το πρώτο σέρβις και «ντύθηκε» κατόπιν για το μεγάλο ταξίδι. Σχάρα με μικρό top-case, πλαϊνά σαμάρια, μια γαλάζια τσάντα στην πίσω σέλα και ένας μικρός σάκος μπροστά στην ποδιά (σε ρόλο tank-bag) ήταν όλος ο ταξιδιωτικός εξοπλισμός του μαύρου Crypton. Επιπλέον, λόγω της σχετικά μικρής αυτονομίας του (περίπου 110-120 χλμ./ντεπόζιτο), ένα μικρό κάνιστρο βενζίνης (5 lt.) κρίθηκε αναγκαίο.
Τι σήμαινε όμως στην πράξη για τον φιλόδοξο οδηγό ένα ταξίδι από την Ελλάδα ως την Ινδία με παπί, και μάλιστα σε 20 μέρες;Με μέση ωριαία ταχύτητα περίπου τα 80-90 χλμ., θα είμαι υποχρεωμένος να βρίσκομαι καθημερινά στην σέλα του Crypton για περίπου 8-10 ώρες (οι χαρακτηρισμοί για τα οπίσθιά μου είναι δικοί σας…). Επίσης, λόγω της έλλειψης προστασίας (βλέπε φέρινγκ), θα είμαι τελείως εκτεθειμένος στις αντίξοες καιρικές συνθήκες (βροχή, αέρας) και σε όλα τα πετούμενα της φύσης, ενώ κάθε μια ώρα περίπου θα πρέπει να σταματώ για ανεφοδιασμό σε καύσιμα.
Αλλά πάνω απ’ όλα, δεν θα έχω την πολυτέλεια να χαλαρώσω ούτε στιγμή στο τιμόνι του παπιού, αφού θα είμαι υποχρεωμένος να «διαβάζω» συνεχώς τον δρόμο για να αποφεύγω τις κακοτεχνίες και τις ανωμαλίες της ασφάλτου (λακκούβες, σαμάρια, νεροφαγώματα) – κακά τα ψέματα, το μπροστινό σύστημα ενός παπιού υστερεί κατά πολύ σε σταθερότητα από το αντίστοιχο μιας μοτοσυκλέτας.
Ωστόσο, πριν ξεκινήσει το ταξίδι, ήξερα ότι οι ατελείωτες ώρες στη σέλα του μικρού Crypton, το αφιλόξενο τοπίο της ερήμου Βαλουχιστάν και οι κακοτράχαλοι δρόμοι του Πακιστάν θα ήταν τα μικρότερα από τα προβλήματα που θα συναντούσα.Ίσως γιατί όλα αυτά ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα και υπήρχε τρόπος να τα αντιμετωπίσω. Αυτό που πάντα υπάρχει σαν ανησυχία στο πίσω μέρος του μυαλού μου είναι το «απρόβλεπτο». Αυτό για το οποίο δεν μπορείς να προετοιμαστείς και ίσως ούτε να αντιμετωπίσεις…
Κάθε αρχή και… εύκολη
Το να ταξιδέψω μ’ ένα παπί έξω από τον ελλαδικό χώρο δεν ήταν για μένα μια καινούρια εμπειρία.Πριν από περίπου δυο χρόνια είχα επιχειρήσει ένα ταξίδι (πάλι με Crypton Τ-135) από τα μικρασιατικά παράλια ως την Καππαδοκία, και επιστροφή. Τότε είχα δει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ενός οδοιπορικού με παπί, πράγμα που με βοήθησε να ετοιμαστώ οργανωτικά, αλλά και ψυχολογικά, για το εγχείρημα της Ινδίας.
