Με το γκάζι σταθερό και την βελόνα του κοντέρ «κολλημένη» σε διψήφια νούμερα, κυλούσα –για ακόμα μια μέρα– μέσα στο όνειρο του δρόμου και του προορισμού. Αδιαφορώντας παντελώς για τα 125 κυβικά που «οδηγούσαν» το πάθος και την λαχτάρα που κρύβω μέσα μου για τα ταξίδια, ζούσα άλλη μια δίτροχη περιπέτεια σε κάποιο σημείο του κόσμου…
Όπως σωστά μαντέψατε, ένα ακόμα ανατρεπτικό ταξίδι με λίγα κυβικά, πολύ κέφι και μεγάλη υπομονή βρισκόταν εν εξελίξει. Η αρχή είχε γίνει το 2012 με την Καππαδοκία των βράχων, το 2014 προέκυψε η μυστηριακή Ινδία και τώρα σειρά είχε η κόκκινη Μόσχα, όπου και κατευθυνόμουν οδηγώντας ένα παπί HONDA Supra-X 125 Helmin.
Επιδίωξή μου ήταν να καταγράψω –μέσα από μια περιπλάνηση 7.500 χλμ.– τις όποιες εναπομείναντες μαρτυρίες της μακραίωνης ελληνικής-ποντιακής παρουσίας στις έξι παρευξείνιες χώρες (Τουρκία, Γεωργία, Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία, Βουλγαρία), πραγματοποιώντας ένα δίτροχο οδοιπορικό μνήμης, αφιερωμένο στον Ποντιακό Ελληνισμό.
Με σημείο αναφοράς την Μονή Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, βορειότερη γεωγραφική συντεταγμένη την Μόσχα και τερματισμό στην Μονή Παναγίας Σουμελά της Βέροιας, θα ταξίδευα σε πατρίδες που μπορεί να είναι πια σβησμένες από τους χάρτες, αλλά παραμένουν τόσο ζωντανές στις καρδιές πολλών Ελλήνων.
Στην πατρίδα του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα
Τελευταίες μέρες του Ιούνη κι εγώ αποβιβαζόμουν (μέσω Χίου) στο μικρασιατικό τουριστικό θέρετρο Cesme, την παραθαλάσσια πύλη εισόδου μου στην Τουρκία – είχαν περάσει μόλις δυο εικοσιτετράωρα μετά το πολύνεκρο τρομοκρατικό κτύπημα στο αεροδρόμιο «Ataturk» της Κωνσταντινούπολης.
Μετά το γρήγορο συνοριακό «ξεκαθάρισμα», το δίτροχο θηρίο των… 9,2 ίππων άρχισε να καταπίνει αχόρταγα βενζίνη και χιλιόμετρα. Μετά από 10 ώρες στην σέλα του Supra, η δύση του ηλίου με βρήκε στην πόλη Polatli (610 χλμ. μακριά από την αιγαιοπελαγίτικη ακτογραμμή και μόλις 75 χλμ. πριν την Άγκυρα), όπου και διανυκτέρευσα.
Η πρώτη μέρα προσαρμογής και συνεργασίας ανάμεσα στον αναβάτη και στο HONDA Supra έληξε με τις καλύτερες εντυπώσεις εκατέρωθεν. Σημαντικό πλεονέκτημα για την ομαλή ροή του ταξιδιού αποτελούσε η μεγάλη αυτονομία του παπιού, αφού ρολάροντας με σταθερή ταχύτητα 80-90 χλμ./ώρα είχα μια αυτονομία που άγγιζε περίπου τα 230 χλμ.
Την επομένη, η κοντινή Άγκυρα δεν ήταν σταθμός μου – η πόλη Amasya ήταν ο επόμενος προορισμός. Αφού έριξα μια γρήγορη, κρυφή ματιά στην σύγχρονη τουρκική πρωτεύουσα που χανόταν μέσα από τους καθρέπτες του παπιού, συνέχισα ακάθεκτος για την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου, 370 χλμ. ανατολικότερα.
Η απόσταση των 370 χλμ., αμί τι άλλο, αποδείχθηκε γελοία για τις… ταξιδιωτικές δυνατότητες του παπιού, που κατάπινε αγόγγυστα τα χιλιόμετρα της διαδρομής. Χρειάστηκα μόλις 5 ώρες οδήγησης για να αντικρίσω το αστικό ίχνος της Amasya, ενώ μεγάλη ήταν η βοήθεια που πρόσφερε ο καινούριος αυτοκινητόδρομος Άγκυρα – Σαμψούντα.
Προσεγγίζοντας την συννεφιασμένη Amasya, έβαζα και τυπικά ρόδα στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Πόντου. Πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα, η αρχαία Αμάσεια διατέλεσε ως το 183 π. Χ. πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου (των Μιθριδατών Βασιλέων), ενώ μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν εδώ 155.000 Έλληνες, υπήρχαν 392 εκκλησίες, περίπου 325 σχολεία και η πόλη ήταν έδρα Μητρόπολης. Δυστυχώς, μέσα σε δυο μόλις χρόνια (1921-1923), οι Νεότουρκοι φρόντισε ώστε ο ποντιακός ελληνισμός της Amasya να ξεριζωθεί για πάντα.
Στις δυο μέρες που αφιέρωσα στην πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου, οι λαξευτοί τάφοι των Μιθριδατών (Πόντιων Βασιλέων) που χρονολογούνται από το 333 π. Χ. – 44 π. Χ., το τέμενος Σουλτάν Βαγιαζήτ (1481), η Γαλάζια Θεολογική Σχολή (13ου αιώνα), το Αρχαιολογικό Μουσείο, οι παραδοσιακές κατοικίες κατά μήκος του ποταμού Ίρι, η οθωμανικής αρχιτεκτονικής έπαυλη «Χαζερανλάρ» (1865) και το φρούριο της πόλης (κτισμένο την εποχή των Χετταίων), φρόντισαν να μου διηγηθούν την ιστορία της Amasya, που αποδείχθηκε μια από τις πιο ατμοσφαιρικές πόλεις της Ανατολίας.
Άφιξη στα παράλια του Άξενου Πόντου
Το απέραντο σεντόνι του Εύξεινου Πόντου, που αντιπροσώπευε για τους πρωτοπόρους Έλληνες θαλασσοπόρους μια δύσκολη και αφιλόξενη θάλασσα γνωστή ως Άξενος Πόντος, έκανε την εμφάνισή του το επόμενο απομεσήμερο, όταν προσέγγιζα τα πρώτα σπίτια της Σαμψούντας (Samsun). Η λαχτάρα μου να ανταμώσω τον Άξενο Πόντο ήταν τόση μεγάλη, που κατευθύνθηκα αμέσως στον χώρο της παραλίας –όπως ήμουν φορτωμένος με τις αποσκευές– και για αρκετή ώρα άφησα την βουβή ματιά μου να περιπλανηθεί στο βάθος του υγρού ορίζοντα.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι αρχαίοι Έλληνες ταξίδεψαν για πρώτη φορά στα αχαρτογράφητα νερά του Εύξεινου Πόντου γύρω στα 1.400 π. Χ. Ενώ οι τρομερές αντιξοότητες και οι θανάσιμοι κίνδυνοι που αντιμετώπισαν στην προσπάθειά τους να εξερευνήσουν και να αποικίσουν τον Άξενο Πόντο αποτέλεσαν κατόπιν την θεματολογία γνωστών μύθων και θρύλων, όπως το ταξίδι του Φρίξου και της Έλλης, την Αργοναυτική εκστρατεία, ορισμένους από τους άθλους του Ηρακλή, τον μύθο του Προμηθέα, τις Αμαζόνες…
Αν και στις αρχές του 20ου αιώνα, η ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της Σαμψούντας μετρούσε περίπου 6.000 – 7.000 άτομα (περίπου το 1/3 των κατοίκων της πόλης), καμία απολύτως μαρτυρία από την εποχή της ελληνικής παρουσίας δεν μπόρεσα να εντοπίσω, καθώς όλα είχαν χαθεί στην λήθη του χρόνου και κάτω από το τσιμέντο των άχαρων πολυκατοικιών. Η αρχή του τέλους για τους Έλληνες της Σαμψούντας σημειώνεται στις 19/5/1919, όταν στο λιμάνι της πόλης αποβιβάστηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ, με σκοπό να αναδιοργανώσει τα τουρκικά στρατεύματα και να εκδιώξει τους αλλόθρησκους πληθυσμούς από την Μικρά Ασία.
Η συνέχεια υπήρξε δυστυχώς καταστροφική για το ντόπιο ελληνικό στοιχείο. Βασανιστήρια, εξορία, εκτελέσεις και ξενιτεμός περίμεναν τον δοκιμαζόμενο ελληνισμό της Σαμψούντας, που ξεριζώθηκε με βίαιο τρόπο από την ευλογημένη ποντιακή γη. Παρεμπιπτόντως, το καράβι με τ’ οποίο έφτασε στην Σαμψούντα ο Ατατούρκ βρισκόταν στο χώρο της παραλίας και εκτελούσε χρέη ιδιότυπου ιστορικού μουσείου.
Στο μοναστήρι-ορόσημο του Πόντου
Επόμενη στάση του μαύρου παπιού η χιλιοτραγουδισμένη Τραπεζούντα, μόλις 320 χλμ. ανατολικά. Ένας άρτιος αυτοκινητόδρομος διευκόλυνε τα μέγιστα την οδική αποστολή του Supra κατά μήκος των τουρκικών ακτών του Εύξεινου Πόντου, ενώ αδιάσειστο στοιχείο της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή του παράκτιου Πόντου ήταν το γεγονός πως όλα τα μεγάλα παραθαλάσσια αστικά κέντρα που συνάντησα καθοδόν είχαν ξεκινήσει την ζωή τους ως αποικίες των αρχαίων Ελλήνων: Samsun/Αμισός, Giresun/Κερασούντα, Ordu/ Κοτύωρα, Tirebolu/Τρίπολη, Trabzon/Τραπεζούντα.
Βιώνοντας όμως την ιστορική και πολιτισμική διάσταση ενός οδοιπορικού στις τουρκικές ακτές του Εύξεινου Πόντου, δεν ήταν λίγες οι φορές που έπιασα τον εαυτό μου να αντιπαλεύει τα ανάμεικτα συναισθήματα που με πλημμύριζαν, όταν αναλογιζόμουν την τραγική μοίρα του ποντιακού ελληνισμού και τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει πριν από περίπου έναν αιώνα οι Νεότουρκοι εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Δεν το κρύβω πως καθημερινά ζούσα μια «συναισθηματική καταιγίδα» οργής, μίσους, απογοήτευσης, αηδίας, θλίψης και συμπάθειας…
Το πλήθος των ελληνοπρεπών αξιοθέατων που διαπραγματευόταν η Τραπεζούντα, με υποχρέωσε να ρίξω εδώ άγκυρα για τρεις ολόκληρες μέρες. Ο αυτοκρατορικός ναός της Αγίας Σοφίας με τις υπέροχες τοιχογραφίες (μέρος του ναού έχει δυστυχώς μετατραπεί σε τζαμί), τα στιβαρά τείχη των Κομνηνών στην παλαιά πόλη, η νεοκλασική έπαυλη του τραπεζίτη Κων/νου Καπαγιαννίδη (νυν Αρχοντικό Ατατούρκ) και ο ναός της Θεοτόκου της Χρυσοκεφάλου (Τέμενος του Πορθητή) αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο άχρωμο αστικό παρόν και στο ένδοξο ιστορικό χθες της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών.
Ύψιστο σημείο αναφοράς της παρουσίας μου στην Τραπεζούντα αποτέλεσε φυσικά η Μονή της Παναγίας Σουμελά (46 χλμ. νότια της Τραπεζούντας). Κτισμένο σε μια κάθετη πλαγιά του δασοσκέπαστου όρους Μελά, το μοναστήρι-ορόσημο του Πόντου υποδέχεται τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες Έλληνες επισκέπτες, που έρχονται εδώ για να βιώσουν την υποβλητικότητα του ιερού χώρου και να καταθέσουν την πίστη τους στο πιο γνωστό θρησκευτικό μνημείο του Πόντου.
Διαδραματίζοντας για 16 ολόκληρους αιώνες το ρόλο ενός φάρου που μεταλαμπάδευε το ιερό φως του χριστιανισμού, η Παναγία Σουμελά εμψύχωνε και προστάτευε τον ελληνισμό της Aνατολής σε κάθε δύσκολη ιστορική στιγμή. Εκτός από ένα σημαντικότατο κέντρο παιδείας και προπύργιο του χριστιανισμού, η Μονή Σουμελά υπήρξε παράλληλα ο οδηγός, ο παρηγορητής, ο συμπαραστάτης και το καταφύγιο των απανταχού Ποντίων – μέχρι όμως το 1923, όταν η μονή λεηλατήθηκε, πυρπολήθηκε και εγκαταλείφθηκε.
Η τύχη πάντως δεν ήταν με το μέρος μου, αφού το εσωτερικό της μονής ήταν κλειστό για εργασίες ανοικοδόμησης και αρκέστηκα σε μια εξωτερική ενατένηση του υποβλητικού μοναστηριακού συγκροτήματος. Πάλι καλά που είχα επισκεφθεί το μοναστήρι του Πόντου πριν από 10 χρόνια και έτσι το γλύτωσα το… εγκεφαλικό!
Την μεγάλη μου πίκρα και στενοχώρια απάλυνε η συνάντηση που είχα μ’ ένα γκρουπ Ελλήνων επισκεπτών-προσκυνητών στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Με ποντιακή καταγωγή οι περισσότεροι, ήταν εμφανώς συγκινημένοι και ενθουσιασμένοι που είχαν καταφέρει να επισκεφθούν την γη των προγόνων τους, εκπληρώνοντας έτσι ένα από τα πιο τολμηρά όνειρά τους. Το τελευταίο κοινό μας βράδυ δειπνήσαμε όλοι μαζί σ’ ένα παραδοσιακό εστιατόριο της παλαιάς πόλης, ανταλλάσσοντας προσωπικές εμπειρίες και εικόνες από την αλησμόνητη γη του Πόντου.
Στην μεγαλύτερη χώρα του κόσμου
Μόλις 190 χλμ. είχε να διατρέξει το μαύρο Supra από την Τραπεζούντα ως τα σύνορα της Γεωργίας. Ήταν πλέον καιρός να αλλάξω χώρα και παραστάσεις. Και πραγματικά, χωρίς να το πολυκαταλάβω, διάβηκα την γεωργιανή μεθόριο και βρέθηκα στην πόλη-λιμάνι Batumi, μόλις 16 χλμ. ανατολικά της συνοριακής γραμμής. Κάπως έτσι λοιπόν άλλαξα σελίδα στο οδοιπορικό του Πόντου, έχοντας καταγράψει τα πρώτα 1.940 χλμ. του ταξιδιού…
Το Batumi (ο Βαθύς Λιμήν των αρχαίων Ελλήνων) βρίσκεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εικάζεται πως ήταν η Κολχίδα της Αργοναυτικής εκστρατείας. Με την άφιξή μου εδώ στο Batumi, ξεκινούσε πλέον το κομμάτι του παρευξείνιου οδοιπορικού στην Γεωργία, που αποδείχθηκε όμως αρκετά πιο σύντομο απ’ ότι είχα σχεδιάσει.
Αιτία στάθηκαν οι καταρρακτώδεις βροχές των τελευταίων ημερών, που είχαν ως αποτέλεσμα να καταστραφεί μεγάλο μέρος του ορεινού δικτύου που συνέδεε την Γεωργία με την Ρωσία στην περιοχή του Καυκάσου και να διακοπεί προσωρινά η οδική επικοινωνία μεταξύ των δυο χωρών.
Η μόνη λύση να συνεχίσω με το μαύρο Supra το παρευξείνιο οδοιπορικό μου και να περάσω στην Ρωσίας ήταν το μικρό πλοιάριο που εκτελούσε το δρομολόγιο Batumi-Soshi, παραπλέοντας τις ακτές της Αμπχαζίας. Έτσι, μετά από ένα 18ωρο εφιαλτικό ταξίδι πάνω στο μικρό πλεούμενο (οι συνθήκες εν πλω ήταν επιεικώς απαράδεκτες), παπί και αναβάτης αποβιβαστήκαμε ανακουφισμένοι στην μεγαλύτερη χώρα του κόσμου, πατρίδα του Λένιν, του Στάλιν, του Ντοστογιέφσκι και της …βότκας.
Μετά τις σύντομες συνοριακές διαδικασίες, πρώτη μου μέριμνα ήταν να μετατρέψω κάποια Ευρώ σε ρούβλια, ενώ στη συνέχεια αναζήτησα στέγη στην παραθαλάσσια πόλη της νότιας Ρωσίας. Με τα καινούρια όμως γεωγραφικά δεδομένα, αναγκάστηκα να ανοίξω και πάλι τους χάρτες, προκειμένου να επαναπροσδιορίσω την πορεία του ταξιδιού μου μέχρι την Μόσχα. Τρία μεγάλα αστικά κέντρα (Krasnodar, Rostov-na-Don, Voronez) και περίπου 1.300 χλμ. πορείας θα αποτελούσαν τις νέες παραμέτρους της διαδρομής επί ρωσικού εδάφους, καθοδόν για την μοσχοβίτικη πρωτεύουσα – υπολόγιζα να φτάσω εκεί μετά από 3-4 μέρες πορείας.
Με την –όχι και τόσο καλή– ασφάλτινη λωρίδα να κατευθύνεται πλέον βόρεια, μέρα με την ημέρα έμπαινα πιο βαθιά μέσα στην καρδιά της χώρας. Το τοπίο που σταδιακά γινόταν όλο και πιο επίπεδο, μ’ είχε «τραβήξει» από την πρώτη κιόλας στιγμή με την απεραντοσύνη, τη φιλικότητα και τη σιωπή του, ενώ πάμπολλοι μικροί αγροτικοί οικισμοί με ταπεινές ξύλινες κατοικίες άρχιζαν να παρεμβάλλονται στην διαδρομή. Κι όσον αφορά τις πόλεις, αυτές δεν ξέφευγαν από την χαρακτηριστική ρωσική-σοβιετική αρχιτεκτονική σχεδίαση, η οποία ποτέ δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα.
Με τον Σεργκέι ανταμώσαμε τυχαία στο κέντρο της Voronez. Εγώ τον ρώτησα για ξενοδοχείο, αυτός μου πρόσφερε το σπίτι του – δεν είπα φυσικά όχι. Συνομήλικός μου, ο Σεργκέι αποδείχτηκε –μεταξύ άλλων– καλός γνώστης των πολιτικών καταστάσεων της χώρας του, με δυνατές αναμνήσεις από τα τελευταία χρόνια του σοβιετικού καθεστώτος. Ενώ σχετικά με την νέα Ρωσία του Πούτιν, ο οικοδεσπότης μου ήταν αρκετά αισιόδοξος: «Στην αυγή του 21ου αιώνα, η πατρίδα μου επιδιώκει να πετύχει –και εν μέρει το έχει πραγματοποιήσει– μια πιο σταθερή και πολυδιάστατη οικονομική ανάπτυξη, πράγμα που θα της επιτρέψει να αναλάβει ξανά ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Η αρχή έγινε με την στρατιωτική παρουσία μας στην Συρία…».
Τρέμε Πούτιν, σου έρχομαι…
Ότι δεν κατάφερε ο Μέγας Ναπολέων και ο Χίτλερ με τον πολυάριθμο στρατό τους, το κατάφερα εγώ τελικά με το μικρό HONDA Supra. Μπήκα στην Μόσχα νικητής και αφού έφτασα κατευθείαν στην Κόκκινη Πλατεία, βροντοφώναξα με περίσσιο ενθουσιασμό: «Σύντροφε Πούτιν, η πόλις σου εάλω…».
Για τις τρεις επόμενες μέρες, κάτω από έναν καυτό ήλιο που άγγιζε του 32ο βαθμούς Κελσίου (είχα «φέρει» το καλοκαίρι της Ελλάδας στην καρδιά της Ρωσίας), προσπάθησα να βολέψω όλες τις υποχρεώσεις και τις επιθυμίες μου. Η Κόκκινη Πλατεία, το Κρεμλίνο, ο Καθεδρικός ναός, το Θέατρο Μπολσόι και το κτίριο του Πανεπιστημίου υπήρξαν τα κυριότερα μνημειακά αξιοθέατα της μητρόπολης του ποταμού Μόσκοβα, που πρόλαβα να επισκεφθώ.
Κάπου στο κέντρο της πόλης, με περίμεναν επίσης και οι εκπρόσωποι του Συλλόγου Ελλήνων της Μόσχας. Πρωτοστατούντος του προέδρου κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ, η υποδοχή και ο εναγκαλισμός που έτυχα από τους ομογενείς της ρωσικής πρωτεύουσας με συγκίνησε αφάνταστα.
Ο Σύλλογος Ελλήνων της Μόσχας ιδρύθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950, κυρίως από Έλληνες ποντιακής καταγωγής που έμεναν στην Μόσχα. Το 1991, ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στην γειτονική Γεωργία στάθηκε η αιτία, χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους και να εγκατασταθούν τόσο στην Κριμαία, όσο και στην Μόσχα, όπου κι ενσωματώθηκαν στην μεγάλη ελληνική οικογένεια της Ρωσίας. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς διέμεναν στην περιοχή της Τσάκλα από τις αρχές του 20ου αιώνα και είχαν έρθει από τις τουρκικές περιοχές του Πόντου, για να γλυτώσουν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κεμάλ Ατατούρκ.
Αριθμώντας σήμερα περίπου 5.000 μέλη, η αρκετά δραστήρια ελληνική κοινότητα της ρωσικής πρωτεύουσας ευελπιστεί και προσπαθεί να παραμείνει ο φάρος του ελληνικού πολιτισμού στην Ρωσία. Περίπου 150 ελληνόπουλα φοιτούν στο σχολείο της κοινότητας, ενώ ελληνικές μουσικές και χορευτικές παραστάσεις, θεατρικά δρώμενα, φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου και εκθέσεις βιβλίου οργανώνονται κάθε χρόνο από τους ομογενείς μας.
Κι αφού παρέλαβα από τον κ. Αρχιμήδη Σαχμπάζωφ κάποια συμβολικά δώρα του συλλόγου, για να τα παραδώσω στη Μονή της Παναγίας Σουμελά στην Βέροια, ευχήθηκα ολόθερμα στους Έλληνες της Μόσχας καλή δύναμη στο αξιέπαινο έργο τους και συνέχισα απτόητος με το μαύρο Supra το οδοιπορικό μέσα στην Ιστορία του Ποντιακού ελληνισμού. Επόμενος σταθμός, η γειτονική Ουκρανία…