Το πολυτελέστατο κρουαζιερόπλοιο διασχίζει τη θάλασσα και πλήθος κόσμου πηγαινοέρχεται στα καταστρώματα. Ηλιοκαμένα κορμιά κολυμπούν στη πισίνα και συνεχίζουν με ηλιοθεραπεία στις άσπρες σεζλόνγκ. Λαμπερά πρόσωπα με αστραφτερές τουαλέτες και αυστηρά κουστούμια γεμίζουν τις χλιδάτες αίθουσες. Οι σεφ ετοιμάζουν χιλιάδες εδέσματα για το μεσημεριανό γεύμα και οι μουσικοί παρασύρουν τον κόσμο στις μελωδίες τους. Ένα περιβάλλον ονειρεμένο, πλαισιωμένο από εντυπωσιακές παρουσίες, πολυτέλεια και πολλές ανέσεις. Και κάπου εκεί εγώ, βυθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, απολαμβάνω τον ήλιο μ’ ένα δροσιστικό απεριτίφ στο χέρι, την ίδια στιγμή που το προσωπικό του πλοίου είναι έτοιμο να πραγματοποιήσει κάθε επιθυμία μου! Αρχίζω να αισθάνομαι κάτι μεταξύ Έλληνα κροίσου (με νησί) και βαθύπλουτου επιχειρηματία.
Σφαλίζω για λίγο τα μάτια και αφήνω τη φαντασία μου να καλπάσει σε καταγάλανες θάλασσες, απάνεμα λιμάνια, κοσμικά νησιά κι εξωτικές παραλίες. Εισπνέω τον αέρα της θάλασσας και η αλμύρα της με χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο. Καλοκαιρινή ραστώνη και χαλάρωση μέχρι τελικής πτώσης! Α, να μην το ξεχάσω, το βράδυ θα γευματίσω υπό το φως των κεριών στο Μόντε Κάρλο, το επόμενο λιμάνι της κρουαζιέρας μου.
ΣΤΟ ΚΟΥΒΕΪΤ ΤΗΣ ΤΡΑΝΣΚΑΥΚΑΣΙΑΣ
Δευτερόλεπτα αργότερα, ξανανοίγω τα μάτια μου και όλα αυτά έχουν -δια μαγείας- εξαφανιστεί! Μουτζουρωμένοι με γράσα και λάδια μούτσοι περιφέρονται γύρω μου, η πισίνα ανύπαρκτη, το ίδιο και οι μπουφέδες. Μπισκότα και εμφιαλωμένο νερό το μενού, βρώμα και σκουριά το ντεκόρ, άδειος τενεκές από ορυκτέλαια η πολυθρόνα μου. Οι μηχανές του πλοίου μουγκρίζουν σαν ασυντόνιστη ορχήστρα, πυκνό σκοτάδι στις καμπίνες, βαριά η δυσοσμία στις αίθουσες και τα ποντίκια αλωνίζουν. Και κάπου εκεί εγώ, στο κατάστρωμα του πλοίου μ’ ένα μπουκάλι βότκα -αντί για δροσερό φρουτοχυμό- στο χέρι. Όνειρο θερινής νυχτός –κυριολεκτικά– η κρουαζιέρα στα νερά της Μεσογείου. Θεέ μου! Αρχίζω να έχω παραισθήσεις. Τι να φταίει άραγε; Η σωρευμένη οδική κούραση των τελευταίων ημερών; Το γεγονός ότι τις δυο προηγούμενες νύχτες είχα κοιμηθεί κατάχαμα στο τελωνείο περιμένοντας αυτό το σαπιοκάραβο; Η ελλιπής διατροφή, ή μήπως η λαχτάρα μου να τελειώσει αυτός ο ατμοπλοϊκός εφιάλτης στα νερά της Κασπίας; Δεν πιστεύω η βότκα να είναι «μπόμπα»!
Αγναντεύω τον επίπεδο ορίζοντα της μεγαλύτερης λίμνης του κόσμου. Κασπία Θάλασσα! Απέραντη, ακυμάτιστη, γαλήνια! Στα υδάτινα σωθικά της κρύβεται όλη η ενέργεια του κόσμου: φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Πίσω μου, εκεί που σβήνει η ρότα του πλοίου, το λιμάνι Τουρκμέμπασυ του Τουρκμενιστάν. Πριν από 18 ώρες αποτέλεσε την αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησα για να ενώσω τις αντίπερα όχθες της Κασπίας. Μπροστά μου, εκεί που καταλήγει η ρότα του πλοίου, το λιμάνι-πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, Μπακού. Άλλο ένα ψυχοφθόρο δρομολόγιο στα νερά της Κασπίας εν εξελίξει. Υπομονή!
Μέσα στην πρωινή καταχνιά αρχίζω επιτέλους να διακρίνω το αστικό αποτύπωμα του Μπακού. Πρώτη δυνατή εικόνα, η παράκτια περιοχή της αζέρικης πρωτεύουσας. Κάνω zoom στα αμέτρητα πολυώροφα κτίρια που ξεφυτρώνουν σαν γιγάντια μανιτάρια δίπλα στο κύμα. Ειλικρινά τρομάζω! Χάρη στους πλούσιους φυσικούς πόρους της χώρας, οι ραγδαίοι ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας έχουν μεταβάλλει το Μπακού σε Κουβέϊτ της Τρανσκαυκασίας!
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Οι δείκτες του ρολογιού σημαδεύουν την 11η πρωινή όταν το πλοίο πιάνει λιμάνι. Μετά τις απαραίτητες τελωνειακές διατυπώσεις, οι λιγοστοί ταλαιπωρημένοι επιβάτες –μόλις 12– αρχίζουμε να εγκαταλείπουμε το τριτοκοσμικό σαπιοκάραβο. Τέσσερις νταλίκες, 1 μικρό φορτηγό, 2 επιβατικά αυτοκίνητα. Και μια μοτοσυκλέτα, εγώ! Ένα ταξίδι ρουτίνας στα νερά της Κασπίας τελείωσε. Ακόμα ένα χερσαίο ταξίδι ξεκινά, αλλά με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα. Η βίζα που μπαίνει στο διαβατήριο επιτρέπει την παραμονή μου στο Αζερμπαϊτζάν μόνο για πέντε μέρες. Τα πόδια στη πλάτη και τρέχουμε…
Δίτροχε ταξιδευτή, καλωσόρισες λοιπόν στο Αζερμπαϊτζάν! Μια χώρα της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ για την οποία οι γνώσεις μου είναι ελάχιστες, πέρα από το γεγονός ότι έχει πλούσιους φυσικούς πόρους και κυρίως μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικό αέριο. Γνωρίζω ότι το Αζερμπαϊτζάν κατέχει μια σημαντικότατη γεωπολιτική θέση στην Τρανσκαυκασία, καλύπτει 86.600 τετρ. χλμ. και είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της περιοχής με 8.283.000 κατοίκους. Αυτό που επίσης ξέρω, είναι η μακροχρόνια πολεμική αντιπαράθεση του Αζερμπαϊτζάν με την Αρμενία (από την δεκαετία του 1990) για το θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, μια περιοχή που βρίσκεται σήμερα στην κατοχή των Αρμενίων, μαζί με άλλες 7 περιοχές των Αζέρων. Και παρά το αλτσχάιμερ των «δεύτερων -άντα» που με ταλαιπωρεί, θυμάμαι τελικά το επίσημο ταξίδι του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου στο Αζερμπαϊτζάν το 2004, για το κλείσιμο σημαντικών διμερών συμφωνιών που θα σηματοδοτούσαν την ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Στην κορυφή της ατζέντας των συνομιλιών τίθεται τότε ο μελλοντικός ρόλος της πατρίδας μας ως ενεργειακός κόμβος στην μεταφορά φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν στην Ευρώπη, μέσω Τουρκίας (ο περίφημος αγωγός, αμερικανικών συμφερόντων, Μπακού-Τσεϊχάν).
Όσον αφορά τα περί πετρελαίου, αν θέλετε να μιλήσουμε με νούμερα, προσέξτε μην ζαλιστείτε! Στην χερσόνησο Αμπσερόν του Μπακού υπάρχουν τουλάχιστον 130.000 (!) πετρελαιοπηγές, οι οποίες λειτουργούν εδώ και 130 χρόνια. Βλέπετε, το Αζερμπαϊτζάν είναι ένας από τους παλαιοτέρους εξαγωγείς πετρελαίου (από τα τέλη του 19ου αιώνα) και η ανάπτυξη και εκμετάλλευση των αποθεμάτων υδρογονανθράκων αποτελεί το επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων της χώρας. Και παρόλο την μακροχρόνια εκμετάλλευση των τοπικών κοιτασμάτων πετρελαίου, τα πιο μεγάλα και ανεκμετάλλευτα αποθέματα βρίσκονται ακόμα κάτω από τον πυθμένα της Κασπίας (σε βάθος 980 μ.), όπου μεγάλες αμερικανικές εταιρίες έχουν κάνει εγκαταστάσεις για την εξόρυξή του.
ΑΡΩΜΑ ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ
Λίγη ιστορία ποτέ δεν κάνει κακό! Η ίδρυση του Μπακού λοιπόν σημαδεύει τον 6ο αιώνα μ.Χ. και το όνομα της πόλης πιστεύεται ότι έχει περσική προέλευση και σημαίνει «ανεμοδαρμένη πόλη». Το γεγονός και μόνο ότι το Μπακού μαστιγώνεται συχνά από ισχυρούς ανέμους και χιονοθύελλες, απλά επιβεβαιώνει την ετυμολογία του ονόματος της πόλης. Μεταγενέστερες αραβικές πηγές αναφέρουν επίσης την πόλη με τα ονόματα Baku, Bakukh και Bakuya, από τα οποία όλα φαίνονται να προέρχονται από την περσική ονομασία.
Η πόλη του Μπακού, γενέτειρα του διάσημου σκακιστή Γκάρι Κασπάροβ και κατοικία σήμερα για περίπου 1.827.500 ψυχές, παρουσιάζει ποικίλο ενδιαφέρον. Μπορεί κάποιος να κινηθεί στο οχυρωμένο ιστορικό κέντρο της παλιάς πόλης που έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Εδώ σκαρφαλώνεις στον άπαρτο πύργο Maiden’s Tower, περπατάς στα πετρόκτιστα τείχη του, θαυμάζεις τις γεροδεμένες πολεμίστρες του. Λίγο πιο μακριά, περιηγείσαι στα νεοκλασικά κτήρια των Ρώσων, τα περίτεχνα αρχοντικά της πόλης. Περπατάς κατόπιν στους άνετους πεζόδρομους της αγοράς, με τα χλιδάτα εμπορικά κέντρα και τα εικοσαώροφα νέα γυάλινα κτήρια. Μπορείς όμως να περιπλανηθείς στις φτωχογειτονιές του Μπακού με τις μίζερες, άθλιες πολυκατοικίες που δεν έχουν σοβά και μοιάζουν έτοιμες να καταρρεύσουν. Απ’ όλα έχει το Μπακού!
Στους δρόμους της αζέρικης πρωτεύουσας, το πορτοκαλί ΚΤΜ φαντάζει σαν τη μύγα μες στο γάλα. Κινούμενος ανάμεσα σε ρυπογόνα λεωφορεία, παλιά Lada και πανάκριβα τεθωρακισμένα τζιπ με φιμέ τζάμια, γρήγορα αντιλαμβάνομαι τα πάμπολλα κεφάλια που στρίβουν και με κοιτούν, τα αμέτρητα βλέμματα που καρφώνονται πάνω μου. Ελάχιστες οι μοτοσυκλέτες εδώ, γίνομαι αμέσως το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από Αζέρους συνάδελφους. Σε κάθε μας επαφή, τα λόγια και τα βλέμματά τους είναι ουσιαστικά, άμεσα. Το νιώθω και ανταποδίδω, όσο και όπως μπορώ!
Η παραμονή μου στο Μπακού μπορεί να είναι σύντομη χρονικά, αλλά αυτό δεν στέκεται εμπόδιο να έρθω σε επαφή με την τοπική ελληνική κοινότητα. Η «Αργώ», η ελληνική κοινότητα του Μπακού, αριθμεί περί τους 500 ομογενείς, τους άλλοτε πολιτικούς πρόσφυγες που έφυγαν στην Τασκένδη και είναι εγκατεστημένοι σήμερα στο Μπακού. Η χαρά τους είναι απρόσμενα μεγάλη που βλέπουν έναν Έλληνα μοτοσυκλετιστή να έρχεται σ’ αυτή την καυκάσια χώρα που έγινε η δεύτερη πατρίδα τους, όταν οι γονείς τους έφυγαν από την Ελλάδα σε σκληρές ιστορικές περιόδους, τότε με τον εμφύλιο…Όλοι τους είναι φανερά συγκινημένοι. «Μας έδωκες μεγάλη χαρά ρίζα μου» μου λένε και ξαναλένε, κυρίως στα ποντιακά. Ελάχιστοι είναι αυτοί που μιλούν καλά τα ελληνικά.
Μέσα από τις συναντήσεις μου με τους ομογενείς βιώνω πολύ δυνατά συναισθήματα. Από την καρδιά τους βγαίνει μια μεγάλη δόση εγκαρδιότητας και φιλίας, την οποία και εισπράττω. Ειδικότερα όμως, νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Χρήστο Ποιμενίδη για την φιλόξενη και ευγενική στήριξη που μου παρέχει. Εκτός από οικοδεσπότης και ξεναγός, ο Χρήστος Ποιμενίδης αντιπροσωπεύει για μένα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διευρύνω τους γνωστικούς μου ορίζοντες αναφορικά με τα πολιτικά-οικονομικά δρώμενα του Αζερμπαϊτζάν. Πολλές οι ερωτήσεις που του θέτω, αφού πάμπολλες είναι οι απορίες που κουβαλώ μαζί για τούτο τον τόπο!
Το γειτονικό θεοκρατικό Ιράν αποτελεί για αυτούς παράδειγμα προς αποφυγή…
Πολύτιμη πηγή γνώσης αποδεικνύεται λοιπόν ο Χρήστος, του οποίου οι γονείς έρχονται στην πρώην Σοβιετική Ένωση με τον εμφύλιο το 1949. Το 1980 επαναπατρίζονται στην Ελλάδα. Ο Χρήστος όμως επιστρέφει στο Μπακού το 1994. Τον φέρνει πίσω η αναζήτηση της ευκαιρίας και όχι η νοσταλγία του τόπου που μεγάλωσε. Έρχεται εδώ για δουλειές και τελικά μένει: «…Η ζωή από την στιγμή που βρίσκομαι εδώ έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Πριν το 1993, όπου ακόμα υπήρχε ο πόλεμος, η κατάσταση ήταν δραματική. Τώρα η κατάσταση στο Αζερμπαϊτζάν έχει μεγάλη σταθερότητα, χάρη στις μπίζνες με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Σωθήκαμε φίλε Κώστα…Οι Αζέροι, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι παραδοσιακοί μουσουλμάνοι, θέλοντας να χτίσουν ένα κοσμικό κράτος δυτικού και ευρωπαϊκού τύπου, δεν δίστασαν να πετάξουν μακριά προκαταλήψεις και φερετζέδες. Το γειτονικό θεοκρατικό Ιράν αποτελεί για αυτούς παράδειγμα προς αποφυγή…»
Για πες μου βρε Χρήστο, πώς μας βλέπουν εμάς τους Έλληνες οι Αζέροι; Υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δυο κρατών; «…οι Αζέροι μάς ξέρουν από την αρχαία ιστορία μας. Βλέπεις, στο δημοτικό σχολείο διδάσκουν για τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας. Κατά συνέπεια, γνωρίζουν πολύ καλά πού βρίσκεται η Ελλάδα και τι εκπροσωπεί στην ανθρωπότητα…Μετά την ανακήρυξη της αζερικής ανεξαρτησίας το 1991, οι σχέσεις Ελλάδας – Αζερμπαϊτζάν πέρασαν από διάφορες φάσεις…Με δεδομένες τις στενές σχέσεις Τουρκίας – Αζερμπαϊτζάν και Ελλάδας – Αρμενίας, και σε συνδυασμό με τις εντάσεις μεταξύ Αθηνών – Άγκυρας και την ουσιαστικά απόλυτη έλλειψη επικοινωνίας Μπακού – Ερεβάν, ένα κλίμα επιφυλακτικότητας και δυσπιστίας χαρακτήριζε για μια τουλάχιστον δεκαετία τις επαφές Ελλάδας – Αζερμπαϊτζάν. Από τα τέλη του 2001, ξεκίνησε από ελληνικής πλευράς μια συντονισμένη προσπάθεια αναβάθμισης των διμερών σχέσεων, κίνηση που βρήκε την αναπάντεχα θετική ανταπόκριση της αζερικής ηγεσίας. Σήμερα, οι πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις των δυο κρατών έχουν ενισχυθεί σημαντικά…
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ
Το ασφάλτινο χαλί που τρέχει κάτω από τους τροχούς της ΚΤΜ έχει τα μαύρα του τα χάλια, κυριολεκτικά! Ο κεντρικός οδικός άξονας που συνδέει την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν με την Τιφλίδα της γειτονικής Γεωργίας, τον αμέσως επόμενο προορισμό μου, παρουσιάζει σε όλο του το μήκος μια άθλια εικόνα που με κουράζει. Οι αναρτήσεις δουλεύουν πυρετωδώς, τα ρουλεμάν του τιμονιού προσπαθούν να αποφύγουν τις αμέτρητες λακκούβες και τα φρένα στριγγλίζουν συνεχώς ανατριχιαστικά. Οι υπολογισμοί μου είναι μάλλον απογοητευτικοί: θα χρειαστώ περισσότερες από 9 ώρες για να καλύψω τα 542 χλμ. που χωρίζουν τις δυο καυκάσιες πρωτεύουσες. Ξέχωρα που έχω να κάνω και μια μικρή στάση καθοδόν.
Ταπεινοί οικισμοί παρεμβάλλονται στη διαδρομή μου, αντανακλώντας μια ατμόσφαιρα μιζέριας και εγκατάλειψης. Σπίτια φτωχικά, σκονισμένοι δρόμοι και απτή εξαθλίωση συνιστούν ένα υπέρμετρα ρεαλιστικό θέαμα που αποτυπώνω με ανάμεικτα συναισθήματα. Μια εικόνα που μαρτυρά τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας. Γιατί κακά τα ψέματα, το Μπακού είναι μόνο μια καλοδιακοσμημένη βιτρίνα. Το Αζερμπαϊτζάν, σίγουρα δεν είναι Μπακού! Ψάχνω απεγνωσμένα για παρηγοριά και στρέφομαι στη φύση των βουνών που έχει ντύσει μεγάλο μέρος της διαδρομής. Με εντυπωσιάζει με το πλούτο της. Δεν μπορώ να πιστέψω πόσο απροσδόκητη ομορφιά με καρτερά σε τούτα τα μέρη του Καυκάσου. Ο Χρήστος είχε τελικά απόλυτο δίκιο.
Ποτέ δεν σκέφτηκα να γυρίσω στην Ελλάδα. Τον αγαπώ αυτόν τον τόπο, εδώ θέλω να κλείσω τα μάτια μου…
Κάποια στιγμή το σκονισμένο ΚΤΜ φρενάρει μπροστά από μια φτωχική κατοικία της κωμόπολης Safaraliyev, κοντά στην πόλη Ganja (340 χλμ. δυτικά του Μπακού). Από τις πληροφορίες μου, η γυναίκα που ζει μόνη της σε αυτό εδώ το σπίτι είναι η μοναδική Ελληνίδα (κατά το ήμιση Πόντια) που έχει απομείνει στην ευρύτερη περιοχή του Δυτικού Αζερμπαϊτζάν. Είναι η κυρά-Ζώγια (Ζωή), που συναντώ καθισμένη στα ξύλινα σκαλοπάτια μιας ταλαιπωρημένης αγροικίας. Ήθελα πραγματικά να την ανταμώσω και να της σφίξω το χέρι. Την αρχική έκπληξή της διαδέχεται μια αγκαλιά γεμάτη καλοσύνη και ανθρωπιά. Για μια στιγμή σαστίζω, πάω να δακρύσω, λες και ανταμώνω κάποιον δικό μου άνθρωπο. Σύντομα, η συζήτησή μας συνεχίζεται στο εσωτερικό της λιτής κατοικίας της κυρά-Ζώγιας. Λίγα και παλιά τα έπιπλα, ξεφτισμένη η ταπετσαρία στους τοίχους, σκουριασμένη η μικρή ξυλόσομπα, αλλά μεγάλη η καρδιά της οικοδέσποινας: «…μπορεί να γεννήθηκα στην Ελλάδα, αλλά μεγάλωσα εδώ μετά τον εμφύλιο, μακριά από τη πατρίδα. Έχασα νωρίς τον άντρα μου και συντηρούμαι τόσα χρόνια με μια μικρή σύνταξη, γύρω στα 40 Ευρώ το μήνα. Τόσα χρόνια ζω κυρίως με ό,τι μου προσφέρει η γη…κάποτε η Safaraliyev έσφυζε από ζωή, είχε πολύ κόσμο. Όμως, μετά το 1992 πολλοί έφυγαν. Δεν ήταν εύκολο να μείνουν, αφού δουλειές δεν υπήρχαν. Εγώ έμεινα, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που υπάρχουν. Ποτέ δεν σκέφτηκα να γυρίσω στην Ελλάδα. Τον αγαπώ αυτόν τον τόπο, εδώ θέλω να κλείσω τα μάτια μου…»
Στενοχωριέμαι πολύ. Όχι τόσο με την βιωματική αφήγηση της κυρά-Ζώγιας, αλλά γιατί δεν μπορώ να ενδώσω στις επίμονες παρεκλήσεις της να με φιλοξενήσει. Δεν μπορώ, γιατί το ίδιο βράδυ πρέπει οπωσδήποτε να περάσω τα σύνορα με την Γεωργία. Η βίζα λήγει τα μεσάνυχτα και κάθε μέρα καθυστέρησης πληρώνεται με 200 Ευρώ πρόστιμο! Γνωρίζω ότι οι Αζέροι δεν αστειεύονται!
Το μόνο που κάνω είναι να φάω μαζί της και να πιούμε ένα ποτηράκι κρασί. Πάνω στο μικρό τραπέζι, τα χέρια της κυρά-Ζώγιας αφήνουν μπροστά μου ζεστό αζέρικο πιλάφι, φρέσκια ντομάτα και ψιλοκομμένο κρεμμύδι, σκληρό ζυμωτό ψωμί και τυρί πρόβειο! Ταπεινά τα εδέσματα, αλλά οι γεύσεις αξεπέραστες, ανόθευτες, έτσι όπως ακριβώς τις γνώριζα πριν κάποιες δεκαετίες και στην Ελλάδα.
Οι ώρες κυλούν γοργά και η κουβέντα καλά κρατεί. Ο ήλιος, όμως, που αρχίζει να γέρνει δίνει το σύνθημα της αναχώρησης. Και όταν έρχεται η ώρα του αποχαιρετισμού, η πλαστική σακούλα που παίρνω από τα χέρια της κυρά-Ζώγιας είναι γεμάτη με φιλέματα: «τα φρούτα και τα λαχανικά είναι από τον κήπο μου. Σου έχω επίσης και λίγο τυρί με ψωμί, για τον δρόμο. Καλό σου ταξίδι παιδί μου…». Λίγες κουβέντες ακόμα, μια ζεστή αγκαλιά και ξεκινώ! Απομακρύνομαι γοργά. Ο χρόνος είναι εχθρός. Νιώθω όμως κάτι μέσα μου να με βασανίζει. Παραδόξως, φεύγω από αυτόν τον τόπο με περισσότερες ερωτήσεις από αυτές που έφερα!