Όπως τότε, έτσι και τώρα, βρέθηκα στο παραθαλάσσιο Τσεσμέ της Τουρκίας (ατμοπλοϊκώς μέσω Χίου), έτοιμος να δοκιμάσω εαυτόν και όχημα σ’ ένα παράδοξο ταξίδι για γερά νεύρα.Το πρόγραμμα της πρώτης μέρας ήταν αρκετά φορτωμένο σε χιλιόμετρα (τα περισσότερα από κάθε άλλη μέρα του ταξιδιού), καθώς ήθελα να φτάσω οπωσδήποτε στην πρωτεύουσα Άγκυρα, που απείχε 690 χλμ. ανατολικά της αιγαιοπελαγίτικης ακτογραμμής.Με τεράστια όρεξη για χιλιόμετρα, ξεκούραστο κορμί και ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, ήξερα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό – τελικά δεν διαψεύστηκα.
Η διαδρομή Τσεσμέ – Ουσάκ – Αφιόν – Άγκυρα ήταν στην πλειοψηφία της επίπεδη (δίχως μεγάλες υψομετρικές διακυμάνσεις) και διέθετε σε όλο το μήκος της δυο λωρίδες ανά κατεύθυνση, μ’ ένα υποτυπώδη χώρισμα στην μέση. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την λιγοστή κίνηση καθοδόν και την άψογη κατάσταση του δρόμου, μου πρόσφερε την δυνατότητα να οδηγώ ξεκούραστα και χαλαρά, δίχως το άγχος της προσπέρασης ή τον κίνδυνο της μετωπικής σύγκρουσης. Ενώ τα βενζινάδικα και εστιατόρια που υπήρχαν παντού, σε όλο το μήκος της διαδρομής, φρόντισαν για τον απροβλημάτιστο ανεφοδιασμό σε καύσιμα τόσο του παπιού, όσο και του πεινασμένου οδηγού.
Η πρώτη μέρα προσαρμογής και συνεργασίας ανάμεσα στον αναβάτη και στο Crypton έληξε με τις καλύτερες εντυπώσεις εκατέρωθεν. Αν και περίμενα πως στο τέλος της ημέρας θα ήμουν… κομμάτια, παραδόξως δεν ένιωθα ιδιαίτερα κουρασμένος ή ταλαιπωρημένος (βοήθησε φυσικά και το γεγονός ότι σε όλη την διαδρομή επικρατούσε άπνοια). Αλλά και το μαύρο παπί στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αφού ταξιδεύοντας σταθερά με 80-90 χλμ./ώρα, κατάφερε με την δύση του ηλίου να με βάλει στα αστικά όρια της τουρκικής πρωτεύουσας, δίχως να παρουσιάσει κάποια «σημάδια κόπωσης».
Στο ξενοδοχείο όπου κατέλυσα, ο ευγενικότατος ξενοδόχος προσφέρθηκε (λόγω έλλειψης γκαράζ) να φιλοξενήσει το παπί στην ρεσεψιόν για λόγους ασφαλείας– λίγο ακόμα και θα μου το έβαζε στο δωμάτιο να κοιμόμασταν μαζί… Εκείνη τη νύχτα άργησα πάντως να κοιμηθώ, καθώς έπρεπε να τακτοποιήσω εν νέου όλες τις αποσκευές.
Κτισμένη πάνω στο ομώνυμο άγονο οροπέδιο, στο κέντρο της Ανατολίας, η Άγκυρα αντιπροσωπεύει τους πολιτικούς οραματισμούς του Κεμάλ Ατατούρκ – ήταν το 1923 όταν ο Τούρκος ηγέτης αποφάσισε να μετακινήσει την πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα. Μια νέα σελίδα ξεκίνησε τότε στην ιστορία της πόλης, που μέσα στις επόμενες δεκαετίες γνώρισε τεράστια ανάπτυξη και έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας με 4.000.000 κατοίκους.
Η Άγκυρα δεν μου ήταν άγνωστη. Αν και έχω «κουρσέψει» εδώ και χρόνια τα αξιοθέατα της τουρκικής πρωτεύουσας, πάντα της ρίχνω μια γρήγορη ματιά όποτε ο δρόμος με φέρνει ως εδώ. Έτσι, μετά την τελευταία μπουκιά του πρωινού, ξεχύθηκα με το αγουροξυπνημένο παπί στους δρόμους της πόλης με προορισμό τα δυο top αξιοθέατά της, το Μεγάλο Τζαμί και το μαυσωλείο του Κεμάλ Ατατούρκ – ευτυχώς βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση από το ξενοδοχείο.
Κτισμένο σε κλασικό οθωμανικό αρχιτεκτονικό ρυθμό -με τέσσερις μιναρέδες και πολλούς θόλους και τρούλους- το Μεγάλο Τζαμί αποτελεί τον «ομφάλιο λώρο» Θεού και πιστών στην πόλη. Το πάλλευκο θρησκευτικό ορόσημο της Άγκυρας, που εντυπωσιάζει με το μέγεθός του και συναγωνίζεται σε μεγαλοπρέπεια το Μπλε Τζαμί της Κωνσταντινούπολης, μπορεί να φιλοξενήσει στο εσωτερικό του περίπου 20.000 προσκυνητές.
Και μετά το Μεγάλο Τζαμί, γραμμή για το κοσμικό αξιοθέατο της πόλης. Το Μαυσωλείο του Ατατούρκ, του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας θεωρείται ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα μνημειακής αρχιτεκτονικής στο κόσμο. Γνωστό κι ως Anitkabir, ανεγέρθηκε στην κορυφή του λόφου Rasattepe, με προοπτική να είναι ορατό από όλα τα σημεία της πόλης.Στο λιτά διακοσμημένο εσωτερικό του ταφικού μνημείου, στην «Αίθουσα της Τιμής», δεσπόζει το γρανιτένιο κενοτάφιο του Τούρκου ηγέτη, βάρους 40 τόνων. Τέλος ξενάγησης…..
Τα πρωτοβρόχια
Επιστροφή στο ξενοδοχείο, φόρτωμα αποσκευών στο παπί και ξεκίνημα ημερήσιας πορείας για την πόλη Σίβας, 480 χλμ. ανατολικά. Οι δείκτες του ρολογιού σημάδευαν την δωδεκάτη μεσημβρινή όταν από τους καθρέπτες του μαύρου Crypton έβλεπα να χάνονται πίσω μου τα τελευταία σπίτια της Άγκυρας. Όμως, μαζί με τα σπίτια της τουρκικής πρωτεύουσας, χανόταν σταδιακά και ο ήλιος. Ο καιρός δυστυχώς δεν ήταν με το μέρος μου – τα αδιάβροχα δεν άργησαν να βγουν από τις αποσκευές. Για τα επόμενα 250 χλμ., το οδικό «μενού» πρόσφερε εκνευριστικό ψιλόβροχο, μαύρο ουρανό, επικίνδυνη γλίτσα στο οδόστρωμα και τέσσερα τροχαία ατυχήματα. Καλό μου παπί, πρόσεχε σε παρακαλώ…
Όταν τα αδιάβροχα επέστεψαν στην θέση τους, η Σίβας απείχε μόλις 150 χλμ. Με τον ήλιο και πάλι να μου χαμογελά, αναθάρρεψα και άρχισα να σταματώ στα γραφικά χωριά της διαδρομής, όπου έτυχα θερμής αποδοχής από τους ντόπιους. Η αναφορά της εθνικής μου καταγωγής σκορπούσε μόνο χαμόγελα, ενώ οι προσκλήσεις για τσάι έπεφταν βροχή. Για πολλούς ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν Έλληνα στα μέρη τους – και μάλιστα με παπί!
Πλησιάζοντας στην Σίβας, είχα ήδη μπει στην ψυχοφθόρα διαδικασία των μεγάλων ευθειών – μιλάμε για σκέτη απελπισία. Αντλούσα ωστόσο κουράγιο από την σκέψη ότι οι ευθείες αυτές, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες που με καρτερούσαν εκεί μακριά στον ιρανικό νότο, έμοιαζαν με μικρούς… αεροδιαδρόμους. Το θετικό ήταν πάντως ότι το μαύρο Crypton μπορούσε να κρατά στις ατελείωτες ευθείες την ταχύτητά του (ακόμα και σε παρατεταμένες ανηφοριές), χωρίς να χρειάζεται να παίζω με το κιβώτιο ταχυτήτων.
Εκείνο όμως που άρχισε να με κουράζει αφάνταστα ήταν ο ανεφοδιασμός σε καύσιμα. Κάθε 90-100 χλμ. έπρεπε να ξεφορτώνω το μισό παπί μπροστά στην μάνικα για να βάζω μόλις 2-3 λίτρα βενζίνη. Κι όσο σκεφτόμουν ότι μπροστά μου είχα άλλες 699 στάσεις για ανεφοδιασμό μέχρι την Ινδία. Έλεος…
Ο παγωμένος Τόπος των Ρωμιών
Σίβας – Ερζερούμ. Και τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, ξεκινά η ανάβαση στα βουνά της Ανατολικής Τουρκίας. Και τι δεν είχε αυτή η διαδρομή των 460 χλμ.: γυμνά οροπέδια, φαράγγια, ορεινά περάσματα άνω των 2.000 μ., ανηφόρες και κατηφόρες, απότομες στροφές, ανεμοδαρμένες βουνοκορφές και τρομακτικά γκρέμια. Μιλάμε για μια πανέμορφη ορεινή διαδρομή στο σύνολό της, με μεγάλες όμως υψομετρικές διαφορές. Το σασμάν του Crypton δούλευε ασταμάτητα, χωρίς καθόλου να «διαμαρτυρηθεί», ενώ η μέση ταχύτητα έπεσε αρκετά, γύρω στα 50 χλμ./ώρα. Μην ξεχνιόμαστε όμως: «Υπομονή και επιμονή»…
Τα ορεινά περάσματα Kizildag Gecidi (2.190 μ.) και Tepebasi Gecidi (2.057 μ.) αποτέλεσαν την αποθέωση της διαδρομής και δυο από τις καλύτερες εμπνεύσεις της τοπικής ορεσίβιας φύσης. Όσο ανέβαινα πάντως σε υψόμετρο, τόσο κατέβαινα σε θερμοκρασία. Εκείνη την ημέρα χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλα τα όπλα που διέθετα προκειμένου να αντιμετωπίσω το τσουχτερό κρύο: γάντια, μπαλακλάβα, κουκούλα, ισοθερμικά, αδιάβροχα, κονιάκ, ξηρούς καρπούς… Καλό το παπί, αλλά χωρίς φαίρινγκ μπροστά, μπάζει πολύ κρύο το άτιμο!
Και μπορεί τα χιόνια που ακόμα υπήρχαν δεξιά και αριστερά του δρόμου να δημιουργούσαν ένα θεαματικό χειμωνιάτικο σκηνικό στα δυο ορεινά περάσματα, όμως, η παγωμένη ατμόσφαιρα (-2 βαθμούς Κελσίου),τα δυνατά χαστούκια του ανέμου και το ψιλόβροχο που έπεφτε ασταμάτητα όλη ημέρα, δεν μου άφησαν πολλά περιθώρια να πανηγυρίσω μαζί με το Crypton την κατάκτηση των δύο κορυφών.
Ήλπιζα πως το Ερζερούμ, η μεγαλύτερη πόλης της Ανατολικής Τουρκίας, θα είχε ανεκτές θερμοκρασίες στα μέσα Απριλίου. Γελάστηκα οικτρά όμως… Η «Σιβηρία της Τουρκίας», όπως την αποκαλούν οι κάτοικοί της λόγω των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, με υποδέχτηκε με βροχή και τον υδράργυρο στους 2 βαθμούς Κελσίου – όλα τα βουνά γύρω από την πόλη ήταν ντυμένα στα λευκά.
Παρόλο αυτά δεν πτοήθηκα – έτσι κι αλλιώς είχα φάει την πρώτη… αρκτική κρυάδα. Αφού απόλαυσα λοιπόν ένα ζεστό μπάνιο που τόσο είχα ανάγκη, αμέσως μετά βγήκα στην πόλη για να περπατήσω στην Θεοδοσιούπολη των βυζαντινών χρόνων. Σήμα κατατεθέν και καμάρι του Ερζερούμ,που βρίσκεται κτισμένο στα 1.930 μ.,αποτελεί ο Μεντρεσές των Δίδυμων Μιναρέδων, που κατασκεύασαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι τον 13ο αιώνα.
Αυτά όσον αφορά την τουριστική πλευρά της πόλης. Όσοι όμως τα πάτε καλά με την Ιστορία, σίγουρα θα ενθυμάστε ότι το Ερζερούμ (που ετυμολογικά σημαίνει ο Τόπος των Ρωμιών), είναι μια πόλη-σύμβολο για την γενοκτονία των Ελλήνων και Αρμενίων χριστιανών της Ανατολίας, της Θράκης, του Πόντου και της Μικρασίας.
Εδώ πραγματοποιήθηκε το πρώτο συνέδριο των Κεμαλικών το 1919, όπου αποφασίστηκε η εξόντωση όσων χριστιανών είχαν απομείνει στο οθωμανικό κράτος.Στο Ερζερούμ επίσης κατέληγαν μετά από ατέλειωτες πορείες θανάτου όσοι χριστιανοί (Έλληνες, Πόντιοι και Αρμένιοι) είχαν επιβιώσει από τις κακουχίες καθοδόν, για να ενταχθούν κατόπιν στα περιβόητα τάγματα εργασίας, τα οποία ουσιαστικά ήταν τάγματα εξόντωσης των ανεπιθύμητων χριστιανικών πληθυσμών.
Αλλά και πολύ αργότερα (την περίοδο 1942-43, με την επιβολή του ληστρικού φόρου στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης), το Ερζερούμ συνέχισε να λειτουργεί ως χώρος εξορίας και καταναγκαστικών έργων για Έλληνες και Αρμένιους – κάτι δηλαδή σαν Νταχάου ή Άουσβιτς. Και σας ρωτώ: ήταν άραγε τυχαίο που το Ερζερούμ επέλεξε ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν για την συνάντησή του με τον Έλληνα ομόλογό του Γεώργιο Παπανδρέου το 2011; Κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή του Ερζερούμ, είχε την σκοπιμότητά της…
Το δικό μου χωριό
Η διαδρομή Ερζερούμ – Αγκρί – Ντογκουμπαγιαζίτ (270 χλμ.) ήταν η τελευταία αποστολή του Crypton στην Τουρκία. Μετά Ιράν, άλλος κόσμος. Με προορισμό λοιπόν την ιρανο-τουρκική μεθόριο, οδηγούσα εκείνο το πρωινό στην ανατολική εσχατιά της Τουρκίας με την ψυχολογία στα ύψη και την διάθεση ανεβασμένη. Ο λόγος; Το τελευταίο αυτό κομμάτι στην τουρκική επικράτεια είναι από τις αγαπημένες μου διαδρομές στην Ανατολική Τουρκία. Τα έχει όλα: όμορφα ορεινά τοπία,παραδοσιακά κουρδικά χωριά, μια ανάβαση στα 2.210 μ. (ορεινό πέρασμα Sac Dagi Gecidi),πρόσχαρους ντόπιους και το βιβλικό Αραράτ που δεσπόζει χιονοσκέπαστο λίγο πριν την συνοριακή υπέρβαση.
Υπάρχει όμως ένας ακόμα λόγος που γουστάρω πολύ αυτή την διαδρομή. Οι κάτοικοι του μικρού οικισμού Serican (30 χλμ. δυτικά της Αγκρί) εδώ και χρόνια μ’ έχουν ανακηρύξει… επίτιμο πολίτη του χωριού τους! Όλα ξεκίνησαν το 1994, όταν σταμάτησα για πρώτη φορά στο χωριό και φωτογράφισα τον… μισό πληθυσμό. Ένα χρόνο αργότερα, το 1995, σταμάτησα ξανά στο Serican και μοίρασα στους κατοίκους τις φωτογραφίες που τους είχα βγάλει. Τρελάθηκαν από την χαρά τους. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές μέσα στα επόμενα χρόνια και μοιραία αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη σχέση φιλίας και εκτίμησης ανάμεσα στους κατοίκους του μικρού Serican και στον Έλληνα μοτοσυκλετιστή – φωτογράφο – ταχυδρόμο.
Έτσι, όποτε έχω πέρασμα από το Serican σταματάω για να δω το.. χωριό μου, τους δικούς μου ανθρώπους. Μικρά παιδιά που κάποτε μου πετούσαν πέτρες στην μοτοσυκλέτα, σήμερα είναι ολόκληρα παλικάρια. Τα κορίτσια που έπλεναν τα ρούχα στο ποτάμι μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έγιναν μάνες. Κάποιες άλλες μάνες έγιναν γιαγιάδες, κάποιοι ηλικιωμένοι δεν υπάρχουν πια… Είναι παράξενο,αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι με τους κατοίκους του Serican, είναι σαν να βλέπω την ζωή μου μέσα από μια άλλη χρονο-διάσταση.
Η άφιξή μου στο χωριό μαθεύτηκε σε χρόνο dt και στο μικρό παντοπωλείο (μίνι-μάρκετ) του Οσμάν, όπου συνήθως ξεπεζεύω, έγινε το αδιαχώρητο. Φιλιά, αγκαλιές, κεράσματα, καλέσματα, μια ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα. Φωτογραφίες δεν είχα να μοιράσω, αλλά όσα παιδιά μαζεύτηκαν πήραν το δωράκι τους – καραμέλες και μπισκότα κερασμένα από το σκονισμένο ράφι του Οσμάν. Πάντως έπεσε πολύ γέλιο όταν είδαν το Crypton – τόσα χρόνια μ’ είχαν συνηθίσει με μοτοσυκλέτα. Δυο-τρεις με ρώτησαν μάλιστα αν έφταιγε η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα που ταξίδευα με παπί! Και η συζήτηση καλά κρατούσε. Όμως, κάποια στιγμή έπρεπε δυστυχώς να φύγω. Η μέρα προχωρούσε και τα σύνορα με καρτερούσαν. Αυτή τη φορά ήμουν βιαστικός, ο χρόνος ήταν αντίπαλός μου. Να είστε όλοι καλά, ραντεβού σε λίγα χρόνια πάλι …
Φρενάροντας μπροστά στην συνοριακή μπάρα του Ιράν, το κοντέρ του Crypton είχε συνολικά καταγράψει 1.950 χλμ. από την αρχή του ταξιδιού. Διαβατήριο, σφραγίδες, πολύπτυχο, ασφάλεια, βίζα… Οι διαδικασίες στα σύνορα δεν διήρκησαν πάνω από 2 ώρες. Σας φαίνεται πολύς ο χρόνος; Σε παλαιότερες εποχές, πριν από 15-20 χρόνια,περνούσα εδώ την μισή μου μέρα! Πάνε αυτά όμως, τελείωσαν…
Κι αφού ολοκληρώθηκαν οι γραφειοκρατικές διατυπώσεις, ευχαρίστησα από βάθη καρδιάς τους ευγενέστατους Ιρανούς τελωνιακούς, άλλαξα συνάλλαγμα στους μαυραγορίτες που με καρτερούσαν δίπλα στο παπί, έβαλα σπρέι στην αλυσίδα, φόρεσα κράνος, πάτησα μίζα και με τέρμα γκάζι όρμηξα με το μαύρο Crypton στο Ιράν…