Καθοδόν για την πόλη Canakkale, είχα προγραμματίσει δυο στάσεις σε αντίστοιχους αρχαιολογικούς χώρους της διαδρομής. Ο λόγος για την Άσσο (75 χλμ. βορειοδυτικά του Αϊβαλί) και την Τροία, δυο αρχαίες πόλεις της περιοχής, που η φήμη και η αίγλη τους είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τα στενά όρια της Μικράς Ασίας.
Σύντομα, η μικρασιατική γη απλωνόταν πλέον μπροστά μου, και εγώ, πάνω στην σέλα της Hyperstrada, ξεκινούσα ένα ιδιόμορφο όσο και συναρπαστικό ιστορικό οδοιπορικό, με πρωταγωνιστικά στοιχεία την αστείρευτη και πολυδιάστατη παρουσία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Άλλωστε, τα αξεπέραστα αρχαιοελληνικά μνημεία που συναντά κανείς σε κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας αποτελούν τα «λάφυρα» που αποκομίζει ο συνειδητός Έλληνας οδοιπόρος στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου.
Με την γνώριμη μεσογειακή χλωρίδα να αποτελεί το πρωταγωνιστικό φυσικό σκηνικό αυτών των χιλιομέτρων, άλλοτε ακολουθούσα την καταγάλανη δαντελωτή ακτογραμμή και άλλοτε χανόμουν μέσα στις κατάφυτες βουνοπλαγιές της ενδοχώρας. Από την πρώτη άλλωστε στιγμή που βρέθηκα στη Μικρασία, έγινα θιασώτες της φύσης της. Αλλά πολύ περισσότερο έγινα «δέσμιος» της ιστορίας ενός τόπου, όπου η εθνική μας καταγωγή και το ιστορικό μας παρελθόν αποτελούν για μας τους Έλληνες ένα πολύτιμο, διαχρονικό διαβατήριο.
Η Άσσος (Behramkale), από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας, απλωνόταν πάνω σ’ ένα κωνικό λόφο και τους πρόποδές του, σε μικρή απόσταση από την αιγαιοπελαγίτικη ακτογραμμή. Η περίοδος της μέγιστης ακμής της Άσσου σημειώθηκε τον 4ο π. Χ αιώνα (όταν και αναδείχτηκε σ’ ένα από τα σπουδαιότερα πολιτικά και πνευματικά κέντρα της Μικράς Ασίας), ενώ η παρουσία του Αριστοτέλη, ο οποίος έζησε και δίδαξε εδώ για τρία ολόκληρα χρόνια, λογίζεται στις σημαντικότερες στιγμές της πόλης.
Στον μακροσκελή κατάλογο των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου της Άσσου που κρατούσα στα χέρια περιλαμβάνονταν τα οχυρωματικά τείχη και οι πύργοι, ο εξαίσιος ναός της Αθηνάς, η Αγορά, το Γυμνάσιο, το Βουλευτήριο και το Θέατρο – μετά από 3 ώρες περπάτημα κατάφερα να δω τα περισσότερα. Έχοντας όμως κουραστεί, θέλησα να ξαποστάσω για λίγο, πριν συνεχίσω την αρχαιολογική μου εξερεύνηση. Έτσι, άφησα τα αργόσυρτα βήματά μου να με οδηγήσουν στο επιβλητικότερο ίσως μνημείο της Άσσου, το αρχαίο θέατρο της πόλης, ένα κτίσμα του 2ου π. Χ. αιώνα, χωρητικότητας 5.000 θεατών.
Αφού περιπλανήθηκα στο χώρο της ορχήστρας και της σκηνής, στη συνέχεια ανέβηκα στα ψηλότερα σκαλοπάτια των κερκίδων και παρέμεινα εκεί για αρκετή ώρα, παρατηρώντας με δέος αυτό το σπάνιο αρχαιολογικό θησαυρό. Καθισμένος στα πέτρινα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου, βρέθηκα να ατενίζω εκστατικός το απέραντο γαλάζιο σεντόνι του Αιγαίου και τις απέναντι κοντινές ακτές της Μυτιλήνης, ενώ η θαλασσινή αύρα με χάιδευε απαλά στο πρόσωπο. Κι όταν για μια στιγμή έκλεισα τα μάτια, ένιωσα εκείνο το υπέροχο συναίσθημα που χαρίζει η πραγμάτωση ενός ακόμα ταξιδιωτικού ονείρου…
Η ΕΝΔΟΞΗ ΤΡΟΙΑ
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειονότητα των ιστορικών-αρχαιολόγων τοποθετούσαν την ύπαρξη της Τροίας στη σφαίρα της φαντασίας και του μύθου. Ωστόσο, ο Ερρίκος Σλήμαν με μια σειρά ανασκαφών (1873-1890) που πραγματοποίησε στη συγκεκριμένη μικρασιατική περιοχή (στον λόφο Χισαρλίκ, κοντά στη συμβολή του ποταμού Σκαμάνδρου με τον Σιμόεντα) ανέτρεψε όλα τα δεδομένα, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η Ιλιάδα του Ομήρου δεν ήταν μύθος αλλά πραγματική ιστορία. Τις ανασκαφές του Σλήμαν προχώρησαν αργότερα ο Γερμανός Νταίρπφελντ (1894) και ο Αμερικανός Μπλέγκεν (1932-38).
Η αρχαιολογική σκαπάνη του Σλήμαν έφερε στο φως τα ερείπια εννιά επίπεδων συνοικισμών που αντιστοιχούν σε διαδοχικές ιστορικές περιόδους της Τροίας (3.200 π. Χ.- 400 μ. Χ.), συμπεριλαμβανομένης και της Τροίας του Πριάμου, η οποία είναι η έβδομη κατά σειρά. Αυτό δικαιολογείται από τα ίχνη εμπρησμού που φέρει, τα οποία χρονολογούνται στο 1.200 π. Χ., εποχή που αντιστοιχεί με τη συμβατική χρονολογία (1.185 π. Χ.) της καταστροφής της Τροίας από τους Έλληνες. Παρεμπιπτόντως, η μυθική Τροία ήταν κτισμένη αρχικά πολύ κοντά στη θάλασσα, αλλά οι συνεχείς προσχώσεις των ποταμών Σκαμάνδρου και Σιμόεντος απομάκρυναν σταδιακά την πόλη από την ακτογραμμή (η Τροία απέχει σήμερα περίπου 15 χλμ. από την θάλασσα).
Σύμφωνα με τα δεδομένα του χάρτη, η Τροία βρισκόταν 30 χλμ. νότια του Canakkale – σε απόσταση μόλις 5 χλμ. δυτικά της εθνικής οδού Canakkale-Izmir. Στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, μια ξύλινη αναπαράσταση του Δούρειου Ίππου, που μάλλον κιτς και αταίριαστη μου φάνηκε σε σχέση με την ιστορικότητα του χώρου, με καλωσόρισε στην πόλη του Πριάμου. Ανάμεσα στα λιγοστά ερείπια που απλώνονταν στον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο, ξεχώρισα το Βουλευτήριο, την Νότια Πύλη, ένα ρωμαϊκό ωδείο, την Ανατολική Πύλη, τα προπύλαια, καθώς και απομεινάρια τειχών που αναφέρονται σε διάφορες ιστορικές περιόδους της πόλης. Οι ανασκαφικές εργασίες του επίμονου Σλήμαν έφεραν επίσης στην επιφάνεια χάλκινα όπλα, πήλινα αγγεία, αγαλματίδια θεών και ολόχρυσα γυναικεία κοσμήματα (σκουλαρίκια, καρφίτσες για τα μαλλιά και βραχιόλια).
Η περιπλάνησή μου στον αρχαιολογικό χώρο της Τροίας έγινε κάτω από έναν καυτό ήλιο που φλερτάριζε τους 38ο C. Σε καμία πάντως περίπτωση τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν κατάφεραν να μου δώσουν μια υποτυπώδη έστω εικόνα της ένδοξης Τροίας, την οποία ο ραψωδός Όμηρος έκανε αθάνατη μέσα στις σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας. Πάντως, με την επίσκεψή μου στην Τροία, ένα παιδικό μου όνειρο είχε επιτέλους γίνει πραγματικότητα…
ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΩΝ ΔΑΡΔΑΝΑΛΙΩΝ
Η πόλη Canakkale (στα τούρκικα σημαίνει «Φρούριο των Τσανακιών») είναι κτισμένη στο στενότερο σημείο των Δαρδανελίων –στο μέσο περίπου του πορθμού. Το προγενέστερο όνομά της (Δαρδανέλια) είχε δοθεί από τους Έλληνες λόγω της γειτνίασής της με την αρχαία πόλη Δάρδανο (ή Δαρδανία), την πόλη του Δάρδανου, την οποία οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει σε απόσταση 8 χλμ. νοτιοδυτικά της σημερινής πόλης.
Λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης, η Canakkale γρήγορα οχυρώθηκε από τους Τούρκους, προκειμένου να ελέγχεται η ναυσιπλοΐα στα Στενά. Η μεγάλη στρατιωτική σημασία της πόλης διαφαίνεται από το γεγονός ότι ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής την οχύρωσε με δυο αντικριστά φρούρια, ένα στην ευρωπαϊκή (Kilitbahir Kalesi / Kilid al-bahr) και ένα στην ασιατική πλευρά (Cimenlik Kalesi / Kale-i Sultaniye), στην κωμόπολη Eceabat.
Καθώς παρκάριζα την Ducati στο κέντρο του Canakkale, μπροστά ακριβώς στο Clock Tower (το σήμα κατατεθέν της πόλης), δυο Τούρκοι συνάδελφοι-μοτοσυκλετιστές με πλησίασαν και χάζευαν από κοντά την Hyperstrada. Στην Τουρκία, η συγκεκριμένη μοτοσυκλέτα δεν είχε καλά-καλά κυκλοφορήσει στους δρόμους. Η λευκή μοτοσυκλέτα, όμως, ήταν η αφορμή για να γνωριστώ με τον Αχμέτ και τον Μουράτ, που γρήγορα προθυμοποιήθηκαν να μου δείξουν τα αξιοθέατα της πόλης τους – ποτέ δεν λέω όχι σε τέτοιες προτάσεις.
H βόλτα στα Δαρδανέλια ξεκίνησε από το καλοδιατηρημένο κάστρο Cimenlik Kalesi (1452). Δίπλα ακριβώς στο κάστρο, μέσα στο ομώνυμο πάρκο, βρισκόταν το Ναυτικό Μουσείο της πόλης (Canakkale Naval Museum). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τόσο τα μουσειακά εκθέματα, όσο και το πολεμικό υλικό που υπήρχε στον προαύλιο χώρο (νάρκες θαλάσσης, αντιαεροπορικά κανόνια, τμήματα κατεστραμμένων υποβρυχίων, τορπίλες κ. α) – μέρος του εξοπλισμού είχε χρησιμοποιηθεί από τον τουρκικό στρατό στην μάχη της Καλλίπολης (1915).
Η γνωριμία με την Canakkale περιελάμβανε επίσης ένα γρήγορο πέρασμα από την παραδοσιακή αγορά Mirrored Bazaar και το ιστορικό χαμάμ Yah Hamam, ενώ οι αναμνηστικές φωτογραφίες μας τραβήχτηκαν στο χώρο της προκυμαίας, μπροστά στον τεράστιο ξύλινο Δούρειο Ίππο. Όχι, δεν ήταν ο ίδιος μ’ εκείνον που είχα αντικρίσει στην κοντινή Τροία. Ο Δούρειος Ίππος που δέσποζε στην παραλιακή ζώνη της Canakkale είχε χρησιμοποιηθεί το 2004 για τις ανάγκες της κινηματογραφικής υπερπαραγωγής «Τροία». Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, η εταιρία παραγωγής δώρισε τον κινηματογραφικό Δούρειο Ίππο στην πόλη των Δαρδανελίων.
Έχοντας σταματήσει μπροστά στην μικρή προβλήτα της Canakkale, το δίλλημα που αντιμετώπιζα ήταν μεγάλο: «να περάσω απέναντι στην ευρωπαϊκή ακτή της Τουρκίας και να επιστρέψω στην Ελλάδα οδικώς μέσω Κήπων, ή να γυρίσω ξανά πίσω στο Αϊβαλί και να περάσω ατμοπλοϊκώς στην Μυτιλήνη;»
Κι ενώ η λογική με οδηγούσε μπροστά, η καρδιά μου, αντίθετα, με έσπρωχνε πίσω στα μικρασιατικά χώματα. Κοντοστάθηκα για λίγο και κοίταξα μέσα μου βαθιά. Όσο κι αν προσπαθούσα όμως, δεν μπορούσα να παραβλέψω τα έντονα μηνύματα της καρδιάς. Το φέρυ-μποτ σφύριζε για τρίτη και τελευταία φορά. Οι κάβοι λύνονταν, έπρεπε να βιαστώ. Πάτησα την μίζα, έβαλα πρώτη στο κιβώτιο και ξεκίνησα …για πίσω! Αλί, βάλε τα ψάρια στα κάρβουνα και γέμισε τα ποτήρια με ρακί